Με το σκεπτικό ότι τα παιδιά έχουν εμπεδώσει ήδη επαναλήψεις αγαπημένων τους κινουμένων σχεδίων κατά τον υποχρεωτικό εγκλεισμό τους, η Universal/Dreamworks αποφάσισε να απελευθερώσει ένα από τα πιο δυνατά της ανοιξιάτικα χαρτιά και, αντί να το μεταθέσει, όπως οι υπόλοιποι, στις καλένδες της επόμενης σεζόν, έκανε στρατηγικό τάκλιν στην ασάφεια των υπερστριμωγμένων τίτλων και το διέθεσε σε μια σειρά από ψηφιακές πλατφόρμες, με εξαίρεση κάποια drive-ins που λειτουργούν στις ΗΠΑ και ίσως ακόμα λιγότερες αίθουσες που έχουν ανοίξει εκτός Αμερικής.
Τα πρώτα στοιχεία μιλούν για θρίαμβο: αν και το στούντιο δεν έχει αποκαλύψει ακριβείς αριθμούς, ισχυρίζεται πως οι ενοικιάσεις (που έχουν τιμολογηθεί στα 20 δολάρια για 48 ώρες) είναι δεκαπλάσιες του «Jurassic Park», που κρατούσε το ρεκόρ για την εταιρεία μέχρι τώρα! Οι Αμερικανοί αιθουσάρχες δεν έκρυψαν τον θυμό τους γι' αυτή την κίνηση. Σίγουρα έχουν πολύ μεγαλύτερες σκοτούρες, αλλά θα μπορούσαν να εκλάβουν τη straight to video on demand μανούβρα ως προηγούμενο, αν πετύχει τους στόχους της. Θα ακολουθήσουν άλλες τρεις ταινίες που θα κυκλοφορήσουν απευθείας ψηφιακά: το ακόμη ακριβότερο «Artemis Fowl» της Disney και το «Lovebirds» της Paramount, που ήδη πουλήθηκε στο Netflix.
Tο «Trolls World Tour» κινείται στους δύο άξονες που εισήγαγε στο πρώτο μέρος, τα μαθήματα ζωής και ενδυνάμωσης και τη μουσική, η οποία σεναριακά κυριαρχεί και ουσιαστικά υποκαθιστά την πλοκή σε ένα ασταμάτητο medley ειδών και τραγουδιών.
Η αλήθεια είναι πως η Universal δεν είχε πρόθεση να κάψει την ταινία της, όπως φαίνεται από τη διαφημιστική καμπάνια και τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Όταν ο καινούργιος Τζέιμς Μποντ αποχώρησε πρώτος από τον προγραμματισμό, σιγουρεύοντας μια πιο ασφαλή έξοδο προς το φθινόπωρο (ένας από τους λόγους ήταν ακριβώς για να καπαρώσει το tentpole, όπως ονομάζεται στο ιδίωμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, διαβλέποντας τη συσκότιση), μετακίνησε τα «Trolls» της στο Σαββατοκύριακο του Πάσχα, που είναι παραδοσιακά προσοδοφόρο.
Η «Μουλάν» της Disney αναβλήθηκε την τελευταία στιγμή και το «Trolls World Tour» δεν είχε άλλη επιλογή από το να κάνει το ίδιο. Ο αντιπερισπασμός της ψηφιακής κυκλοφορίας δεν ήλθε αψυχολόγητα: οι «Ευχούληδες» δεν είναι μόνο μια ταινία του 2016 που έκανε επιτυχία και λογικά περίμενε το σίκουελ για να την κεφαλαιοποιήσει. Πρόκειται για μια αυτοκρατορία παιχνιδιών με καταγωγή από τη Δανία και έρεισμα σε όλα τα νήπια, γνωστή σε όλο τον κόσμο, με αξία που ανέρχεται στα 700 εκατομμύρια δολάρια. Τα 52 επεισόδια του «Trolls, The beat goes on» στο Netflix, ένα χριστουγεννιάτικο special στο δίκτυο NBC και φυσικά τα γνωστά κουκλάκια που πουλάνε σταθερά συντηρούν το ενδιαφέρον, έτσι ώστε η φετινή συνέχεια να έχει το απαραίτητο επίπεδο προσμονής.
Επιπλέον, ένα μεγάλο κοινό, ειδικά στις ΗΠΑ, είναι εξοικειωμένο με την ενοικίαση ξεχωριστού θεάματος στο σπίτι, όταν φυσικά αξίζει τον κόπο. Στα 4,3 εκατομμύρια υπολογίζονται οι τηλεθεατές που πλήρωσαν μια μικρή περιουσία για να παρακολουθήσουν ζωντανά το πυγμαχικό ντέρμπι ανάμεσα στον Μεριγουέδερ και στον Μακγκρέγκορ το 2017, αποφέροντας ‒κρατηθείτε‒ 600 εκατομμύρια δολάρια στους διοργανωτές! Μπορεί την εποχή των σχεδόν μονοψήφιων ποσών για μηνιαία συνδρομή τα 20 δολάρια να ακούγονται πολλά, αλλά για μια πρεμιέρα που δεν πέρασε πρώτα από τη συνήθη διαδρομή της εκμετάλλευσης δεν είναι και τρομερό ποσόν, ειδικά όταν τα παιδιά χρειάζονται κάτι καινούργιο για να σπάσουν τη μονοτονία.
Αν οι ενοικιάσεις συνεχίσουν σε καλό ρυθμό, η ταινία που στοίχισε 90 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς το κόστος προώθησης, και προβλεπόταν να ανοίξει με εισπράξεις περίπου στα 30 το πρώτο της Σαββατοκύριακο στις ΗΠΑ, μπορεί να βγάλει τα λεφτά της και να κερδίσει, με την προοπτική να υπερθεματίσει σε αγορές όπου οι ψηφιακές πλατφόρμες διάθεσης δεν την προσφέρουν ακόμη στο μενού τους.
Στο προκείμενο, το «Trolls World Tour» κινείται στους δύο άξονες που εισήγαγε στο πρώτο μέρος, τα μαθήματα ζωής και ενδυνάμωσης και τη μουσική, η οποία σεναριακά κυριαρχεί και ουσιαστικά υποκαθιστά την πλοκή σε ένα ασταμάτητο medley ειδών και τραγουδιών, με τον διάλογο ως αφελή παρένθεση και τα χρώματα να διακοσμούν το ψυχεδελικό σύμπαν ‒ κάτι ανάμεσα σε μαγεμένο δάσος και υπαίθριο πάρτι. Η Άνα Κέντρικ και ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ είναι και πάλι η βασίλισσα Πόπι και ο Μπραντς (Κλαρής) αντίστοιχα, και σοκάρονται, όπως όλο το χωριό, όταν μαθαίνουν πως δεν είναι μόνοι τους στον κόσμο, αλλά υπάρχουν ακόμη 5 φυλές μουσικής που διαφώνησαν και αυτομόλησαν: οι κλασικοί, οι ροκ, οι τέκνο, οι φανκ και οι κάντρι ‒ προφανώς, η (εγγενώς αμερικανική) τζαζ κρίθηκε πολύ έντεχνη για να ενσωματωθεί στο χαλαρό σεμινάριο περί των βασικών στυλ.
Ορμώμενη από την καλόβολη φύση της, η Πόπι, ως γνήσια εκπρόσωπος της μεταδοτικής ποπ, ξεκινά για τη συμφιλίωση, αλλά η αγριεμένη Μπαρμπ έχει διαφορετική άποψη για την ας πούμε μονομαχία. Η ταινία πετάγεται ανάστατα και ακατάστατα από κομμάτια σε σκηνές, σαν ζαχαρωτό σε υπερδιέγερση, και ποντάρει σε μια λογική «Glee» ηχητικής ισοπέδωσης, φέρνοντας στην ίδια μοίρα το «Barracuda» των Heart με προσωπικότητες όπως ο Τζορτζ Κλίντον των ιστορικών Parliament/Funkadelic και η Μέρι Τζ. Μπλάιτζ, οι οποίοι χάνονται στον φρενήρη ρυθμό.
Η Κέντρικ και ο Τίμπερλεϊκ εκτελούν τη χαριτωμένη τους πoπ με τον γνώριμο ενθουσιασμό που τους διακρίνει, ενώ από τους άλλους μόνο ο Άντερσον Πάακ ξεχωρίζει, ίσως γιατί ακούγεται κανονικά.