Ένα σκηνικό απόλυτα φορτωμένο με έπιπλα, φυτά, τηλεοράσεις, κι έναν σωρό ακόμα ρετρό αντικείμενα που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από μεταπολιτευτικό διαμέρισμα, και κυρίως, ένα σκηνικό φορτωμένο με μια ντουζίνα εξαιρετικούς ηθοποιούς. Το πρώτο στοιχείο εξυπηρετεί τη νέα ανάγνωση που επιχειρεί ο Δημήτρης Καραντζάς στις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, το άλλο δεν είναι κάτι καινούργιο, το λες πια και «δεύτερο δέρμα» για τον «νεαρό σκηνοθέτη» (που, μια δεκαετία και παραπάνω μετά την εμφάνισή του στα θεατρικά δρώμενα, τον αποκαλούμε ακόμα έτσι γιατί είναι ακόμα νεότατος σε ηλικία, μόλις 32 ετών), αφού όλοι οι σημαντικοί ηθοποιοί του ελληνικού θεάτρου συνωστίζονται για να συνεργαστούν μαζί του.
Οι κατά Καραντζά «Τρεις Αδελφές» (Καραμπέτη, Κεχαγιόγλου, Μαξίμου) είναι μεγάλες σε ηλικία και παλεύουν με τις μνήμες τους, μην μπορώντας να προχωρήσουν στην πολυπόθητη αλλαγή, μην μπορώντας να διατηρήσουν την ελπίδα ζωντανή. Οι ανθρώπινες επιλογές στο πέρασμα του χρόνου, η αδράνεια και η αδυναμία συγχρωτισμού του ανθρώπου με το καινούργιο διαπερνούν τον πυρήνα του θρυλικού έργου του Τσέχοφ που γράφτηκε για τη Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα αλλά φαντάζει πιο επίκαιρο παρά ποτέ στην Ελλάδα του 2020, εδώ που μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων βλέπει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες της να χάνονται, να καταρρέουν μπροστά στα μάτια της, αδυνατώντας να αντιληφθεί καλά-καλά τι της συμβαίνει. Όπως μου λέει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «όταν δεν μπορείς να παρακολουθήσεις την τρέχουσα επικαιρότητα και να βρεις πώς τοποθετείσαι απέναντι στο τώρα, έρχεται κάτι καλπάζοντας κι εσύ, αφημένος στις βεβαιότητές σου και σίγουρος για το τι είναι η ζωή, δεν μπορείς να το αντιληφθείς και τελικά, ακολουθώντας μόνο τη νόρμα σου και τον τρόπο που έχεις περιχαρακωθεί για να αντέξεις, χάνεις το παρόν. Το παρόν μας γλιστρά από τα χέρια».
Φυσικά χαίρεσαι με την αποδοχή και προβληματίζεσαι με τη μη αποδοχή. Αλλά η πιο ουσιαστική αποδοχή είναι των ανθρώπων που θέλουν να δουλεύουν μαζί σου και σε στηρίζουν. Έχει πολύ μεγάλη αξία το ότι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συνεργάζονται μαζί μου κι εγώ μαζί τους.
Σ' αυτήν τη γενιά ανήκει και ο ίδιος ο Καραντζάς, που ωστόσο μόνο αδρανή δεν μπορείς να τον πεις, καθώς κατάφερε να ανθίσει όσο λίγοι στο εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα και να επιβληθεί, μέσα από ένα εντυπωσιακό –ποιοτικά και ποσοτικά– σερί παραστάσεων, ως μία από τις σημαντικότερες νέες φωνές του ελληνικού θεάτρου. Να τι είπαμε στο διάλειμμα μιας πρόβας.
Η σκηνοθετική συνθήκη με τις μεγαλύτερες σε ηλικία «Τρεις Αδελφές»
«Το κείμενο του Τσέχοφ παραμένει το ίδιο. Σε αυτήν τη σκέψη βρέθηκα επειδή οι ίδιες, στην πρώτη σκηνή, ξεκινάνε από το παρελθόν, από το "σαν σήμερα". Είναι σαν να υπάρχει ένα φορτίο μνήμης τεράστιο. Μιλάνε ήδη σαν τρεις γερασμένοι άνθρωποι. Γιατί πρέπει, για να ζήσουν τώρα, να πάνε στο τι είχε γίνει τότε; Σ' αυτό το έργο είναι σαν να μη ζει κανείς στο παρόν. Υπάρχουν μόνο αυτά που κουβαλάνε από τότε και αυτά που θα γίνουν στο μέλλον. Γι' αυτό και τα (σκηνικά) αντικείμενα είναι από σαμοβάρια ρώσικα μέχρι ρετρό Μουλινέξ και τηλεοράσεις. Σαν να έχει περάσει μια ολόκληρη εποχή από πάνω τους. Πώς ένας άνθρωπος από τις τόσες αναμνήσεις και τα τόσα κολλήματα σε μια άλλη εποχή δεν μπορεί να ζήσει τίποτα στο τώρα; Τον πνίγει η ανάμνηση και αυτό που έχει κατασκευάσει ότι είναι, χωρίς να μπορεί να το μετακινήσει καθόλου. Σαν να θέλουν να αναβιώσουν τη στιγμή που υποσχόταν κάποιου είδους ελπίδα και που ξαναέφτασε στην οδύνη. Σαν να αναμετριούνται με το πώς μπορούν να ξαναπιάσουν αυτήν τη στιγμή για να την αλλάξουν. Πάλι, νομοτελειακά, θα οδηγηθούν στην ίδια μία απάντηση. Αυτές από την αρχή αναρωτιούνται για ποιο λόγο ζούμε και μέχρι το τέλος λένε ότι θα το βρουν. Σαν μια υπόσχεση για μια καινούργια παρτίδα».
Τρίτη φορά Τσέχοφ
Δέκα και πλέον χρόνια μετά τον πρώτο του «Ιβάνοφ», κι έπειτα από τον «Θείο Βάνια» που ανέβασε μαζί με τον Έκτορα Λυγίζο, ο Δημήτρης Καραντζάς επιλέγει να αλλάξει δεκαετία και πάλι με Τσέχοφ. «Είναι μακράν ο πιο αγαπημένος μου συγγραφέας. Έχω απορήσει πώς μέσα σε αυτά τα χρόνια δεν έχω ξανακάνει Τσέχοφ. Παρότι είχα προτείνει, σε διάφορες περιπτώσεις, δεν είχε προκύψει. Από τη μία έχει τρομερή κατανόηση για όλους και από την άλλη είναι ανελέητος με όλους. Τη μία στιγμή είναι τερατώδη αυτά τα πρόσωπα και την άλλη είναι τα πιο τρυφερά πλάσματα του κόσμου. Είναι όμως όλοι μες στην εμμονή τους. Ενώ θέλουν πολύ μια μετατόπιση, εξαιτίας τού πόσο κλειστοί είναι ως προς το τι θέλουν, δεν μπορούν να ακουμπήσουν ο ένας τον άλλο για να γίνει κάτι. Εδώ, ας πούμε, η Νατάσα είναι συνήθως η γραφική κακιά. Όμως και οι τρεις αδελφές έχουν μείνει σε μια ιντελιγκέντσια μιας άλλης εποχής, χωρίς να μπορούν να μετατοπισθούν καθόλου, και συμβαίνει μια αλλαγή μπροστά στα μάτια τους, την οποία καταλαβαίνουν όταν πια τις έχει διώξει από το σπίτι. Είναι κάτι το οποίο απλά κρίνουν και δεν μπορούν να πάνε καθόλου με τα νερά του. Το έργο ξεκινά από την τραπεζαρία, μετά πηγαίνει σε δωμάτιο, σε σοφίτα και καταλήγει στον κήπο, γιατί στο μεταξύ έχει εγκατασταθεί η Νατάσα. Σαν να φεύγει ένα ολόκληρο κύμα μιας εποχής που δεν μπορεί να αφομοιωθεί στο τώρα. Συμβαίνει συνέχεια, ανά τους αιώνες. Έχει σημασία για μένα ότι η Νατάσα έχει δίκιο από την πλευρά της».
Περί διαψεύσεων
Το έργο μιλά λοιπόν, μεταξύ άλλων, για τη διάψευση, την απογοήτευση από τη ζωή. Ρωτώ τον σκηνοθέτη τι τον έχει διαψεύσει από τον χώρο του θεάτρου, αν έχει φάει κάποιο γερό χαστούκι στη μέχρι τώρα πορεία του. Δεν μπορεί να ήταν όλα τόσο ρόδινα όσο φαίνονται στην περίπτωσή του! «Ορισμένες φορές μπορεί να αισθάνεσαι ότι με κάποιους ανθρώπους είσαι συγγενής στη δουλειά. Αυτή η δουλειά έχει κάτι πολύ ενωτικό γιατί επικοινωνείς, με έναν περίεργο τρόπο, και με αγνώστους. Μοιράζεσαι κάτι πολύ ουσιαστικό και μοιραία έρχεσαι πολύ κοντά. Συχνά αυτό έχει μια πλάνη γιατί νομίζεις ότι, ακόμα και με ανθρώπους που δουλεύεις εξακολουθητικά, έχεις έρθει πολύ κοντά, και βλέπεις ότι ανά πάσα στιγμή αυτό μπορεί να είναι τίποτα, να είναι στο μυαλό σου, και όσο εύκολα έγινε αυτή η ένωση, άλλο τόσο εύκολα μπορεί να έρθει μια απόσταση που δεν ξέρεις από πού ήρθε. Αυτή είναι η πιο μεγάλη διάψευση, γύρω από ανθρώπους της δουλειάς. Τα υπόλοιπα τα αντέχεις. Κι αυτό το αντέχω, αλλά λυπήθηκα όταν χάθηκα με ανθρώπους που αυτό το πράγμα δεν πατούσε σε πραγματικές βάσεις».
Η δεκαετία που έφυγε κι αυτή που έρχεται
Μόλις έχει τελειώσει η δύσκολη δεκαετία που τον ανέδειξε (και τον έφερε σε όλες τις λίστες των εγχώριων δημοσιογράφων με τις καλύτερες παραστάσεις, και μάλιστα με πολλές και διαφορετικές επιλογές). Ο Δημήτρης Καραντζάς κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας δεν σταμάτησε να δουλεύει, να σκηνοθετεί πολλές παραστάσεις κάθε σεζόν, αφήνοντας το ένα κλασικό έργο για να πιάσει το επόμενο, και καταφέρνοντας να θεωρείται, μαζί με μια χούφτα ακόμα δημιουργούς, ο καινούργιος, ο φρέσκος αέρας στο ελληνικό θέατρο. Πώς βίωσε όλη αυτή την απρόσκοπτη δημιουργία, τι του άφησε, και τι εύχεται για τη νέα δεκαετία;
«Είναι περίεργο γιατί όντως δεν ξέρεις με ποια πρόθεση ξεκινάς. Ξεκινάς με το πώς θες να κινηθείς γύρω από το θέατρο, με το τι σε ενδιαφέρει και τι υπάρχει πέρα από αυτό. Ορίζω ως κομβικό σημείο το 2014 που ήταν μαζί η Κεντρική της Στέγης, η Κεντρική του Εθνικού, η πρόσκληση από την Αβινιόν και η Επίδαυρος για πρώτη φορά – όλα έγιναν σε μία χρονιά. Όταν ξεκινάς δεν μπορείς ούτε να υποθέσεις ότι θα συμβούν όλα αυτά. Την ίδια στιγμή που έλεγα ότι δεν μπορώ να τα κάνω, την άλλη στιγμή σκεφτόμουν ότι μπορεί να μη μου ξαναπροκύψουν. Έκλεινα το τηλέφωνο κι έλεγα "παναγία μου, τι θα κάνω;". Δεν έχω σταματήσει να έχω το ίδιο άγχος. Ο λόγος που από του χρόνου θα έχω έναν χώρο δικό μου είναι γιατί θέλω να ησυχάσει λίγο το κομμάτι της οικονομικής ανασφάλειας. Δεν είναι αμελητέο, αλλά δεν μπορεί να είναι και ο λόγος για τον οποίο κάνεις αυτήν τη δουλειά. Αυτός ο κύκλος είναι κουραστικός. Πήγες στη Στέγη φέτος, θα σε πάρει ξανά σε δύο χρόνια, μετά θα πας στο Εθνικό... Εμπεριέχει ένα κομμάτι εξάντλησης, καλλιτεχνικής και ψυχικής. Σε αυτό τον νέο χώρο μια ευρεία ομάδα ανθρώπων θέλω να είναι ο πυρήνας. Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορώ να κάνω δύο παραστάσεις (τη σεζόν), στην καλύτερη μόνο μία. Το ψάχνω πάρα πολύ. Είναι σαν κι εγώ να παρασύρθηκα και να έκανα περισσότερα από όσα θα ήθελα και να είχα μια περιέργεια για το τι υπάρχει πέρα από αυτό. Έχω ακούσει διάφορες γνώμες ως προς τον λόγο που τα έκανα. Αν κανείς νομίζει ότι με τρεις σκηνοθεσίες, βγάζεις πολλά λεφτά, είναι πολύ πλανημένος. Ορισμένες φορές μπορεί και το να ασχολείσαι με τόσα πράγματα και να μην παίρνεις ανάσα να είναι απόρροια μιας άλλης πλευράς, ελλειμματικής, στην αντιμετώπιση της ζωής, που δεν αφορά κανέναν, και να βρίσκεις έτσι τις συνδέσεις με τους ανθρώπους που αναζητάς. Πάντως πέρασε μια δεκαετία που τελικά, και μέσα από τις αποτυχημένες απόπειρες και μέσα από τις επιτυχημένες, έχω πολύ πιο πλήρη εικόνα και για όσα με ενδιαφέρει να κάνω και για ό,τι δεν με ενδιαφέρει και για όσα μπορώ και για ό,τι δεν μπορώ. Οπότε, για μένα, όλη αυτή η δεκαετία ήταν πολύ χρήσιμη».
Ο νέος χώρος
«Είναι ένα άνοιγμα αλλά και μία ησυχία. Και μόνο το πολύ πρακτικό, ότι έχεις τα κλειδιά ενός χώρου και μπορείς να πας για πρόβα ό,τι ώρα θες, με όποιον θες, είναι πολύ σημαντικό. Θα είναι ένας προϋπάρχων, αμφιθεατρικός χώρος 200 θέσεων. Δεν ήθελα πιο μεγάλο, γιατί τότε βάζεις άλλες σκοτούρες στην πλάτη σου. Άρχισα να θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο πηγαίνοντας στο Κυκλάδων, το Αμόρε, το Θησείο, το Κεφαλληνίας, σε χώρους όπου ήξερα ότι είναι ένας άνθρωπος που κάνει αυτήν τη δουλειά. Κατά κάποιο τρόπο μου δημιουργεί κι εμένα μια συγκίνηση επιστροφής στη σημασία ενός χώρου που είναι κάτι συγκεκριμένο, που έχει ταυτότητα. Επειδή με ενδιαφέρει το αρχαίο δράμα δωματίου, με αφορμή τη "Μήδεια" που είχα κάνει, και το πώς επιστρέφεις στην τραγωδία με έμφαση στο επιχείρημα και όχι στη μεγάλη κλίμακα, όπου μπορείς να χάσεις πολλά πράγματα, θα κάνω πρώτα μια διασκευή του "Ιππόλυτου", τον Οκτώβριο, για αρχή, με τη Στεφανία Γουλιώτη, την Αλεξία Καλτσίκη, τη Θεοδώρα Τζήμου, τον Μιχάλη Σαράντη και τον Αναστάση Ροϊλό. Και μετά θα έχουμε πάλι Τσέχοφ, τον "Θείο Βάνια", από το 2021 –παρότι η φετινή παράσταση της Μαγκανάρη μου άρεσε πάρα πολύ– με τον Χρήστο Λούλη, τον Γιώργο Γάλλο, την Τζήμου, την Ηρώ Μπέζου, τον Χατζόπουλο. Επίσης έχει αποφασιστεί ότι τη δεύτερη σεζόν του νέου θεάτρου θα κάνω τον "Ριχάρδο Β'" με τον Χρήστο Λούλη. Μέχρι τότε έχω και την "Πάπισσα Ιωάννα" στη Λυρική. Το καλοκαίρι δεν θα δουλέψω γιατί αυτό το εγχείρημα έχει πολλά οργανωτικά θέματα».
Συνεργασία με τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου
«Φυσικά χαίρεσαι με την αποδοχή και προβληματίζεσαι με τη μη αποδοχή. Αλλά η πιο ουσιαστική αποδοχή είναι των ανθρώπων που θέλουν να δουλεύουν μαζί σου και σε στηρίζουν. Έχει πολύ μεγάλη αξία το ότι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συνεργάζονται μαζί μου κι εγώ μαζί τους. Γι' αυτό θέλω και στον νέο χώρο να είναι όλοι γύρω από αυτό τον πυρήνα, ώστε το εγχείρημα κάπου να οδηγήσει κι όχι να ψάχνω από την αρχή έναν τρόπο συνεννόησης, έναν κώδικα και μια αλφαβήτα».
Η παράσταση που θυμάται με μεγαλύτερη νοσταλγία
«Είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα, γιατί ήταν πολύ δύσκολη η πρόβα, αλλά τη θυμάμαι με νοσταλγία και θυμάμαι και τον εαυτό μου με νοσταλγία σε αυτή την πρόβα. Είναι ο "Κυκλισμός του Τετραγώνου", παρά τη δύσκολη συνεννόηση, επειδή ήταν πολύ μεγάλα όλα, πρώτη φορά με κάποιους ηθοποιούς, πολύ μεγάλη η σκηνή, δύσκολο το έργο».
*Κερδίστε 10 διπλές προσκλήσεις για την πρεμιέρα της Παρασκευής 17 Ιανουαρίου.
Μπείτε στο Instagram της LiFO (@lifomag) και στείλτε DM (direct message) γράφοντας «Τρεις Αδελφές» και το ονοματεπώνυμό σας.
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από την πρόβα της παράστασης
«Τρεις αδελφές»του Άντον Τσέχοφ
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης – Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Σύμβουλος δραματουργίας: Αντώνης Αντωνόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Ασημίνα Αναστασοπούλου
Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Ορφέας Αυγουστίδης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Νίκος Μάνεσης
Και οι Υβόννη Μαλτέζου και Δημήτρης Πιατάς
Θέατρο Βεάκη
Στουρνάρη 32, 210 5223522
Από 17/1
Τετ. & Κυρ. 19:00, Πέμ. 20:00, Παρ. 21:00, Σάβ. 18:00 & 21:00
Εισ.: 15-25 €