Γεννήθηκα στην Αίγινα, όπου πέρασα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, αλλά πολύ νωρίς έφυγα και τα καλύτερά μου χρόνια τα πέρασα στον Πειραιά, με τη γιαγιά μου. Δεν ξέρω τι πάει να πει πατρίδα ακριβώς, αλλά όταν έχω πολύ καιρό να πάω στην Αίγινα νιώθω λίγο άβολα και πάντα κατεβαίνω στον Πειραιά για να πιω τον καφέ μου. Κοντά στη θάλασσα. Είμαι και σε τέτοια ηλικία, που άμα ανοίγεις την ατζέντα όλο και κάποιος λείπει, έτσι καμιά φορά αραιώνω, γιατί είναι και λίγο θλιβερό να ξέρεις ότι οι παιδικοί σου φίλοι έχουν φύγει.
• Οι γονείς ήταν εντελώς αλλού, δεν είχαν καμία σχέση με την τέχνη. Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος και η μητέρα μου ασχολιόταν με το νοικοκυριό, άνθρωποι απλοί. Θα ήθελα πολύ περισσσότερα από αυτούς, αλλά μου έδωσαν ό,τι μπορούσαν και, το κυριότερο, δεν με εμπόδισαν να κάνω αυτό που ήθελα. Αυτό με συνόδευσε όλη μου τη ζωή και το εκτιμώ αφάνταστα. Μπορεί να μην ήξεραν τι ήταν αυτό με το οποίο ήθελα να ασχοληθώ, αλλά δεν έφεραν ποτέ αντίρρηση. Μην ξεχνάμε ότι είχαν να κάνουν και με έναν γιο που «από τη μια έλεγε αυγά και από την άλλη έλεγε καλάθια».
• Επειδή η οικονομική μας κατάσταση δεν ήταν καλή και δεν μπορούσαν να με συντηρήσουν, ούτε και τα βασικά, όταν έφυγα από την Αίγινα στην ηλικία των 12 ετών και ήρθα στον Πειραιά, αισθανόμουν λίγο άβολα, σαν επαίτης. Είναι ένα άσχημο συναίσθημα, που όταν είσαι έφηβος είναι πιο έντονο. Έτσι, σταμάτησα το ημερήσιο γυμνάσιο για να πάω στο νυχτερινό και αναγκάστηκα να κάνω διάφορες δουλειές για να διαφυλάξω την αξιοπρέπειά μου και να τελειώσω το σχολείο. Δεν μου έκανε κακό, αλλά πολλές φορές με έπιανε το παράπονο επειδή έβλεπα τους συμμαθητές μου σε μια πιο ήρεμη κατάσταση, ενώ εγώ αναγκαζόμουν να ξυπνάω πάρα πολύ πρωί ή να κάνω δουλειές που δεν τις πολυγούσταρα. Τις έκανα μόνο για οικονομικούς λόγους και ήταν πολύ κουραστικό σε αυτή την ηλικία.
Στην Ελλάδα η υπόθεση καπιταλισμός έχει τη δική της έννοια, είναι με όρους της Καμόρα. Αυτοί που είχαν τα φράγκα τελικά, οι 10-15-20 οικογένειες, άντε 30, απόγονοι κατσαπλιάδων και ζωοκλεφτών, δεν ήταν ποτέ αριστοκρατία με καλή σχέση με το χρήμα, ποτέ δεν είχαμε αριστοκρατική τάξη στην Ελλάδα. Όλοι οι δωσίλογοι μετά την Κατοχή έγιναν πάμπλουτοι.
• Την εποχή που ήμουν μαθητής έπρεπε να πας οπωσδήποτε στο πανεπιστήμιο, ακριβώς όπως και τώρα, και οι άλλες δουλειές ήταν απαξιωμένες. Έπρεπε οπωσδήποτε να γίνεις γιατρός ή δικηγόρος. Το «μάθε γράμματα» το καταλαβαίνω, αλλά τα υπόλοιπα όχι. Είναι απογοητευτικό τα περισσότερα παιδιά να προσπαθούν να εξυπηρετήσουν το όνειρο ενός άλλου. Είναι ένας παράγοντας που τα εμποδίζει να ασχοληθούν και με άλλα πράγματα, τα δυσκολεύει να βρουν κάτι να αγαπήσουν. Κι αν δεν αγαπήσεις κάτι, τι θα σε κάνει να ζήσεις πιθανόν με καλύτερους όρους; Θα περίμενα από τους νέους γονείς μια πιο ευέλικτη κατάσταση, αλλά βλέπω έναν αφόρητο συντηρητισμό, ότι σώνει και ντε πρέπει να εξυπηρετήσουν το δικό τους όνειρο. Κι όποιο παιδί θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη, οποιαδήποτε μορφή τέχνης, ακούει κατευθείαν το «θα πεθάνεις στην ψάθα». Τις προάλλες, ένας πατέρας στην Αίγινα, υπάλληλος της ΔΕΗ με σίγουρο μισθό, με παρακαλούσε να πω στον γιο του που πέρασε αριστούχος στο Εθνικό ότι έχει κάνει λάθος επιλογή, να τον αποτρέψω. Δηλαδή, μου ζητούσε να βρίσω τον εαυτό μου, τη δουλειά που κάνω σαράντα χρόνια. Δυστυχώς, αυτές οι περιπτώσεις είναι η πλειονότητα.
• Δεν το είχα προγραμματίσει να γίνω ηθοποιός, ούτε το είχα στο μυαλό μου. Απλώς, όταν βρέθηκα στον Πειραιά, μετά την Αίγινα, ήταν χούντα, η ζωή μου χάλια, με νυχτερινό γυμνάσιο και πρωινή δουλειά, σε μια πόλη που δεν ήταν και τόσο ανοιχτή ως κοινωνία – κοντολογίς, έλεγα ότι ο κόσμος δεν μπορεί να είναι μόνο άσχημος, έπρεπε να υπάρχει και κάτι όμορφο. Έτσι, ασχολήθηκα με τη μουσική. Πολύ γρήγορα, κρίνοντας τον εαυτό μου πολύ αυστηρά, ως συνήθως, κατάλαβα ότι ήμουν ατάλαντος. Αλλά επειδή τίποτα δεν πάει χαμένο, ήταν η αφορμή να αρχίσω να ασχολούμαι γενικά με τα περί της τέχνης. Κάποια στιγμή, στα 17-18, κατέληξα ότι προς αυτή την κατεύθυνση ήθελα να πάω, δηλαδή της υποκριτικής –της σκηνοθεσίας περισσότερο–, αλλά δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα. Έκανα μια έρευνα αγοράς και είδα ότι οι σχολές που υπάρχουν για να υποστηρίξουν κάτι τέτοιο δεν με ευχαριστούσαν κι έτσι αποφάσισα να δώσω στη δραματική σχολή με σκοπό, όποτε νιώσω έτοιμος, να κάνω την ταινία που ήθελα. Καμιά φορά τα φέρνει η ζωή έτσι, που άλλα ονειρεύεσαι κι άλλα σου προκύπτουν στον δρόμο. Δεν το σκέφτηκα, δεν γεννήθηκα ούτε πάνω στο σανίδι ούτε μέσα σε ένα κουτί φιλμ, μέσα από διάφορες συνθέσεις και αναιρέσεις κατάλαβα ότι αυτό με ενδιαφέρει και κάπου εκεί έπρεπε να κινηθώ. Έδωσα, λοιπόν, εξετάσεις σε πολλές δραματικές σχολές και πέρασα σε όλες, αλλά προτίμησα το Εθνικό για λόγους οικονομικούς. Και κακά τα ψέματα, ήταν μια ακαδημαϊκή μεν, αλλά συντεταγμένη σχολή. Είχε αρχές. Κι εκεί πήγα.
• Πριν καλά-καλά τελειώσω τη σχολή, από ένα τυχαίο γεγονός, γνωρίστηκα με τον Νίκο τον Νικολαΐδη, από μια φωτογραφία μου που πήγε κάποιος στο γραφείο του. Από κει ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία με τον Νίκο. Πήρα τον ρόλο στη Γλυκιά Συμμορία και κάναμε δύο ταινίες μαζί. Τότε, στο Εθνικό, απαγορευόταν να παίζεις στο σινεμά, όσο ήσουν ακόμα φοιτητής. Δεν μου έφεραν πολύ μεγάλες δυσκολίες –να μην τους αδικώ τους ανθρώπους–, αλλά μου είπαν ότι «δεν συνάδουν αυτά τα δύο, κάνε την ταινία και ξαναέλα». Θεώρησα όμως ότι αυτά που ήθελα τα είχα ήδη πάρει. Δεν πήρα ποτέ το πτυχίο. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για δραματικές σχολές της εποχής εκείνης, οι οποίες κατά έναν περίεργο τρόπο μισούσαν τον κινηματογράφο και, δεν ξέρω γιατί, θεωρούσαν τέχνη μόνο το θέατρο. Αυτό με ενοχλούσε αφόρητα, γιατί σε όλη τη διάρκεια του νυχτερινού γυμνασίου η μόνη μου διασκέδαση στον Πειραιά ήταν το σινεμά. Είχα μια λόξα που μπορεί να εξηγείται και με ιατρικούς όρους κι επειδή τότε υπήρχαν πολλές αίθουσες κινηματογράφου, τουλάχιστον δέκα, πήγαινα στις προβολές 6-8, 8-10, 10-12 και παρακολουθούσα τα πάντα. Στη δραματική σχολή δεν έμαθα τίποτα που να αφορά τον κινηματογράφο. Λόγω της σχολής ήμουν συνέχεια σε μια «ατμόσφαιρα» κι έπρεπε να ξεχάσω ό,τι είχα μάθει, αν ήθελα να παίξω καλά. Έμαθα επίσης ότι αν θέλεις να κάνεις κάτι σε αυτόν το χώρο, κάν' το με τη δουλειά σου, χωρίς να αλλοιώσεις τον εαυτό σου. Υπάρχουν πάρα πολλοί συνάδελφοί μου, και στην ηλικία μου, που ασχολούνται με το όμορφο, κάνοντάς το πάρα πολύ άσχημα. Σε αυτό το τριπ νομίζω ότι δεν μπήκα.
• Οι φίλοι είναι ό,τι σημαντικότερο υπάρχει στον κόσμο και, βέβαια, η φιλία δεν επιβάλλεται, κερδίζεται. Και για μένα ήταν το Α και το Ω στη ζωή μου. Οι φίλοι έχουν παίξει και εξακολουθούν να παίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, είναι ιερό πράγμα – κι έχω περάσει πολλές φορές δύσκολες στιγμές. Στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου, που φαίνεται και πώς είναι τα πράγματα στ' αλήθεια, οι φίλοι με βοήθησαν και γι' αυτό είμαι και όρθιος σήμερα, δεν έχω κανένα παράπονο. Είναι άνθρωποι με τους οποίους δεν έχουμε καμία συγγένεια. Για τη φιλία έχω κάνει ολόκληρη ταινία, τον Κήπο του Θεού, ένα έργο που με γέμισε βραβεία και χρέη. Είναι μια ταινία πάνω στον ανθρώπινο πόνο, στο τι ανθρώπινο μπορούμε να βρούμε σκαλίζοντας στα σκουπίδια. Κακώς «διαβάστηκε» στην εποχή της από κάποιους ανθρώπους ως μια αντιεξουσιαστική ταινία, δεν ήταν. Πολλές φορές ο κινηματογράφος και το θέατρο σου «κολλάνε» πράγματα που δεν είσαι, απλώς τα έκανες. Στη Γλυκιά Συμμορία με είχαν χαρακτηρίσει ροκά, πράγμα που δεν ίσχυε, όχι γιατί το ροκ δεν με συγκίνησε αλλά επειδή πάντα γούσταρα την τζαζ. Το μόνο που δέχομαι από αυτόν το ρόλο είναι ότι ήμουν «καλός», το υπόλοιπο δεν έχει σχέση με τη ζωή μου. Στον Κήπο του Θεού προσπάθησαν να μου φορέσουν μια κουστουμιά που δεν ήμουν ούτε εγώ ούτε η ταινία. Ενώ μου προκάλεσε πολύ πόνο, πήρε πάρα πολλά βραβεία, για τα οποία χαριτολογώντας έλεγα: «Τι να τα κάνεις τα βραβεία, άμα δεν έχεις τοίχο να τα κρεμάσεις!».
• Είχα πάντα μια περίεργη στάση απέναντι τα βραβεία, πάντα την ίδια από την αρχή, και δεν είναι ότι δεν έχω πάρει βραβείο άρα το απαξιώνω, γιατί ακούς συχνά ηθοποιούς να λένε «με έχει φάει το σύστημα». Απλώς στην Ελλάδα δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία, δεν είναι Όσκαρ, που σε κάνει πιο εμπορικό. Και δεν πρέπει να επικεντρώνεται κανείς σε αυτά, γιατί το βραβείο έρχεται, δεν προηγείται. Κάνε εσύ τη δουλειά σου και αν έρθει κι ένα βραβείο, καλώς να 'ρθει. Γιατί αν τους δώσεις σημασία, έχεις χάσει από χέρι. Χάρηκα που πήρα το βραβείο κοινού για τον Άγριο Σπόρο, αλλά μέχρι εκεί. Το βραβείο που πήρα για τη Συμμορία δεν το αρνήθηκα για λόγους ιδεολογικούς, παρόλο που κάποιοι νόμιζαν ότι επειδή έμενα στις παρυφές των Εξαρχείων, η πράξη μου ήταν από μια διάθεση επαναστατικότητας. Δεν κάνω τον επαναστάτη ούτε πουλάω μούρη, αλλά όταν είσαι νέος δικαιολογείται η έπαρση. Από τότε σκεφτόμουν με τον ίδιο τρόπο, καλό, κακό, άχρηστο, πάντως διαφορετικό.
• Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στον χρόνο, θα τα άλλαζα όλα. Μεγαλώνω σημαίνει αποκτώ μια λεπτότητα, μια σοφία, μια άλλη σχέση με τα πράγματα και θα ήμουν κουτός αν έκανα τα ίδια σε περίπτωση που μου δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία. Σίγουρα θα παρέμενα στον χώρο της τέχνης και μάλλον πάλι στον κινηματογράφο θα κατέληγα.
• Έχω κάνει και δουλειές που δεν τις πίστευα, για τα χρήματα, ειδικά στην τηλεόραση. Κατάφερα όμως να αντισταθώ, όσο δύσκολο κι αν ήταν, και δεν μπήκα στο πιο φτηνό μέρος, που ήταν η βιντεοκασέτα. Έτυχε να μεσουρανεί την εποχή της Γλυκιάς Συμμορίας και ήταν πολλά τα λεφτά κι εκεί με βοήθησε η προηγούμενη ζωή μου, το ότι είχα δουλέψει από μικρός, το ότι ήξερα τι μου γινόταν, το ότι δεν είχα καβαλήσει το καλάμι. Είχα καλή σχέση με αυτό που λέμε «real». Προτίμησα να δουλεύω ως μπάρμαν από το να πάρω μια σακούλα με λεφτά για να παίξω σε μια παπαριά. Αυτό που κάνω το βρήκα μόνος μου και το αγαπάω πάρα πολύ και αφού έβγαζα τόσα όσα χρειαζόμουν για να διατηρώ την αξιοπρέπειά μου, σκεφτόμουν «ας κάνω αυτό που γουστάρω κι ας μη χαλάσω της ζωή μου». Δεν ήμουν διαφορετικός, με μεγάλες ιδέες, δεν ήμουν σνομπ. Μπορεί να ζούσα δύσκολα γιατί δεν είχα ούτε κομπόδεμα, ούτε άκρες, αλλά κοίταζα να ζω όσο γινόταν πιο όμορφα. Έκανα αυτό που γούσταρα και αυτό μού ήταν αρκετό.
• Υπάρχει ένα ψυχικό όφελος πάρα πολύ σημαντικό από αυτό που κάνω: νομίζω ότι έγινα καλύτερος άνθρωπος. Και όχι μόνο από την τέχνη τη δική μου, ως πράξη, αλλά από πράγματα που με ενδιέφεραν και με ενθουσίαζαν πάντα: τις συναυλίες, τον χορό, τα εικαστικά. Χωρίς αυτά δεν θα μπορούσα να ζήσω. Πάντα θεωρούσα τέχνη ό,τι μπορούσε να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες ζωής και όμορφες για τους ανθρώπους, και εσωτερικά και εξωτερικά. Κι αυτό προσπάθησα να το μεταφέρω και στα παιδιά μου, όχι διά της λογικής, της φιλοσοφίας ή του λόγου αλλά διά της πράξης, γιατί περισσότερα πράγματα επιβεβαιώνονται από την πράξη και όχι από το τι λες.
• Όλοι τη θέλουν την επιτυχία κι αυτοί που λένε «κάνω κάτι για μένα κι ας μην το δει κανένας» λένε ψέματα. Η τέχνη για μένα είναι μια κραυγή που όταν τη βγάζω βρίσκονται και μαζί μου και κάποιοι άλλοι που ταυτίζονται. Και όσο περισσότεροι είναι τόσο το καλύτερο. Υπήρχε πάντα πολύς κόπος, πολλές απογοητεύσεις και μεγάλο κόστος, κυρίως στο ψυχικό μέρος, επειδή εδώ είναι πραγματικά επαρχία και δεν γίνονται και πολλά πράγματα. Έτσι, ως ηθοποιός, δεν έχεις τρόπους διαφυγής. Η υποκριτική δεν είναι όπως η ποίηση, εσύ και το στιλό σου, ή όπως τα εικαστικά, εσύ και το πινέλο σου, που έχεις την ευκαιρία να ξεσπάσεις δημιουργώντας κατά μόνας. Είναι συλλογική και όταν δεν γίνονται πράγματα που να σε ενδιαφέρουν πάρα πολύ, είναι μια απογοήτευση που σε ρίχνει, σε πάει πίσω, χάνεις τα σημεία της έμπνευσής σου, δεν ξερεις από πού να κρατηθείς. Κι όταν όλα σε ρουφάνε προς τα κάτω, πολύ δύσκολα βρίσκεις έναν τρόπο να ανέβεις. Πάρα πολλές στιγμές ένιωθα ότι «ναι, κάνω αυτό που γουστάρω», αλλά από τη στιγμή που δεν το κάνω, είναι τραγικό. Δεν μπορείς να πας στο σπίτι σου και να παίξεις έναν ρόλο για την οικογένειά σου, για τα παιδιά σου και τη γυναίκα σου. Όποτε συμβαίνει αυτό, είναι πολύ οδυνηρό.
• Έχω δει πάρα πολλούς ανθρώπους, πολύ ευφάνταστους και πολύ ικανούς, να μην καταφέρνουν τίποτα στη ζωή τους κι έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι οι νοήμονες, οι ικανοί, κάνουν πολύ λιγότερα από τους ανόητους και βλάκες. Μπορεί να μην μπορείς να τα εναποθέσεις όλα στην τύχη, αλλά πρέπει να είσαι τυχερός για να καταφέρεις να επιβιώσεις και να ξεχωρίσεις, ειδικά στη δική μας τη δουλειά.
• Το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα που έχω κάνει είναι να γίνω πατέρας και να προσπαθήσω να ζήσω συντεταγμένα, σε οικογένεια, με όρους. Το έκανα, αλλά είναι πολύ ριψοκίνδυνο, πραγματικά. Χωρίς να φταίνε τα ίδια τα παιδιά, έζησα πάρα πολλές στιγμές που δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό και τι να κάνω. Αυτό που δεν μπορώ να διαχειριστώ με τίποτα όμως και με ξεπερνάει είναι ο γυναικείος κόσμος, παρότι και ερωτεύτηκα και με ερωτεύτηκαν, θέλω να πιστεύω. Είναι επικίνδυνο πράγμα ο έρωτας, αλλά είναι αδύνατο να ζήσεις χωρίς αυτόν, με όποιον τρόπο κι αν τον αντιλαμβάνεται ο καθένας. Αν δεν έχει γνωρίσει κάποιος αυτό το πράγμα, νομίζω ότι δεν έχει ζήσει. Δεν υπάρχει ορισμένος τρόπος ούτε υπάρχουν κανόνες, κι ήταν κάτι που δεν το απεμπόλησα ποτέ, μέχρι που το παράκανα κιόλας.
• Την αγαπάω πολύ την Αθήνα. Κυκλοφορώ κυρίως στο κέντρο και μου αρέσει να περπατάω πολύ, είναι ένας τρόπος να χαλαρώνω. Πολλές φορές φεύγω από το θέατρο και πάω στη Νέα Σμύρνη με τα πόδια γιατί σκάνε διάφορα σενάρια στο κεφάλι μου. Περπατώντας σε αυτή την πόλη με πικραίνει πιο πολύ και με ενοχλεί το πόσο όμορφη θα μπορούσε να ήταν. Είναι τραγικό να ζεις σε μια πόλη που οι κάτοικοί της δεν την αγαπούν και να μη γίνεται και τίποτα που να τους παρακινεί να την αγαπήσουν.
• Στην Ελλάδα η υπόθεση καπιταλισμός έχει τη δική του έννοια. Δεν αφορά τον καπιταλισμό που ξέρουμε, είναι με όρους της Καμόρα. Αυτοί που είχαν τα φράγκα τελικά, οι 10-15-20 οικογένειες, άντε 30, απόγονοι κατσαπλιάδων και ζωοκλεφτών, δεν ήταν ποτέ αριστοκρατία με καλή σχέση με το χρήμα, ποτέ δεν είχαμε αριστοκρατική τάξη στην Ελλάδα. Όλοι οι δωσίλογοι μετά την Κατοχή έγιναν πάμπλουτοι. Ήταν περίπτωση κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, μόλις το κράτος δεν είχε μία την έκαναν όλοι, αφού το απομύζησαν – και πουλάνε και μούρη.
• Έχω πολύ καλή σχέση με τη μουσική. Χωρίς μουσική δεν μπορώ να ζήσω. Μου αρέσουν τα μικρά, ασήμαντα πράγματα, μου αρέσει να βρίσκομαι κοντά στη θάλασσα, να βρίσκομαι με τους φίλους μου και να πίνουμε, να συζητάμε, να καπνίζω το τσιγάρο μου και να διαβάζω την εφημερίδα μου. Ακόμα αγοράζω εφημερίδα. Τέτοια απλά πράγματα με γοητεύουν και με εμπνέουν. Κι όποτε τα έχω νιώθω πολύ πολύ όμορφα και επειδή τον τελευταίο καιρό κινδύνεψα να τα χάσω, τα εκτίμησα ακόμα περισσότερο.
• Θεωρώ τον Τσίρο εξαιρετικό συγγραφέα, που έχει ακόμα να δώσει πολλά, εκτός από τον Άγριο Σπόρο, ένα έργο που με αφορμή την κρίση μιλάει για πράγματα τα οποία υπάρχουν στη ζωή μας πολύ πριν από την κρίση. Ο τρόπος σκέψης και ο τρόπος ζωής μας, όπως και η παθογένεια της κοινωνίας μας, υπάρχουν εδώ και χρόνια, απλώς η κρίση τα έβγαλε προς τα έξω. Στο έργο ο ρόλος μου είναι αυτός του Σταύρου, ενός τύπου με παράνομη καντίνα σε μια παραλία, που κάποιες Αρχές τού έχουν επιτρέψει να ανοίξει. Είναι ένας αυταρχικός τύπος, ένας ξερόλας, που νομίζει ότι δεν υπάρχει καλύτερη γνώμη από τη δική του και προσπαθεί να επιβιώσει με έναν τρόπο εντελώς λανθασμένος. Δείχνει μια κατάσταση που ισχύει λόγω της κοινωνίας, του πολιτικού συστήματος ή της προσωπικής ευθύνης, αλλά είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αν θέλουμε να πάμε παραπέρα, θα πρέπει να αλλάξουν όλα ταυτόχρονα, κάτι πολύ δύσκολο, γιατί οι κοινωνίες μετακινούνται δύσκολα ή αργά. Το ίδιο και ο Σταύρος...
• Ο «κύριος πρόεδρος» μου έκανε μεγάλο καλό. Και δεν είναι μόνο ότι μου έδωσε λεφτά, περιέργως μου έκανε καλό και στο καλλιτεχνικό μέρος. Μια διαφήμιση, κακά τα ψέματα, την κάνεις γιατί υπάρχει το οικονομικό δέλεαρ, αλλά αυτή είχε ενδιαφέρον και σεναριακά, και δεν έκανα και κάτι άλλο από αυτό που ξέρω. Και ρόλο να μου έδιναν, έτσι θα τον έπαιζα. Ρίσκαρε και η εταιρεία, γιατί λίγες φορές ρισκάρουν με ήρωες οι οποίοι δεν είναι clean, αλλά πήγε εξαιρετικά καλά. Προσωπικά, με βοήθησε, για ένα διάστημα τουλάχιστον, να μην προβληματίζομαι πώς θα πληρώσω το νοίκι, να σκεφτώ τα δικά μου πράγματα με δικούς μου όρους, να γράψω ένα σενάριο και να μην έχω τέτοια άγχη. Και στο καλλιτεχνικό μέρος ήταν ένα come back τόσο δυνατό, που κι εγώ ο ίδιος δεν το περίμενα. Βέβαια, επειδή έχω μια αγοραφοβία και δεν τα πηγαίνω ιδιαίτερα καλά με τα πλήθη, ήταν λίγο ζόρι γιατί με αναγνώριζαν όλοι στον δρόμο. Στο νοσοκομείο όπου χρειάστηκε να νοσηλευτώ πρόσφατα γινόταν της κακομοίρας. Ήμουν με 15 σωληνάκια από τους ορούς κι ερχόταν ο άλλος και σου έλεγε «μπορούμε να βγούμε μαζί μια φωτογραφία;». Δούλεψε πάρα πολύ αυτό το πράγμα κι εμένα μου έκανε πολύ καλό.
• Δύναμη μου δίνει το δώρο που πολλές φορές το τσαλαβουτάμε και το πετάμε στα σκουπίδια, η ζωή. Είναι όμορφη η ζωή. Αργά το κατάλαβα, όπως και το ότι όταν τρως ένα χαστούκι, δεν πρέπει να το εκλαμβάνεις ως τιμωρία. Μπορεί να σ' το δίνει η ίδια η ζωή για να πάρεις τα πράγματα λίγο αλλιώς, γιατί ίσως τα έχεις πάρει στραβά και δεν το βλέπεις.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 18.10.2017