Παρότι είναι η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ο Πρέστον Στάρτζες, και η μοναδική που του χάρισε ένα Όσκαρ (για το σενάριο, που φυσικά έγραψε ο ίδιος), δεν είχε τύχει ποτέ να δω το ντεμπούτο του αγαπημένου μου δημιουργού σκεπτόμενων κωμωδιών, μετρ της ειρωνείας και επίτιμου πρύτανη της σύγχρονης κινηματογραφικής σάτιρας. Τα «Εκλογικά Σκάνδαλα», όπως είχε επιλέξει ο Έλληνας διανομέας να βαφτίσει το «The Great McGinty», δεν φτάνει στο δυσθεώρητο ύψος των αμέσως επόμενων ταινιών του αλλά δείχνει γιατί το Χόλιγουντ ερωτεύτηκε τόσο παράφορα έναν άνθρωπο που καθαίρεσε το ίδιο απότομα και άδοξα μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια.
Στην εφηβική του ηλικία, ο Πρέστον Στάρτζες έπαθε ναυτία από την πολλή κουλτούρα. Ακολουθώντας τη μεγαλοπιασμένη μητέρα του στα ταξίδια της στην Ευρώπη, παρακολούθησε τόσο πολλές παραστάσεις θεάτρου, όπερας και μπαλέτου (η Μέρι Ντέστι, η μητέρα, υπήρξε αφοσιωμένη ακόλουθος και φίλη της Ισιδώρας Ντάνκαν και αυτή που της χάρισε το διαβόητο φουλάρι που έκοψε το νήμα της ζωής της), που παρακαλούσε κλαίγοντας να επιστρέψει στον πατριό του, στην Αμερική, σε μια ζωή όσο πιο μακριά γινόταν από την αντικανονική καθημερινότητα, την μποέμ νομαδικότητα και την υψηλή τέχνη.
Το παιδί που απέφυγε τη στρατολόγηση στη Γαλλία και ξόδεψε χρόνια συλλέγοντας εμπειρίες, γλέντησε όσο κανείς άλλος την περίοδο του πολέμου στο Χόλιγουντ με συβαριτική αμετροέπεια και νεοϋορκέζικη έπαρση, γράφοντας πυρετωδώς σενάρια και γυρίζοντας απανωτές ταινίες στα πλατό της Paramount.
Αν και ενσυνείδητα επέλεγε να μη μεταφέρει τα βιώματά του στα γραπτά του, το γούστο και η σοφιστικέ διάκριση ανάμεσα στο γελοίο και στο σοβαρό, η συλλογή από εκκεντρικές προσωπικότητες που συνάντησε στην ευρωπαϊκή περιοδεία του και, δίχως άλλο, η ευφυολόγος, προχωρημένη, δυναμική μητέρα του φίλτραραν ευδιάκριτα το έργο του. Δέκα χρόνια αεργίας και παρατήρησης, ένας άτυχος γάμος, η ραγισμένη του καρδιά και μια τυχαία αυτοκτονία από το διαμέρισμα της πολυκατοικίας όπου διέμενε στο Σικάγο με τον αγαπημένο του πατριό εξαργυρώθηκαν με ένα τρομερά επιτυχημένο θεατρικό σουξέ, που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ ακριβώς έναν μήνα πριν από το κραχ του 1929.
Ο δρόμος προς το Χόλιγουντ ήταν ανοιχτός και στρωμένος με ροδοπέταλα, λαμβάνοντας υπ' όψιν την τεράστια για την εποχή αμοιβή που απέσπασε, συν τα ποσοστά επί των κερδών, για το σενάριο του «The power and the glory». Οκτώ χρόνια πριν από τον «Πολίτη Κέιν», το περίτεχνο δράμα που λάνσαρε τον Σπένσερ Τρέισι ως πρωταγωνιστή θεωρείται το πρώτο που αφηγείται ολοκληρωτικά την πλοκή του με χρήση flashback, μια μέθοδο που το στούντιο, η Fox, υπερήφανα ονόμασε narratage. Ως σύμβουλος διαλόγων, ο Στάρτζες παρακολουθούσε το γύρισμα καθημερινά στα πλατό και διαπίστωσε το προφανές, πως μόνο ο σκηνοθέτης κάνει κουμάντο στις ταινίες.
Προοδευτικά απογοητευμένος από τον χειρισμό των σεναρίων του από άλλους και ειδικά από τον έμπειρο Μίτσελ Λάιζεν, ήταν θέμα χρόνου να περάσει πίσω από την κάμερα. Ωστόσο συνάντησε το εμπόδιο της πιάτσας και της συνήθειας: οι σεναριογράφοι έκαναν τη δουλειά τους και οι σκηνοθέτες τη δική τους, εκτός από τις ηχηρές εξαιρέσεις, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Φρανκ Κάπρα και παλιότερα ο Ντ. Γ. Γκρίφιθ, που γύριζαν τα δικά τους σενάρια, περίπου με τους δικούς τους όρους.
Γι' αυτόν τον λόγο, ο Στάρτζες ουσιαστικά αντάλλαξε το σενάριο του «Great McGinty», που είχε γράψει 6 χρόνια νωρίτερα, με τη ρήτρα να το σκηνοθετήσει ο ίδιος έναντι της συμβολικής αμοιβής των 10 δολαρίων. Ο Έιντολφ Ζούκορ και η Paramount συμφώνησαν, ίσως γιατί δεν είχαν πολλά να χάσουν, και σίγουρα για να μη στενοχωρήσουν τον αγαπημένο τους σεναριογράφο, και πρώτη φορά επέτρεψαν, πριν από τη σαρωτική έλευση του Μπίλι Γουάιλντερ, σε έναν καθαρόαιμο γραφιά να πιάσει κάμερα στα χέρια του.
Επιτέλους, το νοηματικό και ρυθμικό κενό ανάμεσα στις λέξεις και τους διαλόγους, ένα διάστημα που μπορεί να φαίνεται αμελητέο στο γυμνό μάτι και στο ανεκπαίδευτο αυτί, αλλά σημαίνει τα πάντα για την ψυχή μιας ταινίας, ιδίως όταν προϋποθέτει τη γλώσσα της κωμωδίας και το ιδίωμα της σάτιρας ανεξίτηλα στις ραφές της, μπήκε στο αυλάκι και μάρσαρε σαν καλολαδωμένη μηχανή με ευτυχείς επιβάτες τους ηθοποιούς και χαρούμενους αποδέκτες τους θεατές, που επιβράβευσαν το αποτέλεσμα, όχι θεαματικά, αλλά αρκετά για να υπάρξει λαμπρή συνέχεια.
Στα «Εκλογικά Σκάνδαλα» με τον Μπράιαν Ντονλέβι και τη Μιούριελ Ανγκέλους, μια σβέλτη, κριτική ματιά στην πολιτική διαφθορά και τις ανθρώπινες συνέπειές της, ο Στάρτζες δείχνει διάπλατα τα σπάνια προσόντα που τον έφεραν επάξια στον διπλό του προορισμό: διέθετε το οργανωτικό, συνθετικό βλέμμα του σκηνοθέτη, την ευαισθησία και την επινοητικότητα του συγγραφέα και το αλάνθαστο ένστικτο του ηθοποιού. Δημιούργησε πολύ γρήγορα έναν θίασο από σπαρταριστούς καρατερίστες, όπως ο Γουίλιαμ Ντεμαρέστ και ο Φρανκ Μοράν (σαν τους εκκεντρικούς που χάζευε παλιά...), τάιζε με θεϊκές ατάκες ακόμη και τον πιο περιφερειακό ρόλο, πρόσεχε τις γυναίκες στις ταινίες και χάριζε τρομερούς, διφορούμενος και σάρκινους ρόλους στους άνδρες, όπως στην περίπτωση του Τζόελ Μακρέι, του σκηνοθέτη του «Sullivan's Travels» που βαρέθηκε την κενότητα του Χόλιγουντ και αποφάσισε να παρατήσει την καριέρα και τα κομφόρ και να δει από κοντά πώς ζει η πλέμπα στη βαθιά Αμερική, επιστρέφοντας σοφότερος και ωριμότερος στα ρηχά του λημέρια.
Καταπληκτικό σενάριο, τέλεια ταινία, όπως και το θεότρελο «Palm Beach Story», το «Miracle at Morgan's Creek», το συγκινητικό «Christmas in July» και το ολοκληρωμένο δοκίμιο πάνω στον πατριωτισμό και τη δειλία, το «Hail the conquering hero». Στις μπριλάντε, αγέραστες, αξιοθαύμαστες για τον οίστρο, τη διαύγεια, το τέμπο και τη σκηνοθετική επινοητικότητα ταινίες του καταπιανόταν κάθε φορά με άλλο θέμα και χώριζε την αριστοκρατία σε τρεις φυλές: του κληρονομικού δικαιώματος, του πλούτου και της ομορφιάς. Γύρω από αυτές έπλεξε stories με εκπλήξεις και απρόοπτα και εξέλιξε το screwball σε μια πιο πολύπλοκη πλατφόρμα για κοινωνική κριτική στην ανθρώπινη συμπεριφορά, χωρίς ποτέ να υποτιμήσει την ανακουφιστική επίδρασή του.
Το παιδί που απέφυγε τη στρατολόγηση στη Γαλλία και ξόδεψε χρόνια συλλέγοντας εμπειρίες, ευτυχώς όχι απωθημένες, εφευρίσκοντας στο μεταξύ το κραγιόν χωρίς αποτύπωμα(!), γλέντησε όσο κανείς άλλος την περίοδο του πολέμου στο Χόλιγουντ με συβαριτική αμετροέπεια και νεοϋορκέζικη έπαρση, γράφοντας πυρετωδώς σενάρια και γυρίζοντας απανωτές ταινίες στα πλατό της Paramount, τρώγοντας, πίνοντας και καπνίζοντας στο Players, το εστιατόριο που άνοιξε ως επιχειρηματίας στην καρδιά του Λος Άντζελες, όπου και υποδεχόταν, στον ρόλο του ευειδούς οικοδεσπότη, φίλους, συναδέλφους και θαμώνες που έβλεπαν από κοντά το φαινόμενο της λαϊκής διανόησης.
«Πως μπορείς εσύ, ένας καλλιτέχνης, να χαραμίζεις το πνεύμα σου σε λιγδωμένα κουτάλια;» του ψιθύρισε ένα βράδυ η Μπάρμπαρα Στάνγουικ, την οποία είχε σκηνοθετήσει στον θεσπέσιο «Διπλό Πειρασμό» («The Lady Eve», η καλύτερη της ερμηνεία, μαζί με το «Stella Dallas») με συμπρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα, κι εκείνος έπεσε στο πάτωμα από τα γέλια, ευχαριστώντας την για την ακούσια φιλοφρόνηση.
Τα γέλια δεν κράτησαν πολύ. Αυτός ο κινηματογραφιστής-ονειροπόλος, που στέφθηκε εν μια νυκτί «βασιλιάς της κωμωδίας», καλοπληρώθηκε όσο κανείς, σε σημείο που είπε πως τα χρήματα φτάνουν και περισσεύουν και δεν τον αφορούν πλέον, που σκόραρε ίσως το πιο επιτυχημένο, εμπορικά και καλλιτεχνικά, σερί στην ιστορία του Χόλιγουντ, αποκαθηλώθηκε όταν το «Big Moment» δεν άρεσε στους προϊσταμένους του, που το καταχώνιασαν και το ανέσυραν κομμένο και μπαλωμένο δύο χρόνια αργότερα, και ο ίδιος διαφώνησε κάθετα με τον παραγωγό του, τον Μπάντι Ντεσίλβα, αποφασίζοντας να αποχωρήσει από την εταιρεία που του παραχώρησε πρωτοφανή ελευθερία, με το αζημίωτο βεβαίως.
Ενάντια στις αντίθετες συμβουλές των φίλων του, συνεταιρίστηκε με τον πολυεκατομμυριούχο εραστή του σινεμά και συνολικά υπερπαράξενο και ακοινώνητο Χάουαρντ Χιουζ και υπέγραψε μια πανάκριβη, καταστροφικά άνοστη κομεντί με τον παλιό σταρ του βωβού, τον Χάρολντ Λόιντ. Αν και έγινε παραγωγός των ταινιών που έγραφε και σκηνοθετούσε, όπως ο Νόελ Κάουαρντ στην Αγγλία και ο Ρενέ Κλερ στη Γαλλία, χρεοκόπησε αμέσως και ούτε το «Unfaithfully Yours» με τον Ρεξ Χάρισον τον έφερε στην πρώτη γραμμή, γιατί, πολύ απλά, ξένισε το κοινό με τη σκληρότητα των φονικών φαντασιώσεων και ίσως την εκτεταμένη χρήση της κλασικής μουσικής, που τόσο ήθελε να διώξει ο ίδιος από τη ζωή του ‒ άλλο ένα αυτοβιογραφικό ενσταντανέ στο έργο του.
Όχι μόνο δεν ήταν πλέον εγγεγραμμένος στη λίστα των πάρτι αλλά δεν είχε χρήματα να πληρώσει τον χασάπη του. Επαγγελματικά εξαντλημένος, οικονομικά κυνηγημένος, αλλά οικογενειακά ευτυχής, ο Πρέστον Στάρτζες κατέφυγε στη Γαλλία, γύρισε μια ανάλαφρη κομεντί, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να διορθώσει ένα αδιόρθωτο θεατρικό, απολύθηκε μετά από δύο εβδομάδες και πέθανε από ανακοπή στο ξενοδοχείο Algonquin, ενώ έγραφε.
Δεν πάτησε ποτέ ξανά το πόδι του στο Χόλιγουντ.
σχόλια