Στη χώρα μας έμελλε να καταλήξει αυτή η θαυμαστή ακολουθία ταξιδιωτικών περιηγήσεων (που αρχικά προβάλλονται ως μίνι σειρές στη βρετανική τηλεόραση, πριν παρουσιαστούν σε μορφή ταινίας στον υπόλοιπο πλανήτη) με πρωταγωνιστές δύο υπέροχους Βρετανούς κωμικούς ηθοποιούς που υποδύονται –σχεδόν– τον εαυτό τους. Το «The Trip to Greece» είναι ο τέταρτος και τελευταίος μάλλον σταθμός του ταξιδιού που ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια από τη βορειοδυτική Αγγλία και τη Lake District για να ανοιχτεί στη συνέχεια προς τη Μεσόγειο, πρώτα στην Ιταλία, μετά στην Ισπανία και τώρα (το περασμένο καλοκαίρι δηλαδή, που έγιναν τα γυρίσματα) στην Ελλάδα, καλύπτοντας μάλιστα γεωγραφικά ένα μεγάλο κομμάτι από το τεράστιο εύρος τουριστικών προορισμών που διαθέτουμε, ασχέτως του αν αυτόν τον καιρό ούτε με κιάλια δεν μπορούμε να τους προσεγγίσουμε.
Δεν πρόκειται ούτε για ντοκιμαντέρ ακριβώς, ούτε για μυθοπλασία, ούτε για γαστριμαργικό πορνό, παρά το όργιο καλοφαγίας που συμβαίνει σε κάθε στάση του ταξιδιού. Πιο πολύ η ιδιαίτερη περίπτωση του «The Trip» έχει να κάνει με την παρέα δύο μεσήλικων ανδρών σε ιδανικά σκηνικά, τα οποία όμως δεν είναι αρκετά ισχυρά για να εμποδίσουν (ίσως ενισχύουν κιόλας) τις ανασφάλειες, τα συμπλέγματα και την υπαρξιακή κρίση που εκδηλώνουν με απολαυστικό τρόπο προς δική μας τέρψη (και παραδειγματισμό;).
«Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι η Ελλάδα είναι τόσο μεγάλη» λέει σε κάποια στιγμή του ταξιδιού ο Ρομπ Μπράιντον. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ βλέποντας όλα αυτά τα μέρη που μοιάζουν μακρινά και άβατα αυτές τις μέρες.
Ο Ρομπ Μπράιντoν και ο (πιο γνωστός στο διεθνές κοινό αλλά και πιο «έγκυρος» ως ηθοποιός, όπως δεν κουράζεται να σημειώνει εμφατικά στη σειρά, αναφέροντας διαρκώς και εκτός πλαισίου τα βραβεία BAFTA που έχει κερδίσει) Στιβ Κούγκαν υποτίθεται ότι ξεκινάνε κάθε ταξίδι ως «ειδικοί ταξιδιωτικοί απεσταλμένοι του "Observer"» για να καταγράψουν μετά την εμπειρία τους από τα μαγικά μέρη, τα ειδυλλιακά ξενοδοχεία και καταλύματα, τα εστιατόρια με το φοβερό φαγητό.
Στην πορεία βεβαίως συμβαίνουν διάφορα απρόοπτα (πραγματικά και μη), καθώς οι δύο ήρωές μας επιδίδονται σε διάφορες γραφικότητες που χαρακτηρίζουν έναν Βρετανό τουρίστα της μεσαίας τάξης, ακόμα και όταν στο μυαλό του δεν είναι τουρίστας αλλά περιηγητής παλαιάς κοπής με συνείδηση της κουλτούρας και της ιστορίας του τόπου που επισκέπτεται. Οδηγούν, τρώνε, ξεκουράζονται, τρώνε, διαπληκτίζονται (αυτο)σαρκαστικά, τρώνε, διασκεδάζουν, μιζεριάζουν (στον παράδεισο), αλλά κυρίως ανταγωνίζονται ποιος από τους δύο θα κάνει την καλύτερη μίμηση (αμφότεροι είναι απολαυστικοί μετρ του είδους) του Μπράντο, του Σον Κόνερι, του Μάικλ Κέιν, του Πατσίνο και πλήθους άλλων διάσημων με τέτοιο πάθος και τέτοια έντονη προσήλωση, που αν δεν ήταν και οι ίδιοι διάσημοι και δεν υπήρχε το γύρισμα στη μέση, σίγουρα θα τους είχαν διώξει από τα εστιατόρια στα οποία εμφανίζονται, χαλώντας τον κόσμο με το αμίμητο νταραβέρι τους.
Είναι εξαιρετικά εμπνευσμένη η συνταγή που έχει βρει ο πάντα άξιος και δημιουργικός σε μια ευρύτατη γκάμα κινηματογραφικών ειδών Μάικλ Γουίντερμποτομ, αξιοποιώντας τα μαγευτικά σκηνικά και τις προσωπικότητες των δύο πρωταγωνιστών, για να στήσει ένα προϊόν που λειτουργεί εδώ και μια δεκαετία πλέον όχι μόνο ως εναλλακτικός τουριστικός οδηγός ελεύθερου ύφους και κινηματογραφικής αφήγησης, αλλά και ως μοναδικά χαλαρωτικό θέαμα, γεμάτο χιούμορ, συχνά γλυκόπικρο, αλλά συχνότερα σπαρταριστό στις ασυνάρτητες αναφορές του, μαζί με μια μικρή δόση μελαγχολίας, που υφέρπει έτσι κι αλλιώς σε όλα τα ταξίδια, ειδικά προς τη λήξη τους.
Το «Ταξίδι στην Ελλάδα» ξεκινά από την αρχαία Τροία, δηλαδή από τη σημερινή Τουρκία, και την ειρωνεία του γεγονότος αυτού σημειώνουν και οι δύο πρωταγωνιστές στο πρώτο κεφάλαιο που έχει τίτλο «Από την Τροία στη Λέσβο» (υποτίθεται ότι η πορεία του ταξιδιού θα ακολουθούσε τη διαδρομή επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη). Φτάνοντας στη Λέσβο, περνάνε και από το κολαστήριο της Μόριας, όπου δέχονται ένα έντονο σοκ, συνεχίζουν όμως αναγκαστικά με προορισμό πιο ανέμελα και τουριστικά μέρη, απαγγέλλοντας τσιτάτα από την «Ποιητική» του Αριστοτέλη.
Στη συνέχεια κατευθύνονται «από την Καβάλα στο Πήλιο» και μετά «από το Πήλιο στην Αθήνα» με στάση στους Δελφούς, όπου ακούγεται και η ατάκα: «ο ομφαλός της γης μοιάζει μάλλον με αιδοίο μορφολογικά». Η «Αθήνα» είναι βασικά το εστιατόριο Βαρούλκο και η περιοχή γύρω από τον Παρθενώνα, όπου σε κάποιο σημείο οι δύο ηθοποιοί αναπαριστούν τον θάνατο του Σωκράτη. Η διασκέδαση ξεκινά ουσιαστικά «από την Αθήνα στην Ύδρα» (με φόντο τα Μιαούλεια και το πνεύμα του Κοέν), με ενδιάμεση στάση στην Επίδαυρο, και κορυφώνεται «από την Ύδρα στη Μάνη». Το τελευταίο κεφάλαιο έχει τίτλο «Από τη Μάνη στην Ιθάκη», μόνο ένας εκ των δύο όμως θα καταφέρει τελικά να φτάσει στο νησί του Οδυσσέα.
Το τελευταίο αυτό κεφάλαιο επιφυλάσσει και κάποια δραματουργικά απρόοπτα όσον αφορά τους κεντρικούς χαρακτήρες, ενώ εμφανίζεται ξανά, μετά τη Μόρια στην αρχή του ταξιδιού, η εικόνα των προσφύγων, στην Πάτρα αυτήν τη φορά. Εντελώς απρόσμενα, και με ιδιαίτερη συγκίνηση, είδα να εμφανίζεται και η Σάμη (Κεφαλληνίας), πατρίδα της μάνας μου και μόνιμο πεδίο των παιδικών και εφηβικών μου διακοπών, πολλά χρόνια αφότου δοξάστηκε ως σκηνικό του «Μαντολίνου του λοχαγού Κορέλι».
Με ιδιαίτερη συγκίνηση όμως –και μπόλικο μαζοχισμό– παρακολούθησα όλο σχεδόν το «The Trip to Greece» όπως προβλήθηκε υπό τη μορφή επεισοδίων στο βρετανικό Sky, πριν βγει (προσεχώς) στα σινεμά του πλανήτη ως ταινία. Ήταν σαν να βλέπεις οικείους πλην απαγορευμένους –όχι πλέον λόγω κόστους αλλά λόγω καραντίνας– παραδείσους που ένας Θεός ξέρει πότε και υπό ποιες συνθήκες θα μπορέσεις να επισκεφτείς ξανά.
«Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι η Ελλάδα είναι τόσο μεγάλη» λέει σε κάποια στιγμή του ταξιδιού ο Ρομπ Μπράιντον. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ βλέποντας όλα αυτά τα μέρη που μοιάζουν μακρινά και άβατα αυτές τις μέρες. Θα μου πεις, τα περισσότερα από τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια που παρουσιάζονται «άβατα» ήταν και πριν για τους πολλούς. Ναι, αλλά όχι τα ίδια τα μέρη που σε άλλες εποχές θα κοσμούσαν τη λίστα με τους ιδανικούς μας προορισμούς για το Πάσχα, τώρα όμως τα παρακολουθούμε απλώς να περνάνε από μπροστά μας στην οθόνη, σ' αυτή την κινηματογραφική παραγωγή που γυρίστηκε το τόσο μακρινό, περσινό καλοκαίρι.
σχόλια