Ο όρος «εφηβικό θέατρο» αποτελεί απόδοση του αγγλοσαξονικού όρου «youth theatre» και αφορά ιστορίες εφήβων με ήρωες τους ίδιους, μέσα από την πλοκή των οποίων τίθενται ζητήματα, φόβοι, αγωνίες και διλήμματα που τους απασχολούν, εν γνώσει ή, συχνά, εν αγνοία των ενηλίκων του περιβάλλοντός τους.
Τα πρώτα έργα νεανικού θεάτρου που ανέβηκαν στην Αθήνα συνδέονται με τη σκηνοθέτιδα/παιδοψυχίατρο Σοφία Βγενοπούλου. Αυτή είναι που εισήγαγε το θέατρο για εφήβους με το Chatroom του Έντα Γουολς (θέατρο Χώρα, 2009) και το DNA του Ντένις Κέλι (Θέατρο Νέου Κόσμου, 2010). Φέτος έκανε ένα βήμα παραπέρα, καλώντας τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη να γράψει το πρώτο ελληνικό έργο για νεανικό κοινό.
Η συνάντησή τους στην παράσταση Στην οθόνη φως είναι καθ’ όλα ευτυχής κι αισιόδοξη. Πρώτα απ’ όλα, γιατί η ποιότητα του έργου του Χατζηγιαννίδη μπορεί να συγκριθεί ισότιμα με τα βρετανικά έργα που προαναφέρθηκαν. Κι αυτό είναι ήδη πολύ, αν σκεφτούμε ότι στην Αγγλία το ρεπερτόριο έργων για εφήβους αποτελεί αντικείμενο συγκεκριμένου προγράμματος («Connections») που ανέλαβε και «τρέχει» το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας από το 1995, καλώντας πολλά υποσχόμενους νέους ή και καταξιωμένους συγγραφείς να γράψουν έργα που θ’ ανέβουν από νεανικές θεατρικές ομάδες και θ’ απευθύνονται σε κοινό ηλικίας 12 έως 17 χρόνων. Τα αποτελέσματα είναι ήδη απτά [απ’ αυτό προέκυψαν τόσο το Chatroom (2005) όσο και το DNA (2007)] και το ενδιαφέρον παραμένει σταθερό. Με συγκεκριμένες πολιτικές ουσίας -που δεν στοιχίζουν απαραιτήτως πολλά- και νέα, καλά έργα γράφονται και, το σημαντικότερο, μια πολύ ευαίσθητη μερίδα, οι έφηβοι (δηλαδή το μελλοντικό κοινό), εξοικειώνεται με μια τέχνη κάπως ξένη προς την κουλτούρα τους, που κυριαρχείται από την κινούμενη εικόνα (τηλεόραση, κινηματογράφος, βίντεο, Η/Υ).
Οι παραστάσεις εφηβικού θεάτρου απευθύνονται εξίσου στους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, λειτουργώντας ως χειρονομίες προσέγγισης της μίας και της άλλης ομάδας, προκειμένου οι εντυπώσεις αμφοτέρων να δώσουν αφορμές για διάλογο, οριοθέτηση, αλληλοκατανόηση.
Στην κατεύθυνση αυτή, το Στην οθόνη φως» του Χατζηγιαννίδη λειτουργεί υποδειγματικά. Ο συγγραφέας στήνει μια πολυπρισματική ιστορία που φωτίζει την κατ’ επανάληψη βιασμένη έννοια της ηθικής στάσης απέναντι στα πράγματα. Η ανάγκη για διερεύνηση της έννοιας της ηθικής και της ηθικότητας των επιλογών μας δεν συνδέεται με κάποιους είδους «χρηστομάθεια» ή πρόθεση καθοδήγησης των νέων στο «σωστό», αλλά εν προκειμένω με τα ορατά κενά (ακόμη και στη νομοθεσία) στην αξιολόγηση των συνεπειών από τη χρήση των σύγχρονων μέσων εύκολης εγγραφής και αναπαραγωγής της εικόνας.
Ήρωες του έργου είναι πέντε δεκαεξάχρονοι συμμαθητές. Η μητέρα ενός απ’ αυτούς δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο, όπου και αναγνωρίζει την καθηγήτρια του γιου της, συνοδευόμενη από έναν άνδρα. Το ερωτικό ραντεβού επαναλαμβάνεται κάθε εβδομάδα, την ίδια ώρα, στο ίδιο δωμάτιο, γεγονός που η μητέρα, αντί να αποκρύψει, σχολιάζει στον γιο της κι αυτός στους φίλους του απ’ το σχολείο. Αμέσως οι νεαροί αποφασίζουν να βάλουν μυστικά κάμερα στο δωμάτιο για να καταγράψουν τις σεξουαλικές επιδόσεις της. Είναι η ροπή προς την περιπέτεια που τους κινεί, όμως γρήγορα οι συνέπειες της πράξης τους θα ξεφύγουν απ’ τον έλεγχό τους. Γιατί η εν λόγω καθηγήτρια θα κάνει το λάθος να προσβάλει μια συμμαθήτρια και φίλη τους για τις ερωτικές περιπτύξεις με το αγόρι της. Το σχέδιο της εκδίκησης της προσβεβλημένης μαθήτριας είναι αμείλικτο: την ώρα των εκπαιδευτικών προβολών, αντί του κανονικού DVD, θα πέσει ένα μοντάζ από το απαγορευμένο βίντεο της καθηγήτριας. Έτσι θα τιμωρήσει τόσο την καθηγήτρια για το θράσος της να κρίνει την ηθική των άλλων, όταν η ίδια έχει λερωμένη τη φωλιά της, όσο και τη μητέρα της, που ενεργεί αναλόγως.
Δεν θα αποκαλύψω τι γίνεται στο τέλος, που είναι αίσιο αλλά όχι με τον τρόπο ενός απλοϊκού happy end. Δύο από τα πέντε παιδιά θα διαφοροποιηθούν, δείχνοντας με τη στάση τους ότι αυτοί που έχουν την πιο ισχυρή προσωπικότητα, άρα τη μεγαλύτερη δύναμη, δεν είναι απαραίτητα οι πιο δημοφιλείς στο σχολείο. Και τα πέντε θα καταστήσουν σαφή την τεράστια ευθύνη γονέων και δασκάλων στη διαμόρφωση της ηθικής προσωπικότητας των παιδιών, καθώς και την ανάγκη για την από κοινού τριβή με έννοιες όπως «ιδιωτική ζωή» και «δημόσια έκθεση», για το τι σημαίνει ελευθερία των επιλογών και πόση προσοχή χρειάζεται ως προς τη διαχείριση προσωπικού υλικού, που εύκολα σήμερα μπορεί να περάσει σε χέρια τρίτων.
Περιορίζω λόγω χώρου τα διάφορα ζητήματα που το έργο θέτει, όχι πάντα άμεσα, όπως το πόσο ευαίσθητη είναι η έννοια του ελέγχου. Γιατί οι παλιές ισορροπίες έχουν ανατραπεί και σήμερα πια, στο ερώτημα ποιος έχει μεγαλύτερη δύναμη, ή και το δικαίωμα, να ελέγχει και να κρίνει, ο γονιός ή το παιδί, η απάντηση δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε δεδομένη.
Δραματουργικά (αναφέρομαι κυρίως στις μικρές σκηνές που εξασφαλίζουν γρήγορη ροή και στον προφορικό, καθημερινό λόγο που εύστοχα υιοθετεί ο Χατζηγιαννίδης) και σκηνοθετικά, το Στην οθόνη φως ακολουθεί την οπτική, τη γλώσσα και τη σωματική συμπεριφορά των σημερινών νέων. Οι ηθοποιοί νομίζεις ότι πάνε ακόμα λύκειο. Η χρήση των βιντεοπροβολών, ζωντανών ή γραμμένων, και μία επιμελώς προσεγμένη, ώστε να μοιάζει ερασιτεχνική ή να μιμείται τεχνικές Θεάτρου Σκιών, χρήση των φωτισμών (του Φίλιππου Κουτσάφτη), δίνουν την εντύπωση ότι η παράσταση στήνεται εκ των ενόντων, μπροστά στα μάτια των θεατών - προφανώς για να πεισθεί το δύσπιστο εφηβικό κοινό ότι δεν πρόκειται για άλλη μία «διδακτική» δομή, αλλά για κάτι που φιλοδοξεί να δώσει ενδιαφέρον υλικό για σκέψη και συζήτηση.
Περιμένουμε συνέχεια από τη Σοφία Βγενοπούλου. Το στοίχημά της, όσον κι αν αφορά εξίσου τους μεγάλους, εστιάζει, ως οφείλει, στους εφήβους, σ’ αυτήν τη ζόρικη ηλικία που ο άνθρωπος δεν είναι ούτε παιδί αλλά ούτε κι ενήλικας. Σ’ αυτό το «μεταξύ», που τσακίζει συχνά και τους μεν και τους δε, και στη μείωση της απόστασης που τους χωρίζει, η προσπάθειά της είναι περισσότερο από καλοδεχούμενη.
σχόλια