ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕ ΔΙΑΡΚΩΣ καταχρηστικά και για ψύλλου πήδημα τον (δανεικό) αυτόν προσδιορισμό, αν υπήρξε όμως κάποιος πραγματικά «εμβληματικός» –μιας εποχής, μιας μυθοπλασίας, ενός δημοφιλούς υποείδους του ελληνικού βιομηχανικού σινεμά– αυτός ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος.
Ο εκλιπών σταρ της επικερδούς αλυσίδας παραγωγής που είχε στήσει η κινηματογραφική εταιρεία ΚΛΑΚ φιλμ («ταινίες για όλη την ελληνική οικογένεια») του Απόστολου Τεγόπουλου για μια δεκαετία σχεδόν, από 1963 ως το 1972, χρίστηκε «το παιδί του λαού» και η φήμη του συντηρήθηκε ακόμα και πολύ μετά την παρακμή και το τέλος του μαζικού σινεμά.
Η πορεία του είχε και δεύτερη και τρίτη «ζωή» μέσα στις δεκαετίες, είτε μέσω του τραγουδιού και των περιοδειών του στα πάλκα και τις πίστες της ομογένειας, είτε μέσω της τηλεόρασης, ενώ τα τελευταία χρόνια η φήμη του είχε αποκτήσει μια διαφορετική διάσταση, ως φανατικού «βιβλιοφάγου», ως γλαφυρού αφηγητή στο facebook, ως πρότυπου απόδρασης από το αστικό χάος στην ύπαιθρο, ως ιδανικού συνταξιούχου.
Από την εποχή που όλες ανεξαιρέτως οι ταινίες του λεγόμενου εμπορικού κινηματογράφου ήταν για πέταμα, σύμφωνα πάντα με την αντίληψη μιας ντόπιας νομενκλατούρας, περάσαμε στην εποχή που αναβαθμίζονται και δοξολογούνται οι πιο άθλιες από αυτές.
Ήταν συμπαθής και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, σύμφωνα με πάσα εκδοχή και μαρτυρία, και η αναγγελία του θανάτου του χτύπησε πολλές διαφορετικές φλέβες.
Μέσα στη θολούρα όμως που προκαλεί η συναισθηματική φόρτιση της άμεσης νεκρολογίας, πολλοί έφτασαν στο σημείο να τον συγκρίνουν με άπιαστα μεγέθη (κοινωνικά, πολιτισμικά και καλλιτεχνικά) σαν τον Θανάση Βέγγο ή τον Στέλιο Καζαντζίδη. Αν είναι ποτέ δυνατόν. Στον βωμό ενός ξέφρενου και ξεκούδουνου ρεβιζιονισμού, έχει χαθεί κάθε μέτρο.
Θυμήθηκα τη γιαγιά μου που δεν μπορούσε ή δεν είχε τη διάθεση να διαχωρίσει τους χαρακτήρες στα έργα από τους ηθοποιούς που τους υποδύονταν. Ο Νίκος Ξανθόπουλος έπαιζε το «παιδί του λαού» στο πανί. Στην αληθινή ζωή ήταν ένας σταρ του σινεμά – με τις ανάλογες αμοιβές. Και είναι ντροπή να χαρακτηρίζονται μελό ή μελοδράματα τα προϊόντα κυνικής εκμετάλλευσης ενός δήθεν λαϊκού ήθους στα οποία πρωταγωνιστούσε. Αποτελεί προσβολή και σπίλωση ενός ολόκληρου (και πολύ σημαντικού) κινηματογραφικού είδους.
Υπάρχουν πολλά αξιόλογα «μελό» (από τον «Μεθύστακα» και τα φιλμ της Μαρία Πλυτά ως τα «Χαμένα όνειρα» του Σακελλάριου και ένα σωρό άλλες ενδιάμεσα) στην ελληνική φιλμογραφία, και δεν έχουν σχέση με τα άρπα-κόλλα πορνό «φτωχολογιάς», «φιλότιμου» και «προσφυγιάς» του Τεγόπουλου – μνημεία λεβέντικης κακομοιριάς, μαύρης συντήρησης και ξεδιάντροπης εκμετάλλευσης.
Ούτε ένα δεν διασώζεται από πουθενά, ούτε ένα δεν αναβαπτίστηκε ποτέ στην κολυμπήθρα της cult ειρωνείας. Ούτε καν η επική «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», με εξαίρεση φυσικά την περιβόητη σκηνή της πάλης του ήρωα με την «αρκούδα».
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν καν δημοφιλείς αυτές οι ταινίες στην τηλεόραση, αυτή την επουράνια σφαίρα όπου ανελήφθη για να κατοικήσει ως την αιωνιότητα ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος μετά το επίγειο τέλος του στις αίθουσες. Δεν προβάλλονταν ποτέ στην prime time ώρα της ελληνικής οικογενειακής εστίας το Σάββατο το βράδυ, αλλά τα μεσημέρια της Κυριακής μεταξύ χώνεψης και σιέστας, ανάμεσα σε εκκλησιαστικές εκπομπές και κλαρίνα.
Κι όμως, βρέθηκαν άνθρωποι που μέσα στη φούρια τους να πενθήσουν έναν «λαϊκό ήρωα», ανακάλυψαν ξαφνικά σ’ αυτές τις ταινίες μια αλληγορική έκφραση του μετεμφυλιακού τραύματος. Μετα-κουλτουριάρηδες εν δράσει, αυτή η μάστιγα.
Από την εποχή που όλες ανεξαιρέτως οι ταινίες του λεγόμενου εμπορικού κινηματογράφου ήταν για πέταμα, σύμφωνα πάντα με την αντίληψη μιας ντόπιας νομενκλατούρας, περάσαμε στην εποχή που αναβαθμίζονται και δοξολογούνται οι πιο άθλιες από αυτές.