Το «Last days in the desert» είχε προγραμματιστεί δύο χρονιές από την ελληνική διανομή, χωρίς ποτέ τελικά να βρει τον δρόμο του προς τις αίθουσες. Δεν είναι τυχαίο που ο Κολομβιανός δημιουργός, γνωστός για το «Things you can tell just by looking at her», το «Albert Nobbs» αλλά και το τηλεοπτικό «Blue», παρακολουθεί την ουσιαστική ενηλικίωση του Ιησού μέσα από το πρίσμα των πατριαρχικών σχέσεων. Γιος ενός τοτέμ της παγκόσμιας λογοτεχνίας, του νομπελίστα συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, βρίσκει πάτημα στην πρότυπη παραβολή της αμφισβήτησης ενός πνευματικού άνδρα προς τον Θεό του, ανοίγοντας νοερό διάλογο με το χαρακτηριστικό αφηγηματικό ύφος του διάσημου πατέρα του.
Ο Γιεσούα, όπως ήταν το κοσμικό όνομα του Ιησού πριν από τον άγιο βίο του, ταξιδεύει στην άνυδρη έρημο για να βρει καθοδήγηση, να φωτιστεί πριν αποκτήσει τα ηγετικά πατήματα που υποψιάζεται, για να δοκιμαστεί στη στέρηση όπως οι φωτισμένοι προκάτοχοί του, παρέα με τον Σατανά, ο οποίος έχει υιοθετήσει το παρουσιαστικό του και συνεχώς κοροϊδεύει τις υψηλόφρονες προθέσεις του και κυρίως τον απόντα πατέρα. Ο Ιησούς αρνείται να πιει νερό από τον πονηρό doppelgänger, αλλά και να φάει, όταν ένας χτίστης του προσφέρει φαγητό, επειδή νηστεύει. Αποφασίζοντας να μείνει προσωρινά με την οικογένεια του φιλόξενου άνδρα, ο Ιησούς αναγκαστικά παρεμβαίνει, στην αρχή διακριτικά και στη συνέχεια πολύ πιο ενεργά, στη δυναμική του εργατικού πατέρα, με τον υπάκουο, αλλά θλιμμένο έφηβο γιο του ‒ ο Τάι Σέρινταν, «γιος» και στο «Δένδρο της Ζωής» του Τέρενς Μάλικ, σε ακόμα μία ενδιαφέρουσα κίνηση.
Το «Last days in the desert» διαπνέεται από πνευματικότητα, όχι όμως και από αφαίρεση στην αφήγηση. Ο Γκαρσία ταυτίζεται με έναν σκεπτόμενο άνδρα σε σύγχυση και τον εντάσσει σε μια μονοπυρηνική οικογένεια, δίνοντάς του αφορμή να καθρεφτιστεί, να συγκριθεί και να αναλογιστεί τι αφήνει πίσω του.
Η μητέρα του αργοπεθαίνει, ο νεαρός βοηθάει στις δουλειές, αν και δεν κρύβει την επιθυμία του να εγκατασταθεί στην Ιερουσαλήμ, τη μεγαλούπολη που έχει δει μόνο από μακριά, μαγεμένος από τις δυνατότητές της, ενώ ο πατέρας εμπιστεύεται μεταφυσικά τον «Άγιο Άνθρωπο», ζητώντας τη γνώμη ενός τρίτου για τις λεπτές ισορροπίες του χειρισμού, εκμυστηρευόμενος την αγάπη του προς τον γιο του. Ο μικρός, που αναρωτιέται πόσο σωστά στέκεται απέναντι στον αφέντη του και δίπλα σε μια οικογένεια που κινδυνεύει να αποσυντεθεί, εξομολογείται τα όνειρα και τις απογοητεύσεις του προς τον ασκητικό άγνωστο, την ίδια στιγμή που ο Σατανάς υπενθυμίζει στον Ιησού τις αδύναμες σκέψεις του και την έλλειψη στήριξης από την Ανώτερη Δύναμη, προφητεύοντας ταυτόχρονα μια άσχημη τροπή της κατάστασης.
Όπως όλα τα κινηματογραφικά είδη που δοξάστηκαν, αυγάτισαν και κορέστηκαν, περνώντας από την παρακμή στη σποραδικότητα, έτσι και το θρησκευτικό έπος σταμάτησε να είναι αχρείαστα επικό και εμφανίζεται όταν έχει να δηλώσει κάτι διαφορετικό από τη σεπτή επανάληψη-εξαίρεση, τα παραφουσκωμένα βιβλικά ολισθήματα τύπου «Νώε» και «Exodus». Το «Last days in the desert» διαπνέεται από πνευματικότητα, όχι όμως και από αφαίρεση στην αφήγηση. Ο Γκαρσία ταυτίζεται με έναν σκεπτόμενο άνδρα σε σύγχυση και τον εντάσσει σε μια μονοπυρηνική οικογένεια, δίνοντάς του αφορμή να καθρεφτιστεί, να συγκριθεί και να αναλογιστεί τι αφήνει πίσω του. Η διττότητα κυριαρχεί, αλλά δεν τονίζεται: στο άκουσμα της λέξης «πατέρας» μένει αμφίσημη και σε επίπεδο διαλόγου μετέωρη η διάκριση του φυσικού, του Ιωσήφ, από τον μεταφυσικό.
Το τρικ του Σατανά είναι έξυπνα νατουραλιστικό. Ο πανομοιότυπος δίδυμος λειτουργεί και ως γήινο αποκύημα, ως φωνή της συνείδησης. Απαντά με κυνισμό και ειρωνεία, αποφεύγοντας την εμφατική αντίθεση, καθώς προέρχεται από τα φυσιολογικά αγκάθια της ψυχής. «Είμαι ψεύτης, αυτή είναι η αλήθεια», τον διαβεβαιώνει γελώντας, σαν να του υπενθυμίζει πως δεν χρειάζεται να είσαι ο Μεσσίας για να αντιλαμβάνεσαι την κοινή λογική. Αν ο θεατής συνηθίσει το σκωτσέζικο αξάν που συχνά ξεφεύγει από τον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ (ο οποίος έχει κάτι να σκεφτεί στην έρημο μετά την επίπεδη εμφάνισή του ως Όμπι Ουάν Κενόμπι, ελέω Τζορτζ Λούκας), θα εκτιμήσει την ικανοποιητική του απόδοση στη διπλή ερμηνεία, γιατί δεν αφήνει τον Ιησού να ξεμακρύνει πολύ από τη χαιρέκακη Νέμεσή του.
Για τον Γκαρσία οι πειρασμοί ισούνται με τις προκλήσεις μιας σιωπηλής μετάβασης, χωρίς να προβάλλουν ως θαύματα μαγικού ρεαλισμού ή προφανή σημάδια ειδικών εφέ. Άλλωστε, από μόνο του το τοπίο εκμηδενίζει τη μονάδα και ενθαρρύνει τον εσωτερικό αντικατοπτρισμό, την αμφιβολία. Γυρισμένο στον δρυμό Άνζα Μπορέγκο στη Νότια Καλιφόρνια, το «Last days in the desert» αποκτά υποβλητική διάσταση από την επιμέλεια του τρις οσκαρούχου Εμάνιουελ Λουμπέσκι. Ο Τσίβο διατηρεί τη φυσικότητα στις διακυμάνσεις του φωτός και υπολογίζει τη γεωμετρία των προσώπων σε ένα σφιχτό σενάριο χωρίς πυκνό στόρι, εξού και η αμηχανία που μια μίνιμαλ ταινία, η οποία αγκαλιάζει την απλότητα ως αρετή και απαντά στη στερεότητα της πίστης με ανθρώπινα διλήμματα και αυταπάτες, ενδεχομένως προκάλεσε στο ευρύτερο κύκλωμα διανομής.
σχόλια