O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή

O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή Facebook Twitter
Αλέξης Μινωτής (Μακμπέθ) και οι τρεις μάγισσες, 1967.
0

Μια μεγάλη και ατελείωτη αγωνία. Ένας φόβος που νομοτελειακά καταλήγει εφιάλτης. Ένας βασιλιάς ιδανικό υποχείριο της γυναίκας του. Ένας μανιασμένος και θιγμένος άνδρας που σκορπάει τον θάνατο. Μια βασίλισσα που τον σπρώχνει στο αίμα μέσω ανήθικων εξαναγκασμών. Πανούργες μάγισσες που οσμίζονται αίμα και κατευθύνουν τους δαίμονες των θνητών. Αποφάσεις που συνθλίβονται από τη συνειδητοποίηση «καλύτερα να μην ήξερα ποιος είμαι, παρά να ξέρω τι έχω κάνει». Και πίσω απ' όλα ο πόθος για την εξουσία που φωνάζει «Το αίμα θέλει αίμα», αλλά τελικά κομματιάζεται από την αμφιβολία.

Το περίφημο «καταραμένο» έργο του Σαίξπηρ είναι ένα «παραμύθι» για τη βία, για την ηδονή, για την εξουσία, για την τρέλα και κυρίως για τη μήτρα που τα γεννά όλα αυτά. Γραμμένο σε μια περίοδο πολιτικής και ηθικής κρίσης, αποτυπώνει τη μεγάλη τραγωδία του ανθρώπου που δυσκολεύεται να διακρίνει το καλό από το κακό, την επιθυμία από τον φόβο, το φως από το σκοτάδι. Το κυνήγι της εξουσίας, η ανασφάλεια και ο φόβος μήπως αυτή χαθεί οδηγούν στα μεγαλύτερα εγκλήματα.

Για τη συγγραφή του «Μακμπέθ» ο Σαίξπηρ αντλεί έμπνευση από πραγματικά πρόσωπα, τον στρατηγό Μακμπέθ του βασιλιά Ντάνκαν Α' της Σκωτίας των αρχών του 10ου αιώνα, χωρίς, ωστόσο, να μένει δέσμιος της ιστορικής αλήθειας.

• Ο «Μακμπέθ» είναι από τα μικρότερα έργα που έγραψε ο Σαίξπηρ και πιστεύεται ότι γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606. Στην πραγματικότητα, μόνο η «Κωμωδία με πλάνες» είναι συντομότερη. Το πιθανότερο είναι πως το ίδιο το έργο επέβαλε αυτήν τη διάρκεια, καθώς η ένταση της μοιραίας δράσης απαιτεί γρήγορη διαδοχή των επεισοδίων. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η απουσία ύβρεων και αισχρολογιών, συνέπεια ενός νόμου για τον περιορισμό των προσβολών εκ μέρους των ηθοποιών που ψηφίστηκε στο Κοινοβούλιο το Μάρτιο του 1603 και απαγόρευε τις εκφράσεις ασέβειας ή βλασφημίας στο δημόσιο θέατρο.

O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή Facebook Twitter
Αλέξης Μινωτής (Μακμπέθ), Κατίνα Παξινού (λαίδη Μακμπέθ).

• Για τη συγγραφή του «Μακμπέθ» ο Σαίξπηρ αντλεί έμπνευση από πραγματικά πρόσωπα, τον στρατηγό Μακμπέθ του βασιλιά Ντάνκαν Α' της Σκωτίας των αρχών του 10ου αιώνα, χωρίς, ωστόσο, να μένει δέσμιος της ιστορικής αλήθειας. Στην πραγματικότητα, η συγγραφή του έργου μοιάζει να είναι η απάντηση του συγγραφέα στην ταραγμένη επικαιρότητα της εποχής του.

«Ο "Μακμπέθ" σχεδιάστηκε για να ψυχαγωγήσει τους πάντες. Για το κοινό των αρχών του 17ου αιώνα τι θα μπορούσε να είναι πιο ελκυστικό από τον συνδυασμό του βασιλικού προσώπου με το μυστήριο; Πρόκειται για ένα έργο που απαιτούσε μια σχεδόν κέλτικη αίσθηση της μοίρας και του υπερφυσικού. Γι' αυτό ηθοποιοί αρνούνται να το κατονομάσουν ως "Μακμπέθ", αλλά μέχρι σήμερα εξακολουθούν να κάνουν λόγο για το "σκωτσέζικο έργο"» αναφέρει ο Πίτερ Ακρόιντ στη βιογραφία του Σαίξπηρ.

• Ας δούμε την υπόθεση: Ο Μακμπέθ είναι στρατηγός του Σκώτου βασιλιά Ντάνκαν. Επιστρέφει από το μέτωπο νικητής και διψασμένος για εξουσία. Υποκινείται από τη σύζυγό του, το πεπρωμένο του αλλά και τρεις μάγισσες που τον διαβεβαιώνουν ότι είναι γραφτό του να γίνει βασιλιάς. Ωστόσο, για να το καταφέρει θα πρέπει να δολοφονήσει το νόμιμο ηγεμόνα. Η αχαλίνωτη φιλοδοξία του «κουμπώνει» με την υποταγή στην προφητεία των μαγισσών και το φονικό ψηφιδωτό αρχίζει να φτιάχνεται, καθώς δολοφονούνται ένας ένας οι μάρτυρες των εγκλημάτων του και εν συνεχεία όποιος τον υποψιάζεται για έγκλημα.

«Τολμάω όλα όσα αρμόζει να κάνει ο άντρας, γιατί εκείνος που τολμάει πιο πολλά δεν είναι άντρας» παραδέχεται καθώς οδηγείται σε αλλεπάλληλα, αποτρόπαια εγκλήματα. Ο ένας φόνος οδηγεί στον επόμενο, αλλά στο τέλος η πτώση θα είναι σφοδρή.

• Ο Πίτερ Ακρόιντ επιμένει επίσης πως ως παιδί ο Σαίξπηρ άκουγε για μάγισσες που προκαλούσαν θύελλες και για νεράιδες της Ουαλίας που κρύβονταν στα χελιδονόχορτα. Σε όλη του τη ζωή ο συγγραφέας είχε μια πολύ αγγλική αίσθηση του υπερφυσικού και του θαυμαστού, προτίμηση που συμβαδίζει απόλυτα με μιαν αγάπη για τη φρίκη και τον εντυπωσιασμό σε όλες του τις μορφές. Έτσι, στον «Μακμπέθ» εισάγει φαντάσματα και μάγισσες σε έργο ιστορικού περιεχομένου, κάνει αισθητή την παρουσία φαντασμάτων και περιγράφει τις αιματοχυσίες.

O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή Facebook Twitter
Δημήτρης Παπαμιχαήλ (Μακμπέθ), Ελένη Χατζηαργύρη (λαίδη Μακμπέθ).

• Η πρώτη παρουσίαση του «Μακμπέθ» στο Εθνικό Θέατρο ήταν το 1967 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, με τον ίδιο στον ομώνυμο ρόλο και την Κατίνα Παξινού σε εκείνον της λαίδης Μακμπέθ. «Περισσότερο ίσως από κάθε άλλη τραγωδία του Σαίξπηρ, ο "Μακμπέθ" αναδεύει μέσα σε μια θολή ατμόσφαιρα ακράτητου πάθους (για την εξουσία) και ασφυκτικής σύνθλιψης του ανθρώπου από το πάθος αυτό. Και τα δύο μαζί φέρνουν με άγριο καλπασμό στην κόλαση όπου βυθίζονται όχι μόνο τα ματωμένα, τυραννούμενα θύματα, αλλά προπάντων οι ίδιοι οι ανελέητοι θύτες, ο Μακμπέθ και η γυναίκα του, που τελικά καταντούν τα πιο άθλια θύματα του εαυτού τους. Αυτός ο "οίστρος ακολασίας" δεν δόθηκε στην προχθεσινή παράσταση» έγραφε στο «Βήμα» της εποχής ο Μάριος Πλωρίτης σε μια κριτική με τίτλο «Πάθος και κόλαση».

Αντιθέτως, ο Βάσος Βαρίκας σημείωνε στα «Νέα»: «Ο Μινωτής, ενσαρκώνοντας τον κεντρικό ήρωα, έδωσε στην ερμηνεία του την αυθεντικότητα της παρουσίας ενός καλλιτέχνη για τον οποίο η τεχνική δεν έχει μυστικά, αλλά γίνεται στα χέρια του εύπλαστο όργανο έκφρασης ή υποβολής και των πλέον αδιόρατων μεταπτώσεων».

• Η δεύτερη παρουσίαση ήταν το 1981, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον ομώνυμο ρόλο και την Ελένη Χατζηαργύρη στο ρόλο της λαίδης Μακμπέθ. «Αγαπώ το έργο, μα και το φοβούμαι. Το αγαπώ, γιατί ήταν η πρώτη σαιξπηρική τραγωδία που διάβασα στη γλώσσα της. Το φοβούμαι γιατί είναι το πιο δύσκολο ίσως από όλα τ' άλλα του Βάρδου, μα και γιατί κουβαλάει το στίγμα μιας πρόληψης: πως ποτέ δεν πέτυχε.

Σε κάποια παλιότερη δεκαετία είχα γράψει πως έβλεπα το ζεύγος Μακμπέθ σαν το ζεύγος Περόν της Αργεντινής. Αυτή η αναφορά στη σύγχρονη τότε επικαιρότητα δεν σημαίνει βέβαια πως προφήτευα την Εβίτα, ούτε πως θα αντιμετώπιζα το σαιξπηρικό έργο σαν μουσικοχορευτικό υπερθέαμα. Κι όμως, όσο παράξενο και αν μας φαίνεται, σαν τέτοιο το είδε αρκετά συχνά η θεατρική του ιστορία» έγραφε τότε στο πρόγραμμα της παράσταση ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός.

Στο ίδιο κείμενο, επιχειρώντας μια σύγκριση ανάμεσα στα δύο «τέρατα» πρωταγωνιστές, αναφέρει: «Της λαίδης η φαντασία δεν είναι μονάχα να εξουσιάζει. Είναι να έχει στο πλευρό της έναν γίγαντα. Η φαντασία αυτή όχι μόνο θρέφει έρωτα και θαυμασμό, μα και στεργιώνει ένα πείσμα και μια ατσαλένια δύναμη που εξαγιάζουν ακόμα και το έγκλημα. Μονάχα όταν αντιληφθεί πως "το παλτό του γίγαντα το φοράει ένας νάνος", για να θυμηθούμε μια φράση του έργου, θαυμασμός, έρωτας και οράματα μεγαλείου μαραζώνουν και πεθαίνουν, μη έχοντας πια κανένα στόχο».

• Βασισμένη στον «Μακμπέθ», όμως, είναι και μια αριστουργηματική ταινία με την υπογραφή ενός μετρ της εικαστικής τελειότητας: «Ο θρόνος του αίματος» του Ακίρα Κουροσάβα (1957). Η υποβλητική δύναμη του έργου μεταφέρεται στον ιαπωνικό μεσαίωνα, ο αιμοσταγής ήρωας (στρατηγός Τακετόρι Ουασίντζου) υιοθετεί τις δραματουργικές προσταγές του θεάτρου Νο, ο ιαπωνικός πολιτισμός και τα μεταφυσικά στοιχεία αναμετριούνται με το παρελθόν της Σκωτίας και ο μέγας σκηνοθέτης καταθέτει μια αξεπέραστη ταινία.

Κατά τα άλλα, με την κατάρα του «Μακμπέθ» συνομίλησαν στις δικές τους κινηματογραφικές μεταφορές ο Όρσον Γουέλς (γύρισε την ταινία το 1948 σε 23 ημέρες και με προϋπολογισμό μόλις 700.000 δολάρια), ο Ρομάν Πολάνσκι (το 1971, ήταν μάλιστα η πρώτη του ταινία μετά τη βίαιη δολοφονία της συζύγου του Σάρον Τέιτ) και πιο πρόσφατα ο Τζάστιν Κουρζέλ, που έδωσε στους Μάικλ Φασμπέντερ και Μαριόν Κοτιγιάρ τους ρόλους του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, και τώρα ο Τζόελ Κοέν, με τους Ντένζελ Γουόσινγκτον και Φράνσις Μακντόρμαντ να πρωταγωιστούν στο «The Tragedy of Macbeth».

O «Μακμπέθ» του Σαίξπηρ και οι Μάκβεθ των Ελλήνων: μια αναδρομή Facebook Twitter
Βασισμένη στον «Μακμπέθ», όμως, είναι και μια αριστουργηματική ταινία με την υπογραφή ενός μετρ της εικαστικής τελειότητας: «Ο θρόνος του αίματος» του Ακίρα Κουροσάβα (1957).

• Ποτισμένες από τα φίλτρα και τις προσταγές των μαγισσών, οι σελίδες του «Μακμπέθ» κουβαλούν τους δικούς τους μύθους. Για παράδειγμα, θεωρείται τόσο καταραμένο το κείμενο, που οι συντελεστές της εκάστοτε παράστασης αποφεύγουν να προφέρουν τον τίτλο του σαιξπηρικού έπους μέσα στο θέατρο.

Η διαδεδομένη αυτή πρόληψη, η οποία ασφαλώς δεν αποθάρρυνε τους κορυφαίους της υποκριτικής να αναμετρηθούν μαζί του (δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς πως οι τρεις κορυφαίες ερμηνείες στις αγγλικές σκηνές είναι αυτές των Λόρενς Ολίβιε το 1955, Ίαν ΜακΚέλεν το 1976 και Άντονι Σερ το 1999), οφείλεται στην πεποίθηση ότι ο Σαίξπηρ χρησιμοποίησε στο κείμενό του πραγματικά ξόρκια. Επίσης, καθώς στα μάγια πάντα αναζητάμε το αντίδοτο, αν κάποιος ξεχαστεί και πει «Μακμπέθ» στο θέατρο, η «γιατρειά» έρχεται από την απαγγελία ενός στίχου από τον «Άμλετ» ή έστω από τον «Έμπορο της Βενετίας».

• Έχουμε, όμως, και οπερατική εκδοχή του σαιξπηρικού έργου, ένα ακόμα έπος που μας κληροδότησε ο Τζουζέπε Βέρντι. Το έργο, στην πρώτη του εκδοχή, γιατί αργότερα ακολούθησαν διάφορες παρεμβάσεις από τον συνθέτη, έκανε τελικά πρεμιέρα στο Τεάτρο ντέλλα Πέργκολα της Φλωρεντίας, στις 14 Μαρτίου 1847, και η πρεμιέρα υπήρξε ένας πραγματικός θρίαμβος.

Το κοινό υποχρέωσε τους τραγουδιστές να επαναλάβουν τρία μουσικά μέρη και ο Βέρντι κλήθηκε στη σκηνή 25, κατ' άλλους 38 ή και 52 φορές. Οι λιγοστές επιφυλάξεις δεν αφορούσαν τη μουσική αλλά το θέμα, καθώς οι Ιταλοί θεωρούσαν πως η δουλειά ενός συμπατριώτη τους μουσουργού δεν ήταν να αναζητά ξένα, φανταστικά θέματα, αλλά να παντρεύει την ιδιοφυΐα του με τις παραδόσεις του λαού του.

Παρ' όλα αυτά, η προετοιμασία του υπήρξε μια πραγματική κόλαση για τους συνεργάτες του Βέρντι. Στα απομνημονεύματά της, η Μαριάννα Μπαρμπιέρι Νινί, πρώτη λαίδη Μακμπέθ, θυμάται πως ο μέγας συνθέτης υποχρέωσε αυτήν και τον Βαρέζι, που είχε επιφορτιστεί με τον ομώνυμο ρόλο, να επαναλάβουν το ντουέτο της πρώτης πράξης 150 φορές. Αντίστοιχα, οι υποδείξεις του συνθέτη για τον ρόλο του Μακμπέθ ήταν να τραγουδά sotto voce, δηλαδή χαμηλόφωνα: «Δεν θα πάψω να σου υπενθυμίζω να μελετάς το κείμενο και τη σκηνική ερμηνεία. Η μουσική θα έρθει από μόνη της» του έλεγε.

«Έχω σχεδόν ξεχάσει τι γεύση έχει ο φόβος. Παλιότερα οι αισθήσεις μου παγώναν όταν άκουγα κραυγή τη νύχτα και μια ιστορία τρομακτική έκανε τα μαλλιά μου να ορθώνονται λες κι ήταν ζωντανά. Τη χόρτασα τη φρίκη: ο τρόμος είναι πια οικείος στις φονικές μου σκέψεις, που δεν μπορεί να με ταράξει».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 9.2.2020

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

The tragedy of Macbeth

Οθόνες / «The Tragedy of Macbeth»: Υποβλητικός, τρομακτικός Σαίξπηρ διά χειρός Τζόελ Κοέν

Εγκλωβισμένοι σε μια ερμητική, καμένη γη, οι σαιξπηρικοί αντι-ήρωες του άκυρου θριάμβου του Μάκβεθ ταιριάζουν απόλυτα στο πεπρωμένο της τραγικής ειρωνείας του σύμπαντος του Τζόελ Κοέν.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η δικαίωση των πιο διάσημων Μαγισσών από τη Σκωτία που ενέπνευσαν τον Σαίξπηρ

Πολιτισμός / Η δικαίωση των πιο διάσημων Μαγισσών από τη Σκωτία που ενέπνευσαν τον Σαίξπηρ

Η Σκωτία εξετάζει το ενδεχόμενο να δώσει χάρη σε χιλιάδες κατηγορούμενες «μάγισσες» και να αθωώσει χιλιάδες γυναίκες και άνδρες που στοχοποιήθηκαν σε κυνήγι μαγισσών κατά τον 16ο έως τον 18ο αιώνα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Τρωίλος και Χρυσηίδα»: Η Μαρία Πανουργιά σκηνοθετεί ένα σαιξπηρικό έργο για την παρακμή και τη λαγνεία

Θέατρο / «Τρωίλος και Χρυσηίδα»: Η Μαρία Πανουργιά σκηνοθετεί ένα σαιξπηρικό έργο για την παρακμή και τη λαγνεία

H Μαρία Πανουργιά μιλά για την πορεία της στο θέατρο, για την επιλογή ενός λιγότερο γνωστού έργου του Σαίξπηρ, με φόντο τον Τρωικό Πόλεμο, και για όσα επηρεάζουν την τέχνη και την καθημερινότητά της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΛΟΥΙΖΑ ΜΗΤΣΑΚΟΥ

Θέατρο / Λουίζα Μητσάκου: «Μεταφράζω σαν ηθοποιός κι όχι σαν διανοούμενη»

Θαυμάσιες μεταφράσεις της, κυρίως από το γαλλικό κλασικό θέατρο, έχουν ακουστεί στα ελληνικά από μερικούς από τους σημαντικότερους ηθοποιούς μας σε ιστορικές παραστάσεις: Η Λουίζα Μητσάκου μιλά στη LiFO με αφορμή τη διασκευή της στον «Κουρέα της Σεβίλλης».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ