ΗΤΑΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ το κύμα των θερμών αποχαιρετισμών που κατέκλυσαν το ψηφιακό σύμπαν αμέσως μετά την αναγγελία του θανάτου του, καθώς ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν μια εξαιρετική περίπτωση επιχειρηματία, πολιτικού, ανθρώπου (ή ατόμου). Ο «κυρ-Γιάννης», όπως τον αποκαλούσαν – ένα προσωνύμιο/brand που συγχρόνως έμοιαζε να του ταιριάζει και να μην του ταιριάζει, παρ’ όλα αυτά το κατοχύρωσε με τον ευθύ και προσηνή τρόπο του – υπήρξε, πέραν όλων των άλλων ιδιοτήτων του, μια λαμπρή εξαίρεση όχι μόνο στην πολιτική ζωή της Θεσσαλονίκης, αλλά ολόκληρης της χώρας.
Έστω και σε ένα συμβολικό επίπεδο, άσχετα από το συνολικό άθροισμα του έργου που επιτελέστηκε κατά τη θητεία του στο Δήμο της Θεσσαλονίκης, η εκλογή του και μόνο λειτούργησε ως σημαντική υπενθύμιση ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική διέξοδος από την εσωστρέφεια, την αντίδραση και το έρεβος. Ακόμα κι αν αυτά φαίνονται να παίζουν στην έδρα τους.
«Το βλέπω σαν μια υποχρέωση, από την ώρα που έμπλεξα πρέπει να βγάλω πέρα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο» είχε πει ο Μπουτάρης όταν ξεκινούσε τη θητεία του στο Δήμο Θεσσαλονίκης.
Όλα έδειχναν να πηγαίνουν πίσω για τη Θεσσαλονίκη όταν εκείνος αποφάσισε να πάει την πόλη του (αλλά και τον εαυτό του, στα 68) «ένα βήμα μπροστά», όπως είναι και ο τίτλος του πολύ ωραίου και διεισδυτικού ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Αθυρίδη, το οποίο ακολουθούσε σαν καλότυχη σκιά τον Μπουτάρη στην προεκλογική του καμπάνια το εκρηκτικό 2010.
Μια από τις ισχυρές σκηνές της ταινίας είναι προς το τέλος της όταν η κάμερα τον παρακολουθεί υπνωτισμένη να χορεύει τον χορό της νίκης, συμβολικά κρατώντας στο χέρι του, ως απεξαρτημένος αλκοολικός και ως κάποιος που τόλμησε, όπως λέει, «να συνομιλήσει με τους φόβους του και να τους υπερβεί», ένα μπουκάλι νερό σα να πρόκειται για φιάλη ουίσκι ή μποτίλια κάποιου από τα κρασιά του.
Κάποια στιγμή, λέει κάτι για τις «ωραίες λέξεις που χάνουν το νόημά τους», αλλά έχει κανείς την αίσθηση ότι θα μπορούσε να έχει πει και ο ίδιος κάτι σαν αυτό που είχε πει ο Δημήτρης Πουλικάκος σε μια συνέντευξή του: «Η ελευθερία θέλει πειθαρχία, όπως θέλει και η μουσική. Η αλητεία θέλει ευγένεια. Ειδεμή είσαι απλώς τσόγλανος».
«Το βλέπω σαν μια υποχρέωση, από την ώρα που έμπλεξα πρέπει να βγάλω πέρα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο» είχε πει ο Μπουτάρης όταν ξεκινούσε τη θητεία του στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Συμπλήρωνε όμως, επιβεβαιώνοντας τις ιδιαίτερες ευαισθησίες του: «Αλλά αισθάνομαι πολλές φορές αυτό το κενό, αισθάνομαι ότι κάτι από μέσα μου μου λείπει, το οποίο δεν ξέρω τι είναι…».
Δικαίως κρίνεται ως ο ιδανικός επίλογος αυτής της θητείας η ομιλία του στο πλαίσιο της Εθνικής Ημέρας Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος τον Ιανουάριο του 2018, όταν μίλησε για «το παρελθόν της πόλης μας: ένα παρελθόν που μας καταδιώκει και μας στοιχειώνει. Είναι ένα παρελθόν σιωπηλό, αόρατο, αλλά παρόν. Είναι το μαρμαρόστρωτο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, φτιαγμένο από εκατοντάδες ταφόπλακες από το κατεστραμμένο από Γερμανούς και Έλληνες χριστιανούς υπαλλήλους του Δήμου εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης, υλικό "άνευ αξίας" κατά τον επιβλέποντα της αναστύλωσης αρχαιολόγο Στυλιανό Πελεκανίδη. Είναι το Νοσοκομείο Αχέπα και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που οικοδομήθηκαν πάνω σε μια από τις σημαντικότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης. Είναι οι εβραϊκές ταφόπλακες που στρώθηκαν μπροστά στο Στρατηγείο και πέριξ του Βασιλικού Θεάτρου, εκείνες που χρησιμοποίησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του 1948 για την κατασκευή οδών και πεζοδρομίων παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της ισραηλιτικής κοινότητας. Είναι εκείνες οι ταφόπλακες που στοιβάζονταν σε δημόσια θέα μπροστά στο Λευκό Πύργο και στον περίβολο της Διεθνούς Έκθεσης ακόμη και μέχρι τον Δεκέμβρη του 1948…»
Ένα βήμα μπροστά - One Step Ahead [Trailer]