«ΣΟΦΗ Η ΜΑΛΑΚΙΑ ΣΟΥ»... Αυτή ήταν μια από τις πιο χαρακτηριστικές (και πιο διφορούμενες) ατάκες που πετούσε ο Γιώργος Γεωργίου στους νυχτόβιους μαζοχιστές που έπαιρναν τηλέφωνο στις εκπομπές του. Μια ατάκα που θα μπορούσε να του επιστραφεί, αφού κάποιες από τις μαλακίες που έλεγε (το «Καφενείο των φιλάθλων» ήταν άλλωστε ο ορισμός ή μάλλον το απώτατο όριο του «λέμε και καμιά μαλακία για να περνά η ώρα» και γι’ αυτό τις χαζεύαμε μαγνητισμένοι κάποτε) είχαν, αν όχι κάποιο βάθος, σίγουρα κάποιο πνεύμα.
Υπό αυτή την έννοια, εκτός από περφόρμερ και προβοκάτορας, ήταν δημοσιογράφος – καλός δημοσιογράφος μάλιστα, στον τρόπο που αποτύπωνε μια κατάσταση, που αντανακλούσε μια ολόκληρη κουλτούρα (μια πραγματικότητα), που χειραγωγούσε τους αρρώστους που ξεροστάλιαζαν υπομονετικά στην άλλη άκρη της γραμμής και πλήρωναν τόσα κερατιάτικα μέχρι να έρθει η σειρά τους να πουν δημοσίως τον πόνο τους. Ήταν ο θρίαμβος της αντι-τηλεόρασης.
Δεν ήταν απλά ένας ομοφοβικός του συρμού, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι (ειδικά στο περιθώριο, αλλά και στον ίδιο τον πυρήνα του ποδοσφαίρου), αλλά εμφανιζόταν σχεδόν ως ακτιβιστής της πιο απροκάλυπτης ομοφοβίας και ως θιασώτης της πιο ανελέητης ρητορικής μίσους.
Έχω δει τόνους Γεωργίου. Το ομολογώ, μου φαινόταν ελκυστική η φυσιογνωμία του με το «Μάλμπορο» ως μοναδικό αξεσουάρ στο πλατό – στο ραδιόφωνο δεν είχα καμία διάθεση να τον ακούσω ποτέ, ούτε φυσικά και να τον διαβάσω στον (αλήστου μνήμης) «Φίλαθλο». Και δεν το έβρισκα λούμπεν, ούτε «αυθεντικό», ούτε καλτ το θέαμα.
Ήταν ένα αφιλτράριστο χάος οπαδικής συνωμοσιολογίας, παρασκηνιακής σπέκουλας και προαστιακής μανούρας. Απόηχοι από γήπεδα, καφετέριες, μπιλιάρδα, αποδυτήρια, λέσχες, νυχτερινές πλατείες. Μέχρι που πλέον δεν είχε πλάκα, μέχρι που μεταστράφηκε σε κάτι σκοτεινό και σάπιο και σκατόψυχο, όταν άρχισε να τα σκιάζει όλα η αβάσταχτη παθολογία όχι των θεατών που έβγαιναν στον αέρα, αλλά του ίδιου του Γεωργίου.
Κάποιος ή κάποια που δεν είχε παρακολουθήσει τα κατά καιρούς ξεσπάσματά του εναντίον των γκέι, μπορεί να θεωρήσει υπερβολικά όσα του καταλογίζουν σχετικώς. Δεν είναι καθόλου υπερβολικά, δυστυχώς. Έχει πει πολύ φριχτά και πολύ βαριά πράγματα, που φανέρωναν απίστευτη εμπάθεια, ακόμα και προσωπική βεντέτα. Ήταν τόσο φάλτσα και άγρια και εκτός πλαισίου.
Δεν ήταν απλά ένας ομοφοβικός του συρμού, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι (ειδικά στο περιθώριο, αλλά και στον ίδιο τον πυρήνα του ποδοσφαίρου), αλλά εμφανιζόταν σχεδόν ως ακτιβιστής της πιο απροκάλυπτης ομοφοβίας και ως θιασώτης της πιο ανελέητης ρητορικής μίσους. Κάποια στιγμή τον έκλεισα και δεν επέστρεψα ποτέ.
Ποτέ όμως δεν τον έσβησα (ή «ακύρωσα») εντελώς, αφού παρά τα μνημειώδη και σχεδόν εγκληματικά στραβά του, υπήρξε στην πραγματικότητα πιο οικείο πρόσωπο από τη συντριπτική πλειοψηφία των επιφανών τηλε-προσωπικοτήτων κάθε επιπέδου και είδους. Τουλάχιστον εκείνος ήταν ειλικρινής. Αυτή είναι η μαύρη αλήθεια. Εύχομαι ειλικρινά να αναπαυθεί, πάντα έμοιαζε να το έχει ανάγκη.