Όταν οι φίλοι και οι θαυμαστές έμαθαν ότι στα χειρόγραφα του Σολωμού δεν βρέθηκε μετά τον θάνατό του «τίποτε σχεδόν άρτιον και πλήρες από τον προσδοκώμενον θησαυρόν», βυθίστηκαν σε μεγάλη θλίψη, γράφει ο Κωστής Παλαμάς στη συγκινητική μελέτη του για τον εθνικό ποιητή.¹
Σχεδιάσματα στα ιταλικά, ατέλειωτα αποσπάσματα, στίχοι ατάκτως ερριμμένοι, στοχασμοί επί στοχασμών, παραλλαγές επί παραλλαγών, «ερείπια φανταστικών ναών και λείψανα μαγικών παλατιών», συνεχίζει ο Παλαμάς, ο οποίος στέκεται βαθιά προβληματισμένος και στενοχωρημένος απέναντι σε αυτό το μυστήριο: τι απέγιναν τα έργα «του μεγίστου των ποιητών της αναγεννωμένης Ελλάδας»; Τα κατέστρεψε χέρι βλάσφημο; Τα υπεξαίρεσε κακούργος υπολογισμός; Ή μήπως τα εξαφάνισε ο ίδιος ο ποιητής «εν στιγμή τις οίδε τίνος παροξυσμού»;
Οι μελετητές, βέβαια, σήμερα είναι σχεδόν πεπεισμένοι ότι δεν υπήρχε κανένα βλάσφημο χέρι. Απλώς, ο Σολωμός, φτάνοντας στη συγγραφική του ωριμότητα, απέφευγε συνειδητά να ολοκληρώνει τις ποιητικές συνθέσεις του. Και αυτό, όπως φαίνεται, ήταν μάλλον αποτέλεσμα αισθητικής τοποθέτησης ή, ακόμα, απόρροια μιας συνολικότερης στάσης απέναντι στην ποίηση – τη δική του θρησκεία. Ο καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Δημήτρης Δημηρούλης αναφέρει χαρακτηριστικά σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ αφιερωμένο στον Σολωμό: «Ως ρομαντικής ψυχοσύνθεσης ποιητής –με την έννοια του ευρωπαϊκού ρομαντισμού–,θεωρεί εκ των προτέρων ότι δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στο απόλυτο της τέχνης. Επομένως, το απόσπασμα, είτε το κάνει επειδή δεν μπορεί να τελειώσει κάτι είτε όχι, φέρει μέσα του τη ρομαντική αντίληψη ότι η τέχνη είναι αποσπασματική».
Ελάχιστα σημεία ερεθίζουν τη φαντασία και, αν πρόκειται να πορευτούμε καθαρά με τη δύναμη του λόγου, ούτε αυτός μας μαγνητίζει, εφόσον κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε τη μέγιστη ικανότητα επικοινωνίας των ηθοποιών με το κοινό, πράγμα που εδώ δεν επιτυγχάνεται.
Όσον αφορά τον Λάμπρο, για παράδειγμα, ο ίδιος ο Σολωμός γράφει στις σημειώσεις του ότι «δεν θα το τελειώσω αυτό το έργο». Δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με μια συνειδητή απόφαση. Το ημιτελές συνιστά μια επιλογή και, ακόμα σημαντικότερο, μια αξία. Μια χειρονομία. Έχει γραφτεί ότι το «Kubla Khan» του Κόλριτζ, το πιο διάσημο ποίημα-απόσπασμα της ρομαντικής περιόδου, συμβολίζει τα συντρίμμια της ζωής του Άγγλου ποιητή. Η άρνηση της ολοκλήρωσης φανερώνει μια βαθιά δυσπιστία προς τα ιδεώδη της ενότητας και της ομορφιάς. Τι είναι προτιμότερο, αναρωτιέται ο Κόλριτζ, ο άθικτος ή ο σπασμένος καθρέφτης; Αλλά δεν μπορεί να αποφασίσει: ο πρώτος αντικατοπτρίζει το ιδανικό, ο δεύτερος μια πιο αληθινή εκδοχή της πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ «άθικτη» ή «ολοκληρωμένη». Εμφανίζεται μπροστά μας αποσπασματικά, σε θραύσματα.²
Όπως σημειώνει ιδιοφυώς ο Παλαμάς: «Χωρίς αρχήν και χωρίς τέλος, ακόμη και στερούμενα αλληλουχίας, τα συντρίμματα αυτά περιβάλλονται με τη γοητεία των ονείρων... Επιβάλλονται με τη σεπτότητα των ερειπίων και με το μυστήριον των συμβόλων».
Έτσι κάπως εισέρχεται και ο αναγνώστης του Λάμπρου στον κόσμο του ποιήματος τούτου. Ο εφιάλτης μιας γυναίκας που βουλιάζει στο μανιασμένο πέλαγος. Το σάβανο της νεκρής θυγατέρας που φουσκώνει από τον άνεμο. Το αίμα που αναβλύζει από το χέρι της. Ο ερχομός του ήλιου, η μέρα της Λαμπρής, όπου «κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι» και οι πιστοί αγκαλιάζονται μπροστά στους αγίους. Τρία φαντάσματα που καταδιώκουν εμμονικά τον πατέρα τους μέσα στην εκκλησία. Κολλάνε πάνω του και τον φιλούν: «όσα εδώσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια». Είναι Ανάσταση, Δευτέρα Παρουσία και Κόλαση ταυτόχρονα. Στον Λάμπρο ούτε οι ένοχοι ούτε οι αθώοι γλιτώνουν την παραφροσύνη, τον θάνατο, την αυτοκτονία. Είναι ένα κείμενο βαθιά πεσιμιστικό. Παιδιά πεταμένα, κόρες παραπλανημένες, γυναίκες που χάνουν τα λογικά τους, άνδρες βλάσφημοι που κατηγορούν τον Δημιουργό τους... Και κάπου μακριά ένα όραμα αλλόκοτο, μια Αναδυομένη ίπταται πάνω από τα νερά της θάλασσας, λουσμένη στο φως του φεγγαριού.
«Ο Πολυλάς διέκρινε σωστά ότι το κύριο θέμα στον Λάμπρο ήταν από τη μια πλευρά το πάθος του άνδρα, η ισχυρή αντίστασή του στον ηθικό νόμο, και από την άλλη η εξαγνιστική καλοσύνη και αγάπη της γυναίκας. Και οι δύο πρωταγωνιστές συντρίβονται από το φορτίο τους» σημειώνει ο Στυλιανός Αλεξίου στον πρόλογο του έργου (εκδόσεις Στιγμή, 2014). Και πίσω από όλα αυτά υπάρχει, φυσικά, το ηλεκτροφόρο ζήτημα των νόθων παιδιών (όλα τα παιδιά του Λάμπρου και της Μαρίας ήταν νόθα) που, ως γνωστόν, συνιστούσε διαχρονικό και θεμελιώδες τραύμα για τον Σολωμό (ως τα εννιά του χρόνια δεν είχε αναγνωριστεί από τον πατέρα του). Ο πρόχειρος τίτλος του έργου, μας πληροφορεί ο Αλεξίου, ήταν «poema dei bastardelli» – «το ποίημα των μικρών νόθων».
Η αποσπασματική φύση του ποιήματος το καθιστά δύσκολο στην ανάγνωση και, φυσικά, στην κατανόηση. Είναι σαν να έχουν διασωθεί κομμάτια από ένα παζλ, τα οποία εμείς καλούμαστε να ενώσουμε, συμπληρώνοντας τα κενά, και να φανταστούμε όσα δεν περιγράφονται από την πένα του ποιητή. Η ανοιχτή αυτή φύση του έργου συνιστά μια γοητευτική πρόκληση για όλους όσοι επιδιώκουν να συναντηθούν μαζί του. Αν και, τρόπον τινά, όλοι οι αναγνώστες του Λάμπρου σκηνοθετούμε το ποίημα στο μυαλό μας, η Σοφία Μαραθάκη αποπειράθηκε να δώσει στη διαδικασία αυτή σάρκα και οστά, να την παρουσιάσει σκηνικά, ντύνοντάς τη με ήχους, εικόνες και σώματα.
Επιθυμώντας να καταστήσει κατανοητά τα τεκταινόμενα, η σκηνοθέτις παραθέτει αρχικά την «υπόθεση» του Λάμπρου, έτσι ώστε να γνωρίσουμε τα τρία βασικά πρόσωπα και την προϊστορία τους. Στη συνέχεια, τα επεισόδια αποδίδονται είτε μέσω αναπαράστασης –η σκηνή της αποπλάνησης και της αιμομιξίας–, είτε πιο ελεύθερα, εν είδει «μονολόγων» που ερμηνεύονται από τον ηθοποιό που έχει αναλάβει κάθε «ρόλο» (Λήδα Κουτσοδασκάλου-κόρη, Σοφία Μαραθάκη-Μαρία, Γιώργος Σύρμας-Λάμπρος) ή από εναρμονισμένα ντουέτα που μιλούν ταυτόχρονα.
Η σκηνή είναι μαυροφορεμένη, με μερικές προβολές βίντεο μόνο να δίνουν το εικαστικό στίγμα του κάθε επεισοδίου, πότε σε τόνο ρεαλιστικό (τα παράθυρα μιας εκκλησίας) και πότε πιο αφαιρετικό (οι μεγεθυμένες λεπτομέρειες μιας παραδοσιακής φορεσιάς). Ο εξαιρετικά χαμηλός φωτισμός, σε συνδυασμό με τη live κιθάρα και άλλους, ηλεκτρονικούς ήχους, φιλοδοξεί να μεταδώσει μια αίσθηση ονειρική, να καταστήσει ανάγλυφη μια «άλλη» διάσταση.
Δυστυχώς, παρά τις ευγενείς προθέσεις, το ποίημα φτάνει μετά δυσκολίας ως εμάς. Το ζήτημα δεν είναι κατά πόσο ο θεατής αντιλαμβάνεται την «υπόθεση» του Λάμπρου αλλά κατά πόσο καταφέρνει να εισπράξει την ουσία του έργου, τον ζοφερό, εφιαλτικό πυρήνα του. Η παράσταση αρκείται σε μια επιδερμική δημιουργία «ατμόσφαιρας», βασισμένη σε τετριμμένους κώδικες –λίγο σκοτάδι, λίγη κιθάρα και τρεις χορευτικές κινήσεις–, και αδυνατεί να ταρακουνήσει το ασυνείδητο, τις αισθήσεις, το θυμικό μας, να δημιουργήσει ένα δικό της, βαθιά επεξεργασμένο σύμπαν.
Ελάχιστα σημεία ερεθίζουν τη φαντασία και, αν πρόκειται να πορευτούμε καθαρά με τη δύναμη του λόγου, ούτε αυτός μας μαγνητίζει, εφόσον κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε τη μέγιστη ικανότητα επικοινωνίας των ηθοποιών με το κοινό, πράγμα που εδώ δεν επιτυγχάνεται. Τι σημαίνει «απόσπασμα» και τι «νόθος»; Πώς εξερευνώνται οι έννοιες αυτές σε σκηνικό, ερμηνευτικό ή μουσικό επίπεδο;
Η απόδοση της ποίησης με θεατρικούς όρους συνιστά άθλο, εφόσον, ως γνωστόν, δεν είναι αυτός ο αρχικός της προορισμός. Μονάχα η ορμή, το πάθος και η μεγάλη ευκρίνεια ενός προσωπικού σκηνοθετικού οράματος μπορούν να φέρουν εις πέρας μια τόσο δύσκολη αποστολή. Τα στοιχεία αυτά απουσιάζουν από την εν λόγω παράσταση, η οποία κινείται σε ένα χλιαρό μεταίχμιο, χάνεται σε μια ρομαντική ασάφεια.
1. Kωστής Παλαμάς, «Διονύσιος Σολωμός», εκδόσεις Εστία, 1981
2. Andrew Allport, «The romantic fragment poem and the performance of form»
Διονύσιος Σολωμός
Ο Λάμπρος
Σκηνοθεσία: Σοφία Μαραθάκη
Πρωταγωνιστούν: Λήδα Κουτσοδασκάλου, Σοφία Μαραθάκη, Γιώργος Σύρμας
Μουσικός επί σκηνής: Βασίλης Τζαβάρας
Σκηνικό-Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική: Βασίλης Τζαβάρας
Έως 19/1
Θέατρο του Νέου Κόσμου
Κάτω Χώρος, Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Φιξ, 210 9212900
Πέμ. 21:15, Παρ. 21:15, Σάβ. 21:15, Κυρ. 18:30,
Εισ.: 10-15 ευρώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια