Έχουμε κάτσει για την παράσταση στη δεύτερη σειρά, απέναντί μας, σε ένα μακρύ τραπέζι, σειρά τα μισοάδεια ποτήρια που έχουν απομείνει από προηγούμενα γλέντια, τα αποπίματα των «γλεντιών» μιας χώρας που δεν έχει συμφωνήσει αν έχει τελειώσει η Μεταπολίτευση – έτσι μου μοιάζουν. Γλέντια που κόπηκαν απότομα και άλλα που συνεχίζονται. Και θα συνεχιστούν στο διηνεκές. Ζούμε ακόμα στη Μεταπολίτευση.
Είναι πολύ δύσκολο να γράψω για την παράσταση «Κομμώτριες / Μεταπολίτευση» χωρίς να κάνω spoiler και δεν θα κάνω, σας αφορά όπως αφορά κι εμένα. Όσοι έχουμε εμπλακεί με κάποιον τρόπο στον «Εθνικό Ύμνο» –λέω «εμπλακεί» γιατί την παράσταση εκείνη δεν την έβλεπες, ζούσες μέσα σε αυτή– θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τις «Κομμώτριες» μια νοητή του συνέχεια, ανάλογου ύφους και υποκριτικής έντασης και κινητοποίησης των αισθημάτων.
Ο «Εθνικός Ύμνος» εντόπιζε την ταυτότητά μας μέσα στο 2001, όταν ακόμα τρέχαμε με ενθουσιασμό στον ανήφορο της γενικής ευφορίας – φυσικά δεν είχαμε δει όλο τον ανήφορο, από την αντηλιά, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
Οι «Κομμώτριες / Μεταπολίτευση» διερευνούν την ταυτότητά μας είκοσι χρόνια αργότερα μέσα από σκηνές σπαρακτικές και κωμικοτραγικές, που κάποτε υπήρξαν σοβαρές και τις πιστέψαμε, μετά από απανωτές ήττες, κρίσεις, τρία-τέσσερα μνημόνια που έχουν τσακίσει τις ζωές όλων ανεξαιρέτως, θεατών και ηθοποιών, και χωρίς ενοχή σχολιάζουν και ανατρέχουν σε αυτά που συνέβησαν σε περιόδους μεγαλύτερης και μικρότερης συλλογικής «ευδαιμονίας».
Οι «Κομμώτριες / Μεταπολίτευση» διερευνούν την ταυτότητά μας είκοσι χρόνια αργότερα μέσα από σκηνές σπαρακτικές και κωμικοτραγικές, που κάποτε υπήρξαν σοβαρές και τις πιστέψαμε, μετά από απανωτές ήττες, κρίσεις, τρία-τέσσερα μνημόνια που έχουν τσακίσει τις ζωές όλων ανεξαιρέτως, θεατών και ηθοποιών, και χωρίς ενοχή σχολιάζουν και ανατρέχουν σε αυτά που συνέβησαν σε περιόδους μεγαλύτερης και μικρότερης συλλογικής «ευδαιμονίας».
Από τις αστείες και «εκστατικές» πόζες της Μελίνας με τα αγάλματα στο Λούβρο μέχρι τον περίφημο κότσο μπομπάρι (κατά την κομμωτική έκφραση) της Δήμητρας Λιάνη-Παπανδρέου στον γάμο της, με όσα χαοτικά και ποιητικά και υψηλόφρονα και αρχοντοχωριάτικα μεσολαβούν ανάμεσα σε αυτά τα άκρα, ανάμεσα στις οδικές αρτηρίες της πόλης και στον χάρτη της που άλλαξε δραματικά όλα αυτά τα χρόνια. Και όλα αυτά χωρίς να χωρίζει τίποτα τους θεατές από τους ηθοποιούς-περφόρμερ-αφηγητές – όλοι βρίσκονται, δημοκρατικά, κάτω από το ίδιο φως, στο φως που δεν χαμηλώνει ποτέ, για να μπορούν να κοιταχτούν στα μάτια.
Η Μεταπολίτευση ως ιστορικό και πολιτικό γεγονός είναι κάτι κοντινό τελικά για όσους την έζησαν και πολύ μακρινό ή άγνωστο ή αδιάφορο για όσους δεν την έζησαν σε ασπρόμαυρους δέκτες και ραδιόφωνα με αναλογικά κουμπιά.
Οι ηθοποιοί και συνδημιουργοί αυτής της παράστασης του Μιχαήλ Μαρμαρινού, του απόλυτου μετρ της μικροϊστορίας, της αθέατης λεπτομέρειας, της λοξής υποδόριας κριτικής, ενός δημιουργού που δεν διστάζει να φτιάξει μια υπόθεση από έναν κόκκο σκόνης, είναι γεννημένοι μετά τη Μεταπολίτευση ή ήταν μωρά –πλην ενός, που γεννήθηκε στη Γερμανία και δεν ήταν στην Ελλάδα το 1974–, άρα μνήμη γι' αυτούς είναι η αφήγηση της ιστορίας από γονείς, συγγενείς και φίλους, αναγνώσματα, μια «πραγματικότητα» που περιέχει πάντα ένα μυστήριο σχετικά με αυτό που κατανοεί κάποιος, το ίδιο μυστήριο που περιέχει και η απάντηση στην ερώτηση «τι μπορεί να κρύψει μια καλή κόμμωση».
Η μεγάλη βόλτα της Μεταπολίτευσης ξεκινά από το Πολυτεχνείο –αλλά ο καθένας μπορεί να ορίσει την εκκίνηση από τον «δικό του δρόμο»– και καταλήγει στην Ομόνοια ή στην οδό Τουρναβίτου στο Θεάτρο Θησείον, με πολλές στάσεις που κάνει ένα φανταστικό ιπτάμενο λεωφορείο στο Καστρί και στον Σαρωνικό, και στο Λούβρο και στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού και στον Κορυδαλλό και στα Εξάρχεια, περνάει μέσα από παρκάκια και διαμερίσματα, κάνει μια βόλτα στον κόσμο που, παρά τις αλλαγές και την πρόοδο της τεχνολογίας, πολύ λίγο μας απασχολεί, γιατί ποιος νοιάστηκε αν πέθανε ο Ταρκόφσκι όταν έχει βγει το ΠΑΣΟΚ για δεύτερη φορά και οι δουλειές όλων πάνε καλά; Και ποιος θυμάται ή ξέρει ότι τη χρονιά που έπεσε η δική μας χούντα, το 1974, έπεσε και η χούντα της Πορτογαλίας, η οποία, όπως κι εμείς, μπήκε σε μνημόνια τα ίδια χρόνια τις επόμενες δεκαετίες; Έχει σημασία;
Έχει σημασία. Είναι ο ίδιος κόσμος που ορίζεται από σημερινούς εξηνταπεντάρηδες και βάλε, που τότε είχαν πολλά μαλλιά –μιλάμε για απίστευτη ποσότητα μαλλιών και μουσιών–, άλλο βλέμμα πίσω από γυαλιά, μεγάλα κοκάλινα γυαλιά, και σήμερα δεν θέλουν να θυμούνται και πολλά πολλά από τις εποχές των καμπάνα-παντελονιών τους.
Αυτή η διαδρομή που κάνει η παράσταση στο πιο πρόσφατο κομμάτι της Ιστορίας μας που έχει σημαδευτεί από ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός είναι μια σύνθεση σοβαρή, συγκινητική, μια εργασία πολυεπιστημονική, πολύ μελωδική με απίθανα τραγούδια που θέλεις να τα θυμάσαι όταν τελειώνει η παράσταση, ένα έργο «για την επικαιρότητα του παρελθόντος, με τιμές κράτους σε μικρές περφόρμανς σύγχρονης ιστορίας».
«Μονάδα μέτρησης της Ιστορίας είναι η καθημερινότητα. Όχι, δεν θα μιλήσουμε εμείς για εμάς, εμείς για τη Μεταπολίτευση. Εμείς δανείζουμε το σώμα και τον εαυτό, το αίμα, τη φωνή και το στόμα για να μιλήσουν Άλλοι. Αυτοί οι Άλλοι δεν είναι εδώ, λείπουν… Εμείς είμαστε η Φωνή, η φωνή τους. Όσο πιο σεβαστικά γίνεται – όταν παρεμβαίνει ένας άλλος λαιμός, μια άλλη χροιά. Είναι μια εκπροσώπηση, εκπροσωπούμε απόντες. Τους δανείζουμε εμάς για να μπορέσουν να ακουστούν. Κι εμείς, ευτυχισμένοι της ζωής, της εμπειρίας ενός Άλλου», γράφουν οι ηθοποιοί της παράστασης.
Και όταν αρχίζουν όλοι να χορεύουν και νιώθεις επιτέλους αβαρής, βλέπεις αυτούς που αφορά η παράσταση να παρελαύνουν ως παρόντες ή απόντες. Αφορά αυτούς που βγαίνουν το πρωί στο μικρό τους μπαλκόνι και απομακρύνουν με τρυφερότητα τα ξερά φύλλα, αυτούς που ψώνιζαν στα μαγαζιά της Πατησίων όταν ήταν σπουδαίος εμπορικός δρόμος και αυτούς που δε την έχουν περπατήσει βράδυ ούτε μια φορά γιατί δεν υπάρχει πια και αυτούς που μας κοιτάζουν με απορία και καχυποψία γι' αυτά που λέμε εμείς οι μεγαλύτεροι, και δικαίως, αφορά αυτούς που στο μυαλό τους κανένα χάρτης δεν θα οριστικοποιηθεί όσο οι πληθυσμοί περιμένουν να βρουν μια νέα πατρίδα.
Πότε τελειώνει η Μεταπολίτευση – ή τέλειωσε; Κανένας δεν θα καταλάβει, τουλάχιστον σήμερα. Απλώς εκεί, στο Θησείον, είσαι ένα μέρος αυτής της ιστορίας και αν είσαι πιο παλιός, θυμάσαι, ωστόσο απορείς ακόμα που με τον ίδιο τρόπο απορεί ο διπλανός σου ο αγέννητος τότε, αυτός που δεν είδε ποτέ τη Μελίνα να κατεβαίνει στον Πειραιά με μεταξωτό πουκάμισο και τους εργάτες να την αποθεώνουν, γι' αυτό που υπήρξες και γι' αυτό που είσαι σήμερα.
Γιατί να δεις αυτή την παράσταση με ρωτάς; Για τα μαλλιά σου που άλλαξαν μέσα στις δεκαετίες, σχεδόν δραματικά και άλλο τόσο αστεία – και λέει αυτή η «αλλαγή», που την έχεις πάρει παραμάσχαλα, όπως κι άλλες κι άλλες, υπογραμμίζει, χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι άλλαξες κι εσύ.
Γιατί μετά θες οπωσδήποτε να τσουγκρίσεις το ποτήρι σου και να πιεις γι' αυτούς που ήσουνα μαζί στις διαδηλώσεις, στις παραστάσεις, στις συναυλίες, στις ταβέρνες, τα υγρά καλοκαιρινά βράδια, τις σπάνιες φορές που χιόνισε, τα βράδια των εκλογικών αποτελεσμάτων, να πιεις υπέρ υγείας και υπέρ αναπαύσεως όλων αυτών που δεν είναι πια, αλλά θα είναι κάθε μέρα μαζί σου στο υπόλοιπο της ζωής σου. Γιατί η δική σου Μεταπολίτευση θα τελειώσει με τον θάνατό σου μόνο.
«Κομμώτριες / Μεταπολίτευση»
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Δραματουργία: Μιχαήλ Μαρμαρινός - Theseum Ensemble
Μουσική: Larry Gus
Σκηνικά-Κοστούμια: Έφη Μπίρμπα
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Μάιρα Γραβάνη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Άρης Νινίκας, Ανδρομάχη Φουντουλίδου, Χάρης Φραγκούλης, Adrian Frieling
Θέατρο Θησείον (Τουρναβίτου 7, Ψυρρή)
Τετ.-Σάβ. 20:30, Κυρ. 19:30