ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1945 140 περίπου νέοι καλλιτέχνες και επιστήμονες επιβιβάζονται, με πρωτοβουλία του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβιου Μερλιέ και του υποδιευθυντή του Ροζέ Μιλιέξ, στο πλοίο Ματαρόα, που στα πολυνησιακά σημαίνει «γυναίκα με μεγάλα μάτια». Ξεκινούν ένα ταξίδι σωτηρίας, μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται στην Ελλάδα.
Το πλοίο πιάνει λιμάνι στον Τάραντα της Ιταλίας και η «Υποτροφιάδα» συνεχίζει μέσα σε αντίξοες συνθήκες το ταξίδι της με τρένο, μέχρι το πολυπόθητο Παρίσι. Οι επιβάτες του ταξιδιού, μεταξύ άλλων ο Κορνήλιος Καστοριάδης, η Έλλη Αλεξίου, ο Κώστας Αξελός, η Μάτση Χατζηλαζάρου κ.ά. με τη μετέπειτα λαμπρή πορεία τους, έδωσαν στο ταξίδι αυτό μυθικές διαστάσεις, ταυτίζοντάς το με την έννοια της επιτυχίας.
Αυτό το πλοίο-θρύλος χάρισε το όνομά του στην ομάδα Ματαρόα. Οι τέσσερις από αυτούς ήταν φίλοι από τη σχολή του Εθνικού, οι Μάνος Βαβαδάκης, Στέλλα Βογιατζάκη, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Κατερίνα Παπανδρέου και τότε, μαζί με τον Ακύλλα Καραζήση, στο τρίτο έτος παρουσίασαν την «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ που ήταν η πτυχιακή τους εργασία. Η συνεργασία τους με τον Ακύλλα τούς έδεσε ακόμα περισσότερο μεταξύ τους –και μαζί του– και τους έδειξε καλλιτεχνικά ένα δρόμο που μας αφορούσε.
Μέσα από την ιστορία του Ματαρόα αποδεικνύεται όμως και κάτι άλλο, για σήμερα. Πόσο σημαντική είναι η πολιτιστική πολιτική κάθε κράτους. Κάτι που στην Ελλάδα –θες από επαρχιωτισμό, θες από συνειδητή άγνοια– δεν θεωρείται ακόμα σημαντικός πυλώνας της κρατικής πολιτικής.
Έναν χρόνο μετά, στον «Σεισμό στη Χιλή» στο Bios, πάλι σε μια παράσταση του Κλάιστ γνώρισαν τα δύο άλλα μέλη της ομάδας, την Κατερίνα Ζησούδη και τον Κωνσταντίνο Πλεμμένο, επίσης μαθητές του Ακύλλα στο Ωδείο και στο Εθνικό αντίστοιχα.
Από τότε ξανασυνεργάστηκαν πολλές φορές σε διάφορες παραστάσεις, παίζοντας, γράφοντας, σκηνοθετώντας (Το έξυπνο πουλί, Το μεγάλο κρεβάτι, Υμπύ Τύραννος κ.ά.), ωστόσο, ποτέ δεν βρέθηκαν στη σκηνή και οι έξι μαζί, πάντα κάποιος έλειπε. Η σχέση τους έγινε πιο βαθιά με τον καιρό. Έγιναν φίλοι, οικογένεια, σχεδόν χωρίς να το καταλάβουν. Μοιραία.
Πριν από την πρώτη καραντίνα ξεκίνησαν να δουλεύουν –και οι έξι αυτήν τη φορά– μαζί με τον Ακύλλα, ετοιμάζοντας το «Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» για το Θέατρο Τέχνης. Τους πρόλαβε ο Covid, αλλά στον χρόνο που μεσολάβησε, μέσα στον οποίο ήπιαν τους περισσότερους καφέδες που έχουν πιει ποτέ, περιμένοντας να ανοίξουν τα θέατρα, η φιλία τους και η λαχτάρα να βρίσκονται μαζί σκηνικά τούς οδήγησαν στη δημιουργία μιας ομάδας, που πλέον, πιο «επίσημα», θα δουλεύει σε σταθερή βάση.
Πήραν το όνομα «RMS Mataroa» από μια ιδέα που είχε ο Μάνος Βαβαδάκης. «Ετοίμασε έναν επίσημο λόγο μιλώντας μας για το ταξίδι του πλοίου. Μας εξήγησε ότι τον Δεκέμβρη του ’45 αυτοί οι νέοι άνθρωποι, παίρνοντας υποτροφία από το Γαλλικό Ινστιτούτο, ξεκίνησαν από την εμφυλιακή Αθήνα για το Παρίσι, αναζητώντας έναν χώρο για να εκφραστούν και να νιώσουν ελεύθεροι. Κάπως έτσι και εμείς, μας είπε, σε αυτήν τη διαφορετικά ταραγμένη εποχή ξεκινάμε ένα κοινό ταξίδι –χωρίς υποτροφία– αναζητώντας ακριβώς το ίδιο. Έναν χώρο έκφρασης και ελευθερίας. Μας έπεισε. Δεν χρειάστηκε να το ξανασυζητήσουμε» λένε στη LiFO οι ηθοποιοί της ομάδας.
Ψάχνοντας τρόπο να συστηθούν ως ομάδα με το νέο τους όνομα, κατέληξαν στο προφανές. Να κάνουν μια παράσταση γι’ αυτό το ταξίδι. «Φτιάχνοντας τη δραματουργία της παράστασης, ανακαλύψαμε ότι η ιστορία αυτή μάς συγκινεί περισσότερο απ’ όσο περιμέναμε. Και έτσι, αυτό το ταξίδι –πέρα από την πολιτική του διάσταση– έγινε για εμάς κάτι πολύ προσωπικό. Καταλάβαμε ότι πίσω από τους θρυλικούς επιβάτες του πλοίου κρύβονταν νέοι άνθρωποι "γεμάτοι λαχτάρα", όπως λέει η Νέλλη Ανδρικοπούλου, "που είχαν την τύχη να ζήσουν μια νεανική περιπέτεια”» λένε.
«Η δραματουργία που προέκυψε είναι ένα ψηφιδωτό, ένα κολάζ από επιστολές, συνεντεύξεις, μαρτυρίες και κείμενα των επιβατών του Ματαρόα. Είναι το ταξίδι αυτό με τα δικά τους λόγια, μέσα από τα μάτια τους. Οι αφηγήσεις αυτές έχουν κάτι τόσο προσωπικό που μας αγγίζει. Στην παράσταση στρέφουμε τον προβολέα στο πραγματικό ταξίδι, στις λεπτομέρειες.
Μας συγκινεί, ας πούμε, ο Προβελέγγιος που τρέχει και μαζεύει κονσέρβες στο πλοίο, μια επιβάτης που κυκλοφορεί μέσα στο πλοίο μ’ ένα πιανάκι σιλανσιέ που κανείς δεν θυμάται πώς τη λένε ή το λεμόνι απ’ την Ελλάδα που σάπισε στην Ελληνική Φοιτητική Εστία, καθώς και το γεγονός ότι πολλοί από τους επιβάτες δεν μίλησαν ποτέ –τουλάχιστον όχι δημόσια– γι' αυτό το ταξίδι. Ακόμα κι αυτοί που μίλησαν όμως, βρίσκονται σε μία διαρκή αναμέτρηση με τη μνήμη, που αναπλάθεται και διαμορφώνεται μέσα στο χρόνο».
Η γενιά τους, όλοι τριαντάρηδες, έζησε τα περισσότερα χρόνια σ’ ένα τοξικό πολιτικά περιβάλλον, μέσα στην αβεβαιότητα και τη μελαγχολία. Είναι τα «παιδιά της απομάγευσης», έχουν μεγαλώσει μέσα σε μια διαρκή κρίση.
«Ένα τέτοιο ταξίδι στο εξωτερικό, αυτό το αίσθημα της φυγής, ήταν πάντα μια προοπτική, μια διέξοδος που συζητάγαμε συχνά. Και υπάρχουν φίλοι μας που το δοκίμασαν, που έφυγαν, διεκδικώντας τη δυνατότητα να εργάζονται και να ζουν από την εργασία τους.
Η Κατερίνα Παπανδρέου έζησε και δούλεψε ως ηθοποιός σε κρατικά θέατρα της Γερμανίας το διάστημα 2014-'18, πάλεψε πολύ μεταξύ της επιλογής μιας καλύτερης επαγγελματικά ζωής και της νοσταλγίας. Το ίδιο και η Χαρά, που είναι μισή Γερμανίδα και έχει μια δεύτερη μητρική γλώσσα που θα της επέτρεπε να δουλεύει ως ντόπια στη Γερμανία. Δουλεύει σταθερά και εκεί, αλλά ποτέ δεν έφυγε μόνιμα, γιατί εδώ είναι το σπίτι κι οι φίλοι της. Αυτός είναι ο λόγος που επέστρεψε κι η Κατερίνα.
Μιλάμε για ένα πολύ ρομαντικό, αλλά και πολύ κρίσιμο τελικά κριτήριο: το πού νιώθεις ότι είναι το σπίτι σου, πού ανήκεις. Το τίμημα, βέβαια, του να ζεις και να εργάζεσαι στην Ελλάδα είναι πολύ σκληρό. Βιώνουμε συνεχώς μια αγωνία, δεν “βγαίνουμε” πάντα οικονομικά, δεν πληρωνόμαστε όπως θα έπρεπε, από το επάγγελμα που ξέρουμε και αγαπάμε να κάνουμε».
Για τους ηθοποιούς που θα μπαρκάρουν στο δικό τους «Ματαρόα» ευχής έργον θα ήταν να μη χρειάζεται στο μέλλον κανένας άνθρωπος να εγκαταλείψει το σπίτι του, την πατρίδα του, την οικογένειά του, για να νιώσει κάπου αλλού ασφαλής και δημιουργικός.
«Δυστυχώς είμαστε πολύ μακριά από αυτό το μέλλον ως ανθρωπότητα. Όλα αυτά τα καραβάνια πολιτικών μεταναστών που δημιουργούνται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη το αποδεικνύουν. Κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι μια προσωπικότητα πολύ συγκεκριμένη, με τη δική του ιστορία, κι όχι ένας αριθμός στα υπολογιστικά συστήματα.
Γι’ αυτό μιλάμε –από τελείως άλλη σκοπιά φυσικά– και στη δική μας παράσταση. Ψηλαφίζουμε τι ήταν το Ματαρόα μέσα από τις διάφορες μαρτυρίες, δεν το εξετάζουμε από απόσταση όπως διαβάζεται ένα βιβλίο ιστορίας, ούτε τους επιβάτες του ως ένα “τσούρμο” από σημαίνουσες προσωπικότητες. Προκύπτει ότι ο καθένας βίωσε αυτό το ταξίδι με άλλον τρόπο και μάλιστα πολλές φορές τελείως διαφορετικό ή και αντίθετο από τους υπόλοιπους – όπως συμβαίνει με όλες τις συλλογικές εμπειρίες, άλλωστε, έτσι δεν είναι;».
Ο Καστοριάδης, σε μια σπάνια στιγμή που μίλησε για το Ματαρόα, το χαρακτήρισε ως σημαντικό ιστορικό γεγονός της σύγχρονης Ελλάδας, γιατί επέτρεψε σε Έλληνες να συμβάλουν κι αυτοί στ δημιουργία του μεταπολεμικού κόσμου. Και όντως, οι σκέψεις του Καστοριάδη, του Αξελού και του Παπαϊωάννου ενδεχομένως να μην είχαν ζυμωθεί με τον ίδιο τρόπο ή να μην ήταν προσβάσιμες χωρίς εκείνο το ταξίδι.
Αλλά και σε όλους τους τομείς των υποτροφιών που δόθηκαν τότε, είναι αποδεδειγμένο ότι η εμπειρία και οι γνώσεις που κερδήθηκαν επιστράφηκαν τελικά και στην Ελλάδα στο πολλαπλάσιο. Στη ζωγραφική, τη γλυπτική, την ιατρική, τη μουσική, την αρχιτεκτονική, ακόμα και στις επιχειρήσεις.
Μέσα από την ιστορία του Ματαρόα αποδεικνύεται όμως και κάτι άλλο, για σήμερα. Πόσο σημαντική είναι η πολιτιστική πολιτική κάθε κράτους. Κάτι που στην Ελλάδα –θες από επαρχιωτισμό, θες από συνειδητή άγνοια– δεν θεωρείται ακόμα σημαντικός πυλώνας της κρατικής πολιτικής.
«Κάνοντας μια γρήγορη χαρτογράφηση στην Αθήνα», λένε οι ηθοποιοί όταν τους ρωτάμε πώς το Μαρταρόα επηρεάζει ακόμα τη ζωή μας, «διαπιστώσαμε σε πόσες αναπάντεχες γωνιές κρύβονταν αποτυπώματα μιας πρωτοβουλίας που πήρε κάποτε το γαλλικό κράτος. Σε μέρη που πίναμε ποτά, όπως το Au Revoir, σε μέρη που ακούσαμε κάποτε μια συναυλία, όπως το θέατρο Λυκαβηττού, στην αυλή του Πολυτεχνείου (η κεφαλή του Πολυτεχνείου είναι έργο του Μέμου Μακρή και απεικονίζει τον Νίκο Σβορώνο, επιβάτες και οι δύο του Ματαρόα). Και σε τόσα άλλα που αναφέρουμε στην παράσταση – μην τα πούμε κι όλα! Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το Ματαρόα, μέχρι και σήμερα, συνεχίζει να ανοίγει ένα παράθυρο στη φαντασία μας».
Ματαρόα, Πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό;
Μια παράσταση της ομάδας RMS Mataroa
Παίζουν οι: Μάνος Βαβαδάκης, Κατερίνα Ζησούδη, Κατερίνα Παπανδρέου
Στο ακορντεόν η Άννα Δημητροπούλου
Συνεργάτες Βοηθοί: Θεοδώρα Γεωργακοπούλου, Ευτυχία Φραντζεσκάκη
Εικαστική επιμέλεια: Μανώλης Μαυρής
Επεξεργασία εικόνας – φωτομοντάζ: Μαρία Γιαρμενίτη
Θέατρο Κάμιρος
Ιθάκης 32, Κυψέλη, 2117251384, 6989945228
6-28/12, για 8 παραστάσεις
Μέρες και ώρα παραστάσεων: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00