Άπαξ και ενταχθεί το έργο ενός καλλιτέχνη στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ της Αβινιόν, οι πόρτες της (θεατρικής) καταξίωσης ανοίγουν διάπλατα. Αρκεί να καταφέρει να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και του κοινού. Αμέσως μετά, τα μεγάλα φεστιβάλ και τα θέατρα της Ευρώπης προσκαλούν την «ανακάλυψη της ιδιαίτερης φωνής» που, έτσι, σύντομα αναδεικνύεται σε αξιοπρόσεκτο κεφάλαιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκηνής. Αυτό συνέβη με την Ανχέλικα Λίντελ (γεννημένη το 1966, στο Φιγκέρες της Καταλονίας): η εμφάνισή της στην Αβινιόν το 2010 με το La casa de la fuerza (μια παράσταση για τη βία που δέχονται οι γυναίκες, με επίκεντρο την περιοχή της Τσιχουάουα, στα σύνορα του Μεξικού με τις ΗΠΑ, όπου εκατοντάδες γυναίκες εξαφανίζονται και δολοφονούνται) και το El año de Ricardo (έναν περίπου μονόλογο εμπνευσμένο από τον Ριχάρδο Γ’ του Σαίξπηρ για τη βία της εξουσίας, την τυραννία, για τη δουλικότητα και τη χυδαιότητα των ανθρώπων, που ερμήνευσε η ίδια) άνοιξε δρόμους που φέτος, φυσικώ τω τρόπω, την οδηγούν στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Προηγήθηκαν τρεις ακόμη παραστάσεις που παρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. Η μία το 2011, με τίτλο Μaudit soit l’ homme qui se confie en l’ homme: un projet d’ alphabetization (μια φράση από το βιβλίο του Ιερεμία: «Καταραμένος να είναι αυτός που εμπιστεύεται τους ανθρώπους»), για χάρη της οποίας, έξυπνα, η Λίντελ ξεκίνησε να μαθαίνει γαλλικά. Οι άλλες δύο, πέρσι: ένα έργο για την αγάπη (που δεν υπάρχει) και την Κίνα (που επίσης δεν υπάρχει, γιατί Κίνα για τη Λίντελ είναι ο διαρκής θάνατος της Κίνας), με τίτλο Ping-Pang Qiu, και το «Todo el cielo sobre la tierra / El síndrome de Wendy»).
Σε αυτό το τελευταίο, που θα δούμε στην Πειραιώς 260 στις 15, 16 και 17 Ιουνίου, εντοπίζονται όλα τα στοιχεία που εξηγούν το ενδιαφέρον για τη δραματουργία και τις παραστάσεις της. Κυρίως αυτή η ετερόκλητη και ετερογενής σύνδεση στοιχείων γύρω από μια ιδέα, που καθιστά τη σύνθεση και την ερμηνεία της μια σαφώς προκλητική υπόθεση. Έτσι στο Όλος ο ουρανός πάνω στη γη / Το σύνδρομο της Γουέντι μεταφερόμαστε στους δρόμους της Σανγκάης και στο νησί του Πίτερ Παν, τη Χώρα του Ποτέ, που, περιέργως πώς, συμπίπτει με το νησί Ουτόγια της Νορβηγίας, όπου το 2011 ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ πυροβόλησε εν ψυχρώ 69 νέους, ηλικίας 16 έως 26 ετών. Ο Μπρέιβικ δεν έχει σχέση με τον Πίτερ Παν, έχουν όμως τα θύματά του, αφού δεν θα γίνουν ποτέ ενήλικες, όπως ποτέ δεν έγινε άνδρας ο ήρωας του Τζέιμς Μπάρι (Peter Pan, or The boy who wouldn’t grow up, 1911).
Η Λίντελ θεωρεί συμπληρωματικό προς το σύνδρομο της αιώνιας αντρικής ανωριμότητας το σύνδρομο της Γουέντυ, της γυναίκας-μητέρας, όλων εκείνων των γυναικών που, από τον φόβο της εγκατάλειψης, αγαπούν ασφυκτικά, αποτυγχάνοντας σ’ όλους τους ρόλους τους. Αυτές είναι οι υπεύθυνες για τους άνδρες που αρνούνται να μεγαλώσουν. Η ίδια δεν διστάζει να εκφράσει το μίσος για τις μητέρες, για το κακό που μπορούν να κάνουν. «Πιστεύω ότι η απελευθέρωση των πραγματικών γυναικών δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από τον μισογυνισμό. Για να νιώσεις αποστροφή γι’ αυτό που θα λέγαμε “μέση γυναίκα” δεν χρειάζεται παρά να μπεις σ’ ένα κατάστημα με ρούχα, ή σ’ ένα στούντιο Πιλάτες». Εξίσου απωθητικό, άλλωστε, βρίσκει και τον «μέσο άνδρα» και επισημαίνει ότι ένας διάλογος για τα φύλα και τους ρόλους τους απαιτεί σοβαρότητα και απεμπλοκή από στερεότυπα που αντιπαραθέτουν «καλές γυναίκες» και «κακούς άνδρες». Στο νησί της αιώνιας νιότης που στήνει στην παράστασή της τα παιδιά δεν μεγαλώνουν και οι γέροι δεν σταματούν να χορεύουν. Η ίδια ως Γουέντι θα εξομολογηθεί ταπεινωμένη τους φόβους της για το τέλος της νιότης, που πάει μαζί με το τέλος του έρωτα, για την εγκατάλειψη, για τη μοναξιά.
Leit-motiv της παράστασης οι εξής στίχοι του William Wordsworth: «Though nothing can bring back the hour / of splendor in the grass, of glory in the flower / we will grieve not, rather find / strength in what remains behind».
«Μεγαλώνοντας πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη διχοτομία, την επιλογή ανάμεσα στην ελπίδα και την παραδοχή της ήττας. Ο ανόητος θα διαλέξει την ελπίδα, ο ρεαλιστής προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με την ταπείνωση που είναι η ζωή, περιμένοντας ίσως τη μέρα που θα επιθυμήσει να δώσει τέλος σε όλα, σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου» λέει η Λίντελ, που για την ώρα κάνει τα δωμάτια των ξενοδοχείων που μένει σε όλον τον κόσμο σκηνικά των προσωπικών φωτογραφιών της (www.angelicaliddell.com/Autorretratos). Ντυμένη ή γυμνή, σε παιγνιώδεις, μοναχικές, μελαγχολικές ή φιλάρεσκες πόζες, η Λίντελ προκαλεί περιέργεια – την οποία σαφώς επιδιώκει και καλλιεργεί. Η ίδια αρκείται να λέει: «Για να αντέξω την αγωνία που συνοδεύει την απώλεια της νιότης, έχω ανάγκη την ποιητική “εκδίκηση”». Με όποιο τρόπο.
σχόλια