«ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΕΡΑΣΩ γιατί αυτό σημαίνει ότι θα έχω ζήσει (μόνο όσοι πεθαίνουν νέοι δεν γερνάνε). Για τον θάνατο αδιαφορώ γιατί δεν θα είμαι εκεί», έγραφε στα απομνημονεύματά της που είχαν κυκλοφορήσει το 2001 υπό τον τίτλο Ο έρωτας, μωρό μου, είναι γλέντι – ατάκα που θυμίζει κάτι από το ύφος και την κοσμοθεωρία της Σπεράντζας Βρανά όπως γλαφυρά καταγράφηκε στις δικές της αυτοβιογραφίες, παρότι ως σύμβολα ερωτικής απελευθέρωσης εκπροσωπούν διαφορετικές ιδέες και αξίες στην πραγματικότητα.
Η Μάρθα Καραγιάννη μπορεί να εμφανιζόταν ντόμπρα και ξηγημένη και ανεξάρτητη και ακομπλεξάριστη, δεν ήταν όμως «της πιάτσας» αλλά «της διπλανής πόρτας». Κι αυτή η πόρτα μπορεί να βρισκόταν όχι μόνο στο Κερατσίνι όπου μεγάλωσε, αλλά και στην Κυψέλη, στον Κολωνό ή και στο Κολωνάκι ακόμα.
«Θέλω να γεράσω γιατί αυτό σημαίνει ότι θα έχω ζήσει (μόνο όσοι πεθαίνουν νέοι δεν γερνάνε). Για τον θάνατο αδιαφορώ γιατί δεν θα είμαι εκεί»
Αυτή η φαινομενική έλλειψη «εξαιρετικότητας» δεν την εμπόδισε –ενδεχομένως μάλιστα τη βοήθησε– να διαγράψει μια αυτόνομη πορεία και να ζήσει μια προσωπική ζωή χωρίς μέντορες και χωρίς διανοουμενίστικο mansplaining (τουλάχιστον μέχρι τα πενήντα):
«Όταν είσαι είκοσι χρονών κι έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στον Σαρτρ και σ' έναν ποδοσφαιριστή», είχε πει κάποτε, όταν για πολλοστή φορά τη ρωτούσαν για τις σχέσεις που είχε στα νιάτα της με ποδοσφαιριστές, «θα είσαι βλάκας αν δεν πας με τον ποδοσφαιριστή. Βέβαια στα πενήντα σου θα είσαι βλάκας αν δεν πας με τον Σαρτρ».
Κάποτε την είχα ακούσει να λέει σε μια τηλεοπτική συνέντευξη ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα που κάποια επιβλητική ξανθιά, σαν τη Ζωή Λάσκαρη φερ’ ειπείν, κέρδιζε μεγαλύτερη δημοσιότητα ως σταρ και ως ερωτικό σύμβολο. Αντιθέτως, όπως έλεγε, τη χαροποιούσε πολύ το γεγονός ότι ως πιο καθημερινό, οικείο, μελαχρινό κορίτσι, αποτελούσε η ίδια ένα πρότυπο για πολύ περισσότερα κορίτσια.
Είναι κάτι στιγμές στις ταινίες της (στα τεχνικολόρ μιούζικαλ του Δαλιανίδη βασικά) που μοιάζει σα να βρίσκεται εκεί για να χλευάζει τα μονότονα κλισέ των ανδρών, υπενθυμίζοντάς τους ότι αν πράγματι ισχύει το δόγμα «οι κύριοι προτιμούν τις ξανθές» (φυσικές και μη), τότε κακό του κεφαλιού τους. Εκείνοι χάνουν και όχι η ίδια.
Την είχα δει από κοντά πριν από μερικά χρόνια στον Επιτάφιο του Αγίου Διονυσίου στη Σκουφά (προτού «στρατικοποιηθεί» υποκαθιστώντας την παροπλισμένη λόγω εργασιών Μητρόπολη) και ήταν τόσο ευχάριστο να τη βλέπεις έτσι απλά ντυμένη, επιμελώς ατημέλητη σχεδόν, αλλά με την καλύτερη δυνατή έννοια, χωρίς τίποτα το εξεζητημένο ή μακάβρια ματαιόδοξο στην εμφάνιση, στην κίνηση, στο βλέμμα. Κοκεταρία μηδέν.
Κι όμως η μορφή της ήταν απολύτως αναγνωρίσιμη ακριβώς επειδή έμοιαζε να μην την ενδιαφέρει καθόλου να γίνει κέρινο ομοίωμα του νεότερου εαυτού της, που τόσους πόθους ξυπνούσε κάποτε. Ήταν απλώς η Μάρθα Καραγιάννη ως μεγάλη γυναίκα. Οικεία και προσηνής και ελκυστική όπως πάντα.