ΜΕΡΙΚΕΣ ΩΡΕΣ ΜΟΝΟ ΜΕΤΑ την κατάσβεση της πυρκαγιάς στο πευκοδάσος της Ύδρας, τα καραβάκια που πηγαίνουν καθημερινά από το λιμάνι στις μακρινές παραλίες του Μπίστη και του Αγίου Νικολάου –περιοχές όπου εκδηλώθηκε η φωτιά– αναχωρούν κανονικά, γεμάτα επισκέπτες, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν ιδέα τι έχει συμβεί και τι είδους κόλαση αποφεύχθηκε για το νησί. Ακόμα κι εκείνοι πάντως, δεν μπορούν να μην παρατηρήσουν τις φρεσκοκαμένες πλαγιές που διακρίνονται προς το τέλος της διαδρομής, ένα δείγμα από τα 300 στρέμματα που έγιναν στάχτη από τα βεγγαλικά που πέταξαν, εν πλήρη ευθυμία υποθέτει κανείς, ναυλωτές πολυτελούς και ανοικονόμητης θαλαμηγού, μία από τις άπειρες που περικυκλώνουν τις ακτογραμμές και κάνουν τα νερά να μοιάζουν με μια ατέλειωτη παιδική χαρά των υπερ-πλουσίων και των υπερ-προνομιούχων πάσης ιδιότητας και προέλευσης. «Η Ύδρα είναι μια φραγκοσυκιά γεμάτη πυρετό, όνειρα κι αγκάθια», έλεγε ο Σαχτούρης. Τώρα είναι γεμάτη κι από θηριώδη και απειλητικά γιοτ, μαύρων και γκρίζων αποχρώσεων συχνά, που μοιάζουν με πολεμικό στόλο της ίδιας σκιώδους υπερδύναμης, κι ας έχουν διαφορετικές σημαίες.
Σύντομα όμως, η ικανοποίηση ότι βρέθηκαν και θα τιμωρηθούν παραδειγματικά οι υπαίτιοι, δίνει τη θέση της στην απορία και εν συνεχεία στην αγανάκτηση όταν γίνεται αντιληπτό ότι οι ενοικιαστές του σκάφους αφέθηκαν να επιστρέψουν σαν κύριοι στην πατρίδα τους, και ότι όλες οι (βαρύτατες) κατηγορίες πέφτουν πάνω στο πλήρωμα.
Ο εφιάλτης πέρασε, παρότι άνθρωποι του νησιού που είτε βοήθησαν στην κατάσβεση είτε ξενύχτησαν αγωνιώντας μέχρι να βεβαιωθούν ότι η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο, μας λένε ότι μόνο τα ευνοϊκά, σ’ αυτή την περίπτωση, καπρίτσια των ανέμων απέτρεψαν την επέκταση της φωτιάς σε επίπεδα ανεξέλεγκτα και τρομακτικά ακόμα και να τα διανοηθεί κανείς. Πολλοί κάτοικοι μοιάζουν κλονισμένοι από το περιστατικό ως εξέχον δείγμα της όλο και πιο έντονης ασυδοσίας των «σκαφάτων», και μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι γενναιόδωρες ποσότητες των πυροτεχνημάτων που θα καταναλωθούν επισήμως στο νησί το επόμενο Σάββατο στα Μιαούλεια –αμέσως μετά από την παραδοσιακή αναπαράσταση της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας– σε κάποιους θα προκαλέσουν ανάμεικτα ή και δυσοίωνα συναισθήματα μετά από αυτό που συνέβη.
Μέσα στη μέρα, κυκλοφορεί και γίνεται δεκτή με ικανοποίηση η πληροφορία ότι έπιασαν τους επιβάτες της θαλαμηγού στη Βουλιαγμένη. Ήταν λέει από το Καζακστάν, στοιχείο που προκαλεί διάφορους συνειρμούς περί Μπόρατ –έτσι για να ελαφρύνει το κλίμα– ανάμεσά τους και επιφανής ολιγάρχης πετρελαιάς, σύμφωνα με το ρεπορτάζ. Σύντομα όμως, η ικανοποίηση ότι βρέθηκαν και θα τιμωρηθούν παραδειγματικά οι υπαίτιοι, δίνει τη θέση της στην απορία και εν συνεχεία στην αγανάκτηση όταν γίνεται αντιληπτό ότι οι ενοικιαστές του σκάφους αφέθηκαν να επιστρέψουν σαν κύριοι στην πατρίδα τους, και ότι όλες οι (βαρύτατες) κατηγορίες πέφτουν πάνω στο πλήρωμα. Όχι μόνο στον καπετάνιο, ο οποίος φέρει «αυτοδίκαιη ποινική ευθύνη», αλλά και σε ανθρώπους που ασκούσαν την ιδιότητα του μάγειρα και του καμαρότου.
Συγχρόνως, μεταφέρεται η είδηση ότι υπάρχει έντονη διχογνωμία μεταξύ Πυροσβεστικής, αυτοπτών μαρτύρων και Λιμενικού για τις συνθήκες του εγκλήματος. Κάποιος λέει ότι η Ελλάδα δεν έχει δικαστική συμφωνία με το Καζακστάν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συλληφθούν ούτε στη χώρα τους. Κάποιος άλλος ότι η κράτηση των υπόλοιπων μελών του πληρώματος πλην του πλοιάρχου, μπορεί να είναι στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας. Μπορεί. Μακάρι. Μακάρι να υπάρχει κάποια συντριπτική αιτία που να δικαιολογεί την διαπόμπευση αυτών των ανθρώπων, την ώρα που οι πραγματικοί ένοχοι, σύμφωνα με πάσα ένδειξη και μαρτυρία, απέφυγαν, για πολλοστή ίσως φορά, την λογοδοσία για την εγκληματική τους επιπολαιότητα.