O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή

O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή Facebook Twitter
Αλέξης Μινωτής (Μακμπέθ) και οι τρεις μάγισσες, 1967.
0

Μια μεγάλη και ατελείωτη αγωνία. Ένας φόβος που νομοτελειακά καταλήγει εφιάλτης. Ένας βασιλιάς ιδανικό υποχείριο της γυναίκας του. Ένας μανιασμένος και θιγμένος άνδρας που σκορπάει τον θάνατο. Μια βασίλισσα που τον σπρώχνει στο αίμα μέσω ανήθικων εξαναγκασμών. Πανούργες μάγισσες που οσμίζονται αίμα και κατευθύνουν τους δαίμονες των θνητών. Αποφάσεις που συνθλίβονται από τη συνειδητοποίηση «καλύτερα να μην ήξερα ποιος είμαι, παρά να ξέρω τι έχω κάνει». Και πίσω απ' όλα ο πόθος για την εξουσία που φωνάζει «Το αίμα θέλει αίμα», αλλά τελικά κομματιάζεται από την αμφιβολία.

Το περίφημο «καταραμένο» έργο του Σαίξπηρ είναι ένα «παραμύθι» για τη βία, για την ηδονή, για την εξουσία, για την τρέλα και κυρίως για τη μήτρα που τα γεννά όλα αυτά. Γραμμένο σε μια περίοδο πολιτικής και ηθικής κρίσης, αποτυπώνει τη μεγάλη τραγωδία του ανθρώπου που δυσκολεύεται να διακρίνει το καλό από το κακό, την επιθυμία από τον φόβο, το φως από το σκοτάδι. Το κυνήγι της εξουσίας, η ανασφάλεια και ο φόβος μήπως αυτή χαθεί οδηγούν στα μεγαλύτερα εγκλήματα.

Για τη συγγραφή του «Μακμπέθ» ο Σαίξπηρ αντλεί έμπνευση από πραγματικά πρόσωπα, τον στρατηγό Μακμπέθ του βασιλιά Ντάνκαν Α' της Σκωτίας των αρχών του 10ου αιώνα, χωρίς, ωστόσο, να μένει δέσμιος της ιστορικής αλήθειας.

• Ο «Μακμπέθ» είναι από τα μικρότερα έργα που έγραψε ο Σαίξπηρ και πιστεύεται ότι γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606. Στην πραγματικότητα, μόνο η «Κωμωδία με πλάνες» είναι συντομότερη. Το πιθανότερο είναι πως το ίδιο το έργο επέβαλε αυτήν τη διάρκεια, καθώς η ένταση της μοιραίας δράσης απαιτεί γρήγορη διαδοχή των επεισοδίων. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η απουσία ύβρεων και αισχρολογιών, συνέπεια ενός νόμου για τον περιορισμό των προσβολών εκ μέρους των ηθοποιών που ψηφίστηκε στο Κοινοβούλιο το Μάρτιο του 1603 και απαγόρευε τις εκφράσεις ασέβειας ή βλασφημίας στο δημόσιο θέατρο.

O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή Facebook Twitter
Αλέξης Μινωτής (Μακμπέθ), Κατίνα Παξινού (λαίδη Μακμπέθ).

• Για τη συγγραφή του «Μακμπέθ» ο Σαίξπηρ αντλεί έμπνευση από πραγματικά πρόσωπα, τον στρατηγό Μακμπέθ του βασιλιά Ντάνκαν Α' της Σκωτίας των αρχών του 10ου αιώνα, χωρίς, ωστόσο, να μένει δέσμιος της ιστορικής αλήθειας. Στην πραγματικότητα, η συγγραφή του έργου μοιάζει να είναι η απάντηση του συγγραφέα στην ταραγμένη επικαιρότητα της εποχής του.

«Ο "Μακμπέθ" σχεδιάστηκε για να ψυχαγωγήσει τους πάντες. Για το κοινό των αρχών του 17ου αιώνα τι θα μπορούσε να είναι πιο ελκυστικό από τον συνδυασμό του βασιλικού προσώπου με το μυστήριο; Πρόκειται για ένα έργο που απαιτούσε μια σχεδόν κέλτικη αίσθηση της μοίρας και του υπερφυσικού. Γι' αυτό ηθοποιοί αρνούνται να το κατονομάσουν ως "Μακμπέθ", αλλά μέχρι σήμερα εξακολουθούν να κάνουν λόγο για το "σκωτσέζικο έργο"» αναφέρει ο Πίτερ Ακρόιντ στη βιογραφία του Σαίξπηρ.

• Ας δούμε την υπόθεση: Ο Μακμπέθ είναι στρατηγός του Σκώτου βασιλιά Ντάνκαν. Επιστρέφει από το μέτωπο νικητής και διψασμένος για εξουσία. Υποκινείται από τη σύζυγό του, το πεπρωμένο του αλλά και τρεις μάγισσες που τον διαβεβαιώνουν ότι είναι γραφτό του να γίνει βασιλιάς. Ωστόσο, για να το καταφέρει θα πρέπει να δολοφονήσει το νόμιμο ηγεμόνα. Η αχαλίνωτη φιλοδοξία του «κουμπώνει» με την υποταγή στην προφητεία των μαγισσών και το φονικό ψηφιδωτό αρχίζει να φτιάχνεται, καθώς δολοφονούνται ένας ένας οι μάρτυρες των εγκλημάτων του και εν συνεχεία όποιος τον υποψιάζεται για έγκλημα.

«Τολμάω όλα όσα αρμόζει να κάνει ο άντρας, γιατί εκείνος που τολμάει πιο πολλά δεν είναι άντρας» παραδέχεται καθώς οδηγείται σε αλλεπάλληλα, αποτρόπαια εγκλήματα. Ο ένας φόνος οδηγεί στον επόμενο, αλλά στο τέλος η πτώση θα είναι σφοδρή.

• Ο Πίτερ Ακρόιντ επιμένει επίσης πως ως παιδί ο Σαίξπηρ άκουγε για μάγισσες που προκαλούσαν θύελλες και για νεράιδες της Ουαλίας που κρύβονταν στα χελιδονόχορτα. Σε όλη του τη ζωή ο συγγραφέας είχε μια πολύ αγγλική αίσθηση του υπερφυσικού και του θαυμαστού, προτίμηση που συμβαδίζει απόλυτα με μιαν αγάπη για τη φρίκη και τον εντυπωσιασμό σε όλες του τις μορφές. Έτσι, στον «Μακμπέθ» εισάγει φαντάσματα και μάγισσες σε έργο ιστορικού περιεχομένου, κάνει αισθητή την παρουσία φαντασμάτων και περιγράφει τις αιματοχυσίες.

O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή Facebook Twitter
Δημήτρης Παπαμιχαήλ (Μακμπέθ), Ελένη Χατζηαργύρη (λαίδη Μακμπέθ).

• Η πρώτη παρουσίαση του «Μακμπέθ» στο Εθνικό Θέατρο ήταν το 1967 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, με τον ίδιο στον ομώνυμο ρόλο και την Κατίνα Παξινού σε εκείνον της λαίδης Μακμπέθ. «Περισσότερο ίσως από κάθε άλλη τραγωδία του Σαίξπηρ, ο "Μακμπέθ" αναδεύει μέσα σε μια θολή ατμόσφαιρα ακράτητου πάθους (για την εξουσία) και ασφυκτικής σύνθλιψης του ανθρώπου από το πάθος αυτό. Και τα δύο μαζί φέρνουν με άγριο καλπασμό στην κόλαση όπου βυθίζονται όχι μόνο τα ματωμένα, τυραννούμενα θύματα, αλλά προπάντων οι ίδιοι οι ανελέητοι θύτες, ο Μακμπέθ και η γυναίκα του, που τελικά καταντούν τα πιο άθλια θύματα του εαυτού τους. Αυτός ο "οίστρος ακολασίας" δεν δόθηκε στην προχθεσινή παράσταση» έγραφε στο «Βήμα» της εποχής ο Μάριος Πλωρίτης σε μια κριτική με τίτλο «Πάθος και κόλαση».

Αντιθέτως, ο Βάσος Βαρίκας σημείωνε στα «Νέα»: «Ο Μινωτής, ενσαρκώνοντας τον κεντρικό ήρωα, έδωσε στην ερμηνεία του την αυθεντικότητα της παρουσίας ενός καλλιτέχνη για τον οποίο η τεχνική δεν έχει μυστικά, αλλά γίνεται στα χέρια του εύπλαστο όργανο έκφρασης ή υποβολής και των πλέον αδιόρατων μεταπτώσεων».

• Η δεύτερη παρουσίαση ήταν το 1981, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον ομώνυμο ρόλο και την Ελένη Χατζηαργύρη στο ρόλο της λαίδης Μακμπέθ. «Αγαπώ το έργο, μα και το φοβούμαι. Το αγαπώ, γιατί ήταν η πρώτη σαιξπηρική τραγωδία που διάβασα στη γλώσσα της. Το φοβούμαι γιατί είναι το πιο δύσκολο ίσως από όλα τ' άλλα του Βάρδου, μα και γιατί κουβαλάει το στίγμα μιας πρόληψης: πως ποτέ δεν πέτυχε.

Σε κάποια παλιότερη δεκαετία είχα γράψει πως έβλεπα το ζεύγος Μακμπέθ σαν το ζεύγος Περόν της Αργεντινής. Αυτή η αναφορά στη σύγχρονη τότε επικαιρότητα δεν σημαίνει βέβαια πως προφήτευα την Εβίτα, ούτε πως θα αντιμετώπιζα το σαιξπηρικό έργο σαν μουσικοχορευτικό υπερθέαμα. Κι όμως, όσο παράξενο και αν μας φαίνεται, σαν τέτοιο το είδε αρκετά συχνά η θεατρική του ιστορία» έγραφε τότε στο πρόγραμμα της παράσταση ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός.

Στο ίδιο κείμενο, επιχειρώντας μια σύγκριση ανάμεσα στα δύο «τέρατα» πρωταγωνιστές, αναφέρει: «Της λαίδης η φαντασία δεν είναι μονάχα να εξουσιάζει. Είναι να έχει στο πλευρό της έναν γίγαντα. Η φαντασία αυτή όχι μόνο θρέφει έρωτα και θαυμασμό, μα και στεργιώνει ένα πείσμα και μια ατσαλένια δύναμη που εξαγιάζουν ακόμα και το έγκλημα. Μονάχα όταν αντιληφθεί πως "το παλτό του γίγαντα το φοράει ένας νάνος", για να θυμηθούμε μια φράση του έργου, θαυμασμός, έρωτας και οράματα μεγαλείου μαραζώνουν και πεθαίνουν, μη έχοντας πια κανένα στόχο».

• Βασισμένη στον «Μακμπέθ», όμως, είναι και μια αριστουργηματική ταινία με την υπογραφή ενός μετρ της εικαστικής τελειότητας: «Ο θρόνος του αίματος» του Ακίρα Κουροσάβα (1957). Η υποβλητική δύναμη του έργου μεταφέρεται στον ιαπωνικό μεσαίωνα, ο αιμοσταγής ήρωας (στρατηγός Τακετόρι Ουασίντζου) υιοθετεί τις δραματουργικές προσταγές του θεάτρου Νο, ο ιαπωνικός πολιτισμός και τα μεταφυσικά στοιχεία αναμετριούνται με το παρελθόν της Σκωτίας και ο μέγας σκηνοθέτης καταθέτει μια αξεπέραστη ταινία.

Κατά τα άλλα, με την κατάρα του «Μακμπέθ» συνομίλησαν στις δικές τους κινηματογραφικές μεταφορές ο Όρσον Γουέλς (γύρισε την ταινία το 1948 σε 23 ημέρες και με προϋπολογισμό μόλις 700.000 δολάρια), ο Ρομάν Πολάνσκι (το 1971, ήταν μάλιστα η πρώτη του ταινία μετά τη βίαιη δολοφονία της συζύγου του Σάρον Τέιτ) και πιο πρόσφατα ο Τζάστιν Κουρζέλ, που έδωσε στους Μάικλ Φασμπέντερ και Μαριόν Κοτιγιάρ τους ρόλους του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, και τώρα ο Τζόελ Κοέν, με τους Ντένζελ Γουόσινγκτον και Φράνσις Μακντόρμαντ να πρωταγωιστούν στο «The Tragedy of Macbeth».

O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή Facebook Twitter
Βασισμένη στον «Μακμπέθ», όμως, είναι και μια αριστουργηματική ταινία με την υπογραφή ενός μετρ της εικαστικής τελειότητας: «Ο θρόνος του αίματος» του Ακίρα Κουροσάβα (1957).

• Ποτισμένες από τα φίλτρα και τις προσταγές των μαγισσών, οι σελίδες του «Μακμπέθ» κουβαλούν τους δικούς τους μύθους. Για παράδειγμα, θεωρείται τόσο καταραμένο το κείμενο, που οι συντελεστές της εκάστοτε παράστασης αποφεύγουν να προφέρουν τον τίτλο του σαιξπηρικού έπους μέσα στο θέατρο.

Η διαδεδομένη αυτή πρόληψη, η οποία ασφαλώς δεν αποθάρρυνε τους κορυφαίους της υποκριτικής να αναμετρηθούν μαζί του (δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς πως οι τρεις κορυφαίες ερμηνείες στις αγγλικές σκηνές είναι αυτές των Λόρενς Ολίβιε το 1955, Ίαν ΜακΚέλεν το 1976 και Άντονι Σερ το 1999), οφείλεται στην πεποίθηση ότι ο Σαίξπηρ χρησιμοποίησε στο κείμενό του πραγματικά ξόρκια. Επίσης, καθώς στα μάγια πάντα αναζητάμε το αντίδοτο, αν κάποιος ξεχαστεί και πει «Μακμπέθ» στο θέατρο, η «γιατρειά» έρχεται από την απαγγελία ενός στίχου από τον «Άμλετ» ή έστω από τον «Έμπορο της Βενετίας».

• Έχουμε, όμως, και οπερατική εκδοχή του σαιξπηρικού έργου, ένα ακόμα έπος που μας κληροδότησε ο Τζουζέπε Βέρντι. Το έργο, στην πρώτη του εκδοχή, γιατί αργότερα ακολούθησαν διάφορες παρεμβάσεις από τον συνθέτη, έκανε τελικά πρεμιέρα στο Τεάτρο ντέλλα Πέργκολα της Φλωρεντίας, στις 14 Μαρτίου 1847, και η πρεμιέρα υπήρξε ένας πραγματικός θρίαμβος.

Το κοινό υποχρέωσε τους τραγουδιστές να επαναλάβουν τρία μουσικά μέρη και ο Βέρντι κλήθηκε στη σκηνή 25, κατ' άλλους 38 ή και 52 φορές. Οι λιγοστές επιφυλάξεις δεν αφορούσαν τη μουσική αλλά το θέμα, καθώς οι Ιταλοί θεωρούσαν πως η δουλειά ενός συμπατριώτη τους μουσουργού δεν ήταν να αναζητά ξένα, φανταστικά θέματα, αλλά να παντρεύει την ιδιοφυΐα του με τις παραδόσεις του λαού του.

Παρ' όλα αυτά, η προετοιμασία του υπήρξε μια πραγματική κόλαση για τους συνεργάτες του Βέρντι. Στα απομνημονεύματά της, η Μαριάννα Μπαρμπιέρι Νινί, πρώτη λαίδη Μακμπέθ, θυμάται πως ο μέγας συνθέτης υποχρέωσε αυτήν και τον Βαρέζι, που είχε επιφορτιστεί με τον ομώνυμο ρόλο, να επαναλάβουν το ντουέτο της πρώτης πράξης 150 φορές. Αντίστοιχα, οι υποδείξεις του συνθέτη για τον ρόλο του Μακμπέθ ήταν να τραγουδά sotto voce, δηλαδή χαμηλόφωνα: «Δεν θα πάψω να σου υπενθυμίζω να μελετάς το κείμενο και τη σκηνική ερμηνεία. Η μουσική θα έρθει από μόνη της» του έλεγε.

«Έχω σχεδόν ξεχάσει τι γεύση έχει ο φόβος. Παλιότερα οι αισθήσεις μου παγώναν όταν άκουγα κραυγή τη νύχτα και μια ιστορία τρομακτική έκανε τα μαλλιά μου να ορθώνονται λες κι ήταν ζωντανά. Τη χόρτασα τη φρίκη: ο τρόμος είναι πια οικείος στις φονικές μου σκέψεις, που δεν μπορεί να με ταράξει».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 9.2.2020

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

The tragedy of Macbeth

Οθόνες / «The Tragedy of Macbeth»: Υποβλητικός, τρομακτικός Σαίξπηρ διά χειρός Τζόελ Κοέν

Εγκλωβισμένοι σε μια ερμητική, καμένη γη, οι σαιξπηρικοί αντι-ήρωες του άκυρου θριάμβου του Μάκβεθ ταιριάζουν απόλυτα στο πεπρωμένο της τραγικής ειρωνείας του σύμπαντος του Τζόελ Κοέν.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η δικαίωση των πιο διάσημων Μαγισσών από τη Σκωτία που ενέπνευσαν τον Σαίξπηρ

Πολιτισμός / Η δικαίωση των πιο διάσημων Μαγισσών από τη Σκωτία που ενέπνευσαν τον Σαίξπηρ

Η Σκωτία εξετάζει το ενδεχόμενο να δώσει χάρη σε χιλιάδες κατηγορούμενες «μάγισσες» και να αθωώσει χιλιάδες γυναίκες και άνδρες που στοχοποιήθηκαν σε κυνήγι μαγισσών κατά τον 16ο έως τον 18ο αιώνα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Τρωίλος και Χρυσηίδα»: Η Μαρία Πανουργιά σκηνοθετεί ένα σαιξπηρικό έργο για την παρακμή και τη λαγνεία

Θέατρο / «Τρωίλος και Χρυσηίδα»: Η Μαρία Πανουργιά σκηνοθετεί ένα σαιξπηρικό έργο για την παρακμή και τη λαγνεία

H Μαρία Πανουργιά μιλά για την πορεία της στο θέατρο, για την επιλογή ενός λιγότερο γνωστού έργου του Σαίξπηρ, με φόντο τον Τρωικό Πόλεμο, και για όσα επηρεάζουν την τέχνη και την καθημερινότητά της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΛΟΥΙΖΑ ΜΗΤΣΑΚΟΥ

Θέατρο / Λουίζα Μητσάκου: «Μεταφράζω σαν ηθοποιός κι όχι σαν διανοούμενη»

Θαυμάσιες μεταφράσεις της, κυρίως από το γαλλικό κλασικό θέατρο, έχουν ακουστεί στα ελληνικά από μερικούς από τους σημαντικότερους ηθοποιούς μας σε ιστορικές παραστάσεις: Η Λουίζα Μητσάκου μιλά στη LiFO με αφορμή τη διασκευή της στον «Κουρέα της Σεβίλλης».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή ούτε αιρετική»

Θέατρο / «Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή, ούτε αιρετική»

Μετά την Ορέστεια του Στρίντμπεργκ και τις πρόβες για το έργο του Βασίλη Βηλαρά, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για προσδοκίες και αποφάσεις, για επιτυχίες και απορρίψεις, για το «σύστημα» μέσα στο οποίο δουλεύει και για όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Με Μαρμαρινό, Κουρεντζή, Ράσσε, Mouawad και Ζυλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Πολιτισμός / Μαρμαρινός, Κουρεντζής, Ράσε, Mouawad και Ζιλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Καλλιτέχνες με ιστορικό ίχνος στην Επίδαυρο θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους δίπλα σε ξένους και άλλους Έλληνες δημιουργούς, ενώ στις 19 Ιουλίου θα ακούσουμε την ορχήστρα Utopia υπό τη διεύθυνση του Θ. Κουρεντζή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει τον εαυτό του;      

Θέατρο / Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει επιτυχημένα τον εαυτό του;      

«Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις» – Κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση «Merde!» των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη

Θέατρο / «Έχω νιώσει ακατάλληλος και παρωχημένος δεινόσαυρος μέσα στο θεατρικό τοπίο που αλλάζει»

Με αφορμή το έργο του Μπέρνχαρντ «Η δύναμη της συνήθειας», ο Γιάννος Περλέγκας μιλά με ταπεινότητα και πάθος για το θέατρο, με το οποίο συνεχίζει να παλεύει και που διαρκώς τον νικά. Αυτό, όμως, είναι που τον κρατά ζωντανό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Άρης Χριστοφέλλης

Όπερα / «Ακόμα και όσοι θαυμάζουν σχεδόν ειδωλολατρικά την Κάλλας, λίγα γνωρίζουν για την τέχνη της»

Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, επιστημονικός σύμβουλος του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η θρυλική σοπράνο παραμένει μια ανυπέρβλητη καλλιτέχνιδα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Θέατρο / Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Ποια είναι τα προσωπικά της στοιχήματα και ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού - η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτή τη θέση από το 1994.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η Κληρονομιά μας, ένα πανόραμα της και της ιστορίας των γκέι ανδρών

Θέατρο / «Η κληρονομιά μας»: Η ιστορία της gay κοινότητας γίνεται ένα συγκινητικό θεατρικό έργο

Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθετεί το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Μάθιου Λόπεζ, ένα έργο με αφετηρία την γκέι ζωή που αφορά την αγάπη και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, είτε ομόφυλες είτε ετερόφυλες, τα όνειρα, τους φόβους και τα ματαιωμένα σχέδια. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια απρόβλεπτη συζήτηση για τη σεξουαλικότητα με τη Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Θέατρο / Γαλήνη Χατζηπασχάλη: «Δεν μιλάμε για τα σεξουαλικά βοηθήματα κι ας πουλιούνται εκατομμύρια δονητές»

Πρωταγωνιστεί στο «Στο διπλανό δωμάτιο ή το έργο του δονητή», μια παράσταση που φωτίζει το πώς, ακόμη και σήμερα, δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε ανοιχτά για το σεξ. Με αφορμή το έργο, κάναμε μια απρόβλεπτη συζήτηση με την αγαπημένη ηθοποιό για τα ταμπού, την εμμηνόπαυση και τη γυναικεία σεξουαλική χειραφέτηση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Mάνα Κουράγιο στο Εθνικό: Πόσο «κουράγιο» πια;

Θέατρο / Mάνα Κουράγιο στο Εθνικό: Πόσο «κουράγιο» πια;

Mια επιμελής εικονογράφηση του μπρεχτικού αριστουργήματος εκτυλίσσεται ενώπιόν μας, χωρίς να δονείται από καμία εσωτερική αναγκαιότητα - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Βαρόνος “Φ”»: Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Θέατρο / Ένας καταχρεωμένος «ευγενής» σε μια τρελή κωμωδία εξαπάτησης

Πιάνοντας το νήμα από την ιδέα μιας καυστικής κωμωδίας ηθών του 1870 που μιλά για την απάτη, η ιστορία ενός ψευτοευγενούς στην παράσταση «Βαρόνος “Φ”» φτάνει στη σύγχρονη υποκρισία και στον εαυτό που θέλουμε να δείχνουμε στην κοινωνία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ΜΑΜΙ είναι ένα ποίημα για τις ζωές των γυναικών

Θέατρο / «ΜΑΜΙ»: Εικόνες από τη ζωή μιας μητέρας

Το ποιητικό σύμπαν του 26χρονου σκηνοθέτη που μας μάγεψε με το «Goodbye Linditta», εστιάζει αυτήν τη φορά στην ιστορία μιας γυναίκας μέσα από τα μάτια ενός αγοριού που δεν θέλει να τη θεοποιήσει αλλά να την παρατηρήσει.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Θέατρο / O Τομά Ζολί στην Αθήνα: Ποιος είναι ο προκλητικός, ανατρεπτικός τελετάρχης των Ολυμπιακών Αγώνων

Ο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης της τελετής έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, που έγινε διάσημος για τις φιλόδοξες, μεγαλειώδεις παραστάσεις του, πιστεύει απόλυτα στη μαγική δύναμη του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Αντικείμενα»: Μια παράσταση για τη υπόθεση των αδερφών Παπέν

Θέατρο / Μια παράσταση για τις εξουσιαστικές σχέσεις και ένα φρικτό έγκλημα

Στην παράσταση «Αντικείμενα», ο Γιάννης Αποσκίτης, ο Γιώργος Κατσής και ο Πάνος Παπαδόπουλος αφηγούνται με ένα δικό τους πρωτότυπο έργο μια ιστορία που κρύβεται στην υπόθεση των αδερφών Παπέν, αλλά δεν έχει ακόμα γραφτεί.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή

Πέθανε Σαν Σήμερα / Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή στο ελληνικό θέατρο

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη, φιλόλογο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ