ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΤΟ 1962 στην Αθήνα. Φύγαμε όταν ήμουν ενός έτους, γιατί ο πατέρας μου ήταν ενωμοτάρχης της Χωροφυλακής κι έπαιρνε μεταθέσεις. Πήγαμε πρώτα σ’ ένα χωριό, τον Οξύλιθο στην Εύβοια, και μετά στη Σύρο, στην Ντελαγκράτσια, σ’ αυτό το πολυτραγουδισμένο χωριό που αναφέρεται και στη «Φραγκοσυριανή» του Βαμβακάρη. Εκεί η ζωή ήταν ό,τι πιο παραμυθένιο μπορούσα να φανταστώ. Ήταν ένα χωριό με μονοθέσιο σχολείο, τριάντα μαθητές κι έναν δάσκαλο. Παίζαμε όλη μέρα, πηγαίναμε για ψάρεμα, διαβάζαμε λίγο.
ΕΓΩ, ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΩ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ, ήμουν ήσυχο παιδί, του σπιτιού. Έβγαινα απλώς για να παίξω με τους φίλους μου. Είμαι κι ένας άνθρωπος που αργώ λίγο να μεγαλώσω. Μπήκα στο Πολυτεχνείο στη σχολή Ηλεκτρολόγων-Μηχανικών μόνο γιατί ήμουν καλός μαθητής. Το τελείωσα κιόλας - όχι από ανασφάλεια, πιο πολύ από μία υποχρέωση προς τους γονείς μου. Όταν πήγα στο Σχολή, άλλαξα, γιατί γνώρισα ανθρώπους από συγκεκριμένους ιδεολογικούς χώρους. Άρχισα να σκέφτομαι κι εγώ κάτι περισσότερο απ’ το να είμαι απλώς εντάξει με τις υποχρεώσεις μου.
ΜΠΗΚΑ ΣΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΤΟ 1980, μία σημαντική εποχή που ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, πολύ αρνητική για την Ελλάδα. Όλος ο κόσμος έβλεπε θετικά τα πράγματα τότε. Ακόμη και τότε που βγήκε το ΠΑΣΟΚ όλοι έλεγαν, «επιτέλους, η επάρατος Δεξιά έφυγε από την κυβέρνηση της χώρας μετά από σαράντα χρόνια τυραννίας». Τουλάχιστον, βέβαια, αυτοί είχαν και πέντε αστούς πολιτικούς που μπορούσαν να κάνουν κάτι σε διπλωματικό επίπεδο. Μετά επικράτησε ένας άκρατος λαϊκισμός, ο οποίος έλεγε «φέρτε μας δανεικά και πάρτε, κόσμε». Εκείνη την εποχή έγιναν και κάποια πράγματα καλά για να μας κλείσουν τα μάτια και το στόμα. Είναι φανερό πια ότι πολλοί έκλεψαν τότε. Έπρεπε να έρθει η κρίση για να συνειδητοποιήσουμε ότι είχαμε αρχίσει να περπατάμε μέσα στη λάσπη.
ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΣΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ γνώρισα ένα παιδί από τη Σαλαμίνα, που είχε μια θεατρική ομάδα. Ήταν μια πολύ ιδιαίτερη ομάδα, γιατί ήταν παλιοί πρόσκοποι κι είχαν το πνεύμα της συλλογικότητας. Μου άρεσε η διαδικασία που ακολουθούσαν: πώς έβαφαν τα σκηνικά, πώς έκανα τα κοστούμια μόνοι τους, τα φώτα. Είχαν φτιάξει μια ολόκληρη κονσόλα για τα φώτα, χειροποίητη. Με είχε εντυπωσιάσει αυτό. Από τότε έμαθα κι εγώ να φτιάχνω πράγματα. Από παιδί της θεωρίας που ήμουν άρχισαν να πιάνουν τα χέρια μου.
ΣΤΗ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ πήγα ήρεμα - το αποφάσισα και το έκανα χωρίς πολλούς καβγάδες. Στους γονείς μου δεν άρεσε το ότι έγινα ηθοποιός. Δεν πιστεύω ότι συμβιβάστηκαν ποτέ. Απλώς προσπαθούσαν να πάρουν ένα κομμάτι της δικής μου απόλαυσης για να χαρούν μαζί μου. Η αδερφή μου τελείωσε το Ιστορικό-Αρχαιολογικό, μετά μπήκε στη Σχολή Ξεναγών και σε δραματική σχολή. Μιλάει τέσσερις γλώσσες, μαθαίνει τώρα κι άλλες δύο. Αλλά δεν έκανε ποτέ καμία δουλειά από αυτές που σπούδασε. Οι γονείς μου αναρωτιόντουσαν τι θα κάνουμε στη ζωή μας. Φροντισμένα παιδιά ήμασταν, βέβαια, αλλά μάλλον κάτι δεν μας έφτανε. Μια φίλη μου ηθοποιός έλεγε, «εμάς δεν μας χαϊδέψανε πολύ μικρούς, γι’ αυτό και ήρθαμε στο θέατρο, για να μας θαυμάζουν οι θεατές».
Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ στο σινεμά ήταν στις Ήσυχες μέρες του Aυγούστου του Παντελή Βούλγαρη όταν ήμουν ακόμη μαθητούδι. Ήταν μια πολύ σημαντική σκηνή, γιατί ήταν η πρώτη μου φορά μπροστά σε κάμερα κι έπαιζα μαζί με τον Βέγγο, που τον λατρεύω. Έκανα τον ταξιτζή και τον πήγαινα μια κούρσα κάπου.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΜΟΥ ήταν ο Λευτέρης Δημακόπουλος που βραβεύτηκε τότε και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Την έκανε ο Περικλής Χούρσογλου, ο βοηθός του Βούλγαρη. Έτσι άρχισα να μαθαίνω πώς είναι να κάνεις σινεμά. Το ότι με πρόσεξε το οφειλώ σ’ εκείνη τη σκηνή με τον Βέγγο. Ηταν σαν κάποιο αόρατο χέρι να με έπαιρνε και να με πήγαινε εκεί που ήθελα, σαν να διάβαζε τη σκέψη μου.
ΕΙΜΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ στο θέατρο κι ήμουν πολύ τυχερός από την αρχή - με τα χρόνια είχα πια την ευχέρεια να διαλέγω τις δουλειές μου κι έτσι ήμουν πολύ ευχαριστημένος. Έχουμε συνηθίσει οι ηθοποιοί σε αυτό τον χώρο να τα βγάζουμε πέρα με αυτά τα λίγα λεφτά που παίρνουμε. Εντάξει, τα καταφέρνουμε. Γιατί δουλεύουμε πολύ και δεν έχουμε χρόνο να τα σκορπάμε. Γιατί δεν είναι το όνειρό μας να κάνουμε περιουσίες. Γιατί μας καλύπτει πολύ αυτό το παιχνίδι.
Η ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ είναι μέρος της δουλειάς μου. Έχω κάνει κι άλλες. Ένα μεγάλο διάστημα έπαιζα δεύτερους ρόλους στις διαφημίσεις του Λουμίδη.
ΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ των διαφημίσεων ή του κινηματογράφου με επιλέγουν για λαϊκούς ρόλους. Στο θέατρο έχω μεγαλύτερη γκάμα. Αλλά όταν κάνεις μία διαφήμιση, ο άλλος θα σε πάρει για κάτι που σ’ έχει δει να το κάνεις συνήθως καλά. Τη διαφήμιση την έκανα για τα χρήματα, που είναι πολλά. Σίγουρα δεν περίμενα να έχει τέτοια απήχηση. Δεν ήμουν κι έτοιμος να διαχειριστώ όλη αυτή την αντίδραση γύρω μου, πόσο μάλλον όταν δεν είμαι και μαθημένος ή ασκημένος στη δημοσιότητα.
Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ είναι ένα μέσο με φοβερή δύναμη: ο άλλος, επειδή σε έχει σπίτι του κάθε μέρα, σε αισθάνεται δικό του άνθρωπο και μπορεί να σου φερθεί σαν να είσαι, ας πούμε, αδερφός του. Σε πιάνουν, σε σπρώχνουν. Μια φορά φώναξα σε κάποιον. Φυσικά και έχω τέτοιο ταμπεραμέντο, αλλά το κρατάω για τους φίλους μου. Δεν θα πάω σ’ έναν άγνωστο να του πω «τι κάνεις, ρε μεγάλε, πώς πάνε τα σουβλάκια».
ΑΠΟ ΤΟ 1972 ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΑΜΕ από την Ντελαγκράτσια, μένω στον Βύρωνα. Τότε, μπροστά από το πατρικό μου είχε χωματόδρομο. Ο Βύρωνας δεν είναι ίδιος παντού: αλλού θυμίζει Κυψέλη με τις πολλές πολυκατοικίες και αλλού θυμίζει τα προσφυγικά της Καισαριανής, με μονοκατοικίες, πρασιές και αυλές. Δεν ξέρω αν ο Βύρωνας είναι όμορφος ή άσχημος, αλλά εγώ τον αισθάνομαι πολύ δικό μου.
ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΠΕΡΥΣΙ έβγαινα σχεδόν καθημερινά. Όχι για να γλεντήσω. Πήγαινα σε μπαράκια, ήσυχα μέρη, να βρω φίλους να μιλήσουμε. Τέτοια πράγματα. Φέτος λιγότερο, γιατί δεν έχω και πολύ χρόνο. Στον Ένοικο στην Καλλιδρομίου, στο Τραλαλά αργότερα. Είναι φίλοι μου αυτοί που το έχουν. Γενικά, δεν μου πολύ αρέσουν τα στέκια των ηθοποιών, δεν είναι και όλοι οι ηθοποιοί ίδιοι.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ «ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ» που ξεκινάει την επόμενη εβδομάδα γράφτηκε το 1843, σε έμμετρο λόγο, στην καθαρεύουσα. Είναι ένα έργο που μιλάει για τη γέννηση του ελληνικού κράτους, για το πόσο στρεβλά φτιάχτηκε και πώς ακολούθησε αυτήν τη λαθεμένη πορεία όλα αυτά τα χρόνια. Δηλαδή, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πως το 1840 αντιμετωπίζαμε τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και σήμερα. Φτιάχτηκε ένα κράτος που έγινε ο βασικός εργοδότης των Ελλήνων. Όλων των ανθρώπων το όνειρο, από τότε ακόμα, ήταν ο διορισμός στο Δημόσιο. Η κλεφτουριά που είχε αγωνιστεί για την απελευθέρωση από τους Τούρκους είχε την απαίτηση να διοριστούν αυτοί και οι συγγενείς τους, χωρίς να έχουν όμως τα απαραίτητα προσόντα. Κι έτσι δημιουργήθηκε μια κόντρα με τους λόγιους και τους Φαναριώτες, που ήταν πιο μορφωμένοι. Από τότε υπήρχε μια εξωτερική πολιτική βασισμένη μόνο στο θέμα της διεκδίκησης του εθνικού δικαίου. Λες και η διπλωματία βασίζεται στην ηθική. Έχουμε μάθει τόσα χρόνια να είμαστε ή θύματα κάποιων ή ένοχοι. Ή «μαζί τα φάγαμε» ή μας «έχουν αδικήσει». Σερνόμαστε εδώ και 200 χρόνια ζητιανεύοντας το δίκιο μας. Λες και κάποιος θα γυρίσει και θα μας πει «α, ναι μωρέ, δεν σου έχουμε δώσει το δίκιο σου. Πάρτο». Ίσως τώρα είναι μία ευκαιρία ν’ αποτινάξουμε από πάνω μας αυτά τα δύο δέρματα που έχουν κολλήσει στο σώμα μας, της ενοχής και της θυματοποίησης. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλος λαός με αυτό το σύνδρομο.
σχόλια