«ΤΑ ΧΑΡΑΜΑΤΑ ΤΗΣ 22ας Ιουνίου 1887, στην πλατεία των Λυκιαρδοπουλάτων, στην είσοδο δηλαδή της πόλεως του Αργοστολίου, εκτελέστηκε στη λαιμητόμο ο Αναστάσιος Κουνάδης, 35 ετών, από τα Βλαχάτα Σάμης. Ο Κουνάδης, τρία χρόνια πριν, είχε δολοφονήσει την επιληπτική σύζυγό του και είχε επιχειρήσει να την κάψει ώστε να φανεί ότι ο θάνατός της προήλθε από ατύχημα λόγω της κατάστασης της υγείας της.
Μαζί με τον Κουνάδη είχε καταδικαστεί ως συνεργός στη δολοφονία και η γηραιά μητέρα του, η οποία με τις διαρκείς αιτιάσεις της εναντίον της νύφης της για ανάρμοστες σχέσεις οδήγησε τον γιο της στην αποτρόπαια πράξη. Στη μητέρα του Κουνάδη είχε απονεμηθεί χάρη.
Η λαιμητόμος, που περιφερόταν ανά την Ελλάδα για την εκτέλεση θανατικών ποινών είχε φτάσει λίγο νωρίτερα στο Αργοστόλι, ενώ κατά την εκτέλεση της θανατικής ποινής προκλήθηκαν βίαια επεισόδια που προκάλεσαν τον τραυματισμό πολιτών και ένστολων της στρατιωτικής δύναμης που έδρευε στην πόλη…».
Διαβάζοντας ολόκληρη την αφήγηση, η οποία εστιάζει στις έντυπες ανταποκρίσεις της εποχής, τόσο από τον τοπικό όσο και από τον αθηναϊκό τύπο, δεν μπορεί να μην αναλογιστεί κανείς τον σημαντικό βαθμό στον οποίον εξακολουθούν να ισχύουν αρκετές από τις προκαταλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα εκείνης της εποχής.
Έτσι ξεκινάει το ερευνητικό δοκίμιο με τίτλο «Η λαιμητόμος στο Αργοστόλι (1887)» που δημοσίευσε το 2012 ο Ηλίας Τουμασάτος, εκπαιδευτικός στο Βαλλιάνειο Γενικό Λύκειο της Κεφαλονιάς και στο Τμήμα Ψηφιακών Μέσων και Επικοινωνίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, και συγγραφέας. Τον σύνδεσμο για την πολύ ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη πέτυχα στη σελίδα του στο Facebook, καθόσον τυγχάνει «φίλος» στην πλατφόρμα (για να λέμε και τα καλά των κοινωνικών διασυνδέσεων στο ίντερνετ).
Αφορμή στάθηκε άλλη μια στυγνή γυναικοκτονία (ποια απ’ όλες, έχει χαθεί η σειρά, θα πει εύλογα κανείς) που στιγμάτισε την επικαιρότητα και καθιστά ανατριχιαστικά επίκαιρο το παραπάνω απόσπασμα που αναφέρεται σε περιστατικά που συνέβησαν πριν από ενάμιση αιώνα σχεδόν.
Διαβάζοντας ολόκληρη την αφήγηση, η οποία εστιάζει στις έντυπες ανταποκρίσεις της εποχής, τόσο από τον τοπικό όσο και από τον αθηναϊκό τύπο, δεν μπορεί να μην αναλογιστεί κανείς τον σημαντικό βαθμό στον οποίον εξακολουθούν να ισχύουν αρκετές από τις προκαταλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα εκείνης της εποχής.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι τελευταίες λέξεις που απευθύνει από το ικρίωμα στο πλήθος ο δράστης, είναι ότι «αν εγκλημάτισα το έπραξα χάριν φιλοτιμίας, δεν είμαι κακούργος», ενώ το κοινό, αλλά και οι ανταποκριτές των εφημερίδων, φαίνονται να συγκινούνται από τον διπλό «σταυρό» που εκείνος κουβαλούσε: τη συμβίωση με άτομο που έπασχε από ψυχικό νόσημα και τη διαβρωτική δράση μιας «κακιάς πεθεράς» (της δύστυχης γυναίκας εν προκειμένω) που σκορπά τη διχόνοια στο ζεύγος, «διαβάλλουσα προς αυτόν και συκοφαντούσα αδιαλείπτως την άτυχη νύφη της», και συγκεκριμένα για «αθεμίτους σχέσεις μετά τινός ιερέως του χωριού».
Επίκαιρη μοιάζει επίσης η ανάδειξη της τιμωρίας του δράστη σε μιντιακό γεγονός για τα μέτρα της εποχής, έτσι ώστε, όπως παρατηρεί ένας από τους ανταποκριτές της εκτέλεσης, «ο λαός να καθησυχάσει τα νεύρα του διά τραγικών θεαμάτων».
Το μόνο που λείπει, τότε αλλά και τώρα, είναι η φωνή της ίδιας της γυναίκας ή οποιασδήποτε άλλης που θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση της.