Η ΕΜΙΛΙ ΚΑΙ Ο ΛΟΥΚ είναι νέοι, ωραίοι, φιλόδοξοι και εργάζονται ως αναλυτές σε κοντινά κουβούκλια μιας υψηλού κύρους –και υψηλής κερδοσκοπίας– χρηματιστηριακής εταιρείας στο Μανχάταν. Είναι επίσης ερωτευμένοι μεταξύ τους αλλά συνευρίσκονται και συζούν κρυφά από τους συναδέλφους τους στο γραφείο (τους βλέπουμε να φεύγουν μαζί άγρια χαράματα από το σπίτι και να χωρίζουν στη διαδρομή για να μην τους δει κανείς να φτάνουν μαζί στη δουλειά), για να μην μπλέξουν με την αυστηρή πολιτική και το τμήμα ανθρώπινου δυναμικού της εταιρείας.
Όταν αδειάζει ξαφνικά μια θέση PM (portfolio manager), η Έμιλι κρυφακούει μια φήμη σύμφωνα με την οποία επικρατέστερος για το ακριβοθώρητο πόστο είναι ο Λουκ. Όταν όμως τελικά κερδίζει τη θέση η ίδια, αυτό δημιουργεί το πρώτο ρήγμα στη μεταξύ τους σχέση και σταδιακά οι ανασφάλειες του Λουκ και ο τρόπος που επιχειρεί το ζεύγος να επιβιώσει ανάμεσα στους στελεχικούς καρχαρίες και τα εταιρικά τσακάλια βαθαίνουν τις ρωγμές, οι οποίες γίνονται χάσμα που απειλεί να τους καταπιεί.
Είναι σαν μια καλογυρισμένη και καλοπαιγμένη (ιδιαιτέρως εμπνευσμένη η φωτογραφία και εξαιρετικό το ντουέτο των πρωταγωνιστών) συμφωνία ερωτικής κατάρρευσης η οποία ξετυλίγεται χωρίς πυροτεχνήματα αλλά με μια βραδυφλεγή ένταση που τρώει τα σωθικά.
Μετά τη θεαματική πρεμιέρα του στο φεστιβάλ-παζάρι του Sundance τον περασμένο Ιανουάριο, το λεπτοδουλεμένο και ατμοσφαιρικό αυτό κινηματογραφικό ντεμπούτο της Chloe Domont (η οποία έχει θητεύσει σε σειρές όπως το Suits και Billions, συνεπώς γνωρίζει από εταιρικά περιβάλλοντα ως σκηνικό υψηλού δράματος) αγοράστηκε, κατά την πυρετώδη δημοπρασία που ακολούθησε, αντί του ποσού των 20 εκατ. δολαρίων από το Netflix, όπου και προβάλλεται εδώ και λίγες μέρες.
Το βέβαιο είναι ότι, αντίθετα με άλλες επιλογές της πλατφόρμας, άξιζε τα λεφτά του, και με το παραπάνω, καθόσον πρόκειται για υποδειγματικό «ερωτικό θρίλερ» που γνέφει στα πιο επιφανή δείγματα του είδους από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 (που όλα σχεδόν είχαν πρωταγωνιστή τον Μάικλ Ντάγκλας), υπονομεύοντας τα αφηγηματικά τους κλισέ και τα σεξιστικά τους στερεότυπα.
Συγχρόνως όμως δεν έχει ίχνος σχεδόν διδακτισμού και δεν είναι ποτέ προβλέψιμο. Το “Fair Play” είναι στιβαρό αλλά και ανοιχτό σε ερμηνείες και αναλύσεις τις οποίες προκαλεί, φλερτάροντας με σύγχρονες αντιπαραθέσεις, όμως δεν τις υπηρετεί. Είναι σαν μια καλογυρισμένη και καλοπαιγμένη (ιδιαιτέρως εμπνευσμένη η φωτογραφία και εξαιρετικό το ντουέτο των πρωταγωνιστών) συμφωνία ερωτικής κατάρρευσης η οποία ξετυλίγεται χωρίς πυροτεχνήματα αλλά με μια βραδυφλεγή ένταση που τρώει τα σωθικά.
Το «σπίτι» και το «γραφείο» συμπλέκονται και μετατρέπονται σε εμπόλεμες ζώνες και ο «πόλεμος των φύλων» αποκτά νέες διαστάσεις στη μετα-MeToo εποχή. Αυτό που παραμένει το ίδιο είναι ο διαβρωτικός, τοξικός, (αυτο)καταστροφικός, φαύλος κύκλος του κλονισμένου ανδρισμού που οδηγεί μαθηματικά στο θόλωμα, στην παραφροσύνη και στη βία.
FAIR PLAY | Official Trailer | Netflix