ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ του Γιάννη Διακογιάννη έχει κανείς την αίσθηση ότι έληξε εκπρόθεσμα, μετά από πολλές καθυστερήσεις, παρατάσεις και πέναλτι, ο ελληνικός εικοστός αιώνας. Το ίδιο έχουμε πει βέβαια τόσες φορές και για τη Μεταπολίτευση, κι όμως φαίνεται να έχει τον ατέλειωτο.
Κομβική φιγούρα ο εκλιπών, ανέλαβε να εκπληρώσει έναν πολιτισμικό ή και θεσμικό ρόλο ως ο άνθρωπος που, με τη sui generis προσωπικότητα, την υποβλητική φωνή, την αστική εκφορά, το γλαφυρό ύφος, την καλλιέργεια και τον κοσμοπολιτισμό που εξέπεμπε, έβαλε το ποδόσφαιρο μέσα σε κάθε σπίτι, ακόμα και σε σπίτια που αντιστέκονταν στο λαοφιλέστερο των αθλημάτων.
Ο Διακογιάννης κρατούσε στην παλάμη του όχι απλά ένα κομμάτι του κοινού, όπως θα συνέβαινε στο κατακερματισμένο σήμερα, αλλά ολόκληρο εθνικό ακροατήριο που δεν χόρταινε να ακούει τη φωνή του και τους γλαφυρούς αντιπερισπασμούς του.
Ο Διακογιάννης λείαινε τις τραχιές άκρες του ποδοσφαιρικού σύμπαντος, εξωραΐζοντάς το για όσους δεν μπορούσαν να χωνέψουν εύκολα τα λούμπεν συστατικά του.
Ακόμα και κατά τις μεταδόσεις του, ο γαλλοτραφής «Ζανό» συχνά μιλούσε για οτιδήποτε άλλο εκτός από ποδόσφαιρο, χωρίς όμως ποτέ να φλυαρεί και πάντα με την εγκυρότητα ενός αλάθητου και υπεράνω πάσας κριτικής και αμφισβήτησης αφηγητή.
Όπως είχε γράψει και ο –αείμνηστος επίσης– Κωστής Παπαγιώργης πριν από πολλά χρόνια εδώ στη LiFO, με αφορμή μια απεργία της ΕΣΗΕΑ που είχε ως αποτέλεσμα τη «βωβή» μετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων εκείνης της μέρας, ο Διακογιάννης «από νωρίς είχε συλλάβει τη λεπτότητα του ζητήματος [των αθλητικών μεταδόσεων] και ήταν ο πρώτος που μοίρασε σωστά τα μερίδια των ματιών και των αυτιών – χωρίς να βρει επάξιους συνεχιστές».
«Για μένα η τηλεόραση είναι εικόνα», είχε πει σε συνέντευξή του ο ίδιος. «Άρα μιλούσα όσο έπρεπε, όταν έπρεπε. Τι να πω στον τηλεθεατή, ότι τώρα κάνει πάσα ο παίκτης; Δεν το βλέπει; Η περιγραφή ενός αγώνα θέλει και μέτρο».
Αν είμαστε ακριβοδίκαιοι όμως, έχουν υπάρξει και καλύτεροι σε ό,τι έχει να κάνει με τη γνώση και την ανάλυση του αθλήματος. Με τα συστήματα, με τις τακτικές και με τα κρίσιμα τεχνικά στοιχεία ενός ποδοσφαιρικού αγώνα υψηλού επιπέδου. Είτε το παράκαναν όμως με την ξεκούδουνη γλαφυρότητα ή, με ελάχιστες εξαιρέσεις, απλά δεν μπορούσαν να κατοχυρώσουν το δικό του οικουμενικό κύρος.
Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Η σύγκριση με το σήμερα είναι άδικη και άστοχη. Ο Γιάννης Διακογιάννης βασίλευε σε μια εποχή που ήμασταν ακόμη χωριό, σε μια εποχή που πράγματι «αδειάζαν οι δρόμοι κι ερήμωνε η πόλη» σε κάθε σημαντική μετάδοση.
Ο Διακογιάννης κρατούσε στην παλάμη του όχι απλά ένα κομμάτι του κοινού, όπως θα συνέβαινε στο κατακερματισμένο σήμερα, αλλά ολόκληρο εθνικό ακροατήριο που δεν χόρταινε να ακούει τη φωνή του και τους γλαφυρούς αντιπερισπασμούς του: «Οι Σάξονες για την μπίρα κι οι Λατίνοι για το κρασί, έτσι δεν είναι;». Αυτό το «έτσι δεν είναι;» ήταν τόσο χαρακτηριστικό στον λόγο του, σαν να αναρωτιόταν ο ίδιος αλλά σαν να ζητούσε επίσης και τη δική μας συγκατάθεση, παρότι ήταν ήδη εξασφαλισμένη.