ΑΝ ΘΕΩΡΗΣΟΥΜΕ ΟΤΙ το Succession ανήκει στο πάνθεον των μεγάλων σειρών του HBO αλλά και γενικώς, τότε πρόκειται μάλλον για την πιο προβλέψιμη και μηχανιστική από αυτές, στοιχείο όμως που δεν του στερεί απαραίτητα την αίγλη την οποία έχει κατακτήσει – την αίγλη μιας μοναδικά καλοδουλεμένης και καλογυαλισμένης παραγωγής που ακροβατεί αφηγηματικά με τον πιο επιδέξιο τρόπο ανάμεσα στην ιλαρότητα και το σκότος.
Ουσιαστικά όμως, από επεισόδιο σε επεισόδιο και από κύκλο σε κύκλο, πρόκειται για την ίδια ιστορία με το ίδιο στήσιμο, με την ίδια αγχώδη χειροκίνητη κάμερα, με τα ίδια απότομα ζουμ και κοφτά jump cuts, με τα ίδια υπερπολυτελή και ψυχρά σκηνικά, με τις ίδιες σαρδόνιες και ευρηματικές ατάκες (ασχέτως αν κανείς δεν μιλάει πραγματικά έτσι), με το ίδιο μουσικό θέμα που σε υποβάλλει κάθε φορά και σε κάνει να ξεχνάς κάθε αντίρρηση.
Το «Succession» είναι μια υπερσύγχρονη κωμωδία ηθών της άκρας πλουτοκρατίας, με κάποιο μαγικό τρόπο όμως το εκάστοτε ψυχοδραματικό κρεσέντο (και υπάρχει τουλάχιστον ένα τέτοιο σε κάθε επεισόδιο) είναι εξίσου ισχυρό και πειστικό.
Τα κακομαθημένα τέκνα ενάντια στον αδέκαστο πατριάρχη (που δεν κρύβει ποτέ τη μόνιμη απογοήτευσή του για την αδύναμη εξέλιξή τους), οι ατέλειωτες ίντριγκες, τα δεκαψήφια ποσά που αλλάζουν χέρια για πλάκα, το σκάκι με ανθρώπινα πιόνια που παίζεται διαρκώς, τα γελοία πάθη και οι δραματικές φάρσες, οι κάθε είδους πλειοδοσίες και μειοδοσίες (οικονομικές αλλά και συναισθηματικές). Αυτό είναι το σύμπαν του «Succession», μιας σειράς που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχου κύρους είναι υποταγμένη σε μια πολύ συγκεκριμένη και αδιαπραγμάτευτη φόρμουλα, χωρίς διάθεση για επικίνδυνες υπερβάσεις.
Το ξέρεις κι όμως το λησμονείς κάθε φορά καθώς εμπλέκεσαι στον ρυθμό, στην ατμόσφαιρα, στο σενάριο και στις υποκριτικές εμπνεύσεις ενός εκλεκτού καστ, επικεφαλής του οποίου παραμένει ο μέγιστος Μπράιαν Κοξ στον ρόλο του Λόγκαν Ρόι – με το αμήχανο πάρτι γενεθλίων του οποίου ξεκίνησε το πρώτο επεισόδιο του τέταρτου και τελευταίου κύκλου της σειράς που θα τελειώσει (για πάντα) στις 28 Μαΐου, μία μέρα πριν από το deadline για τα προσεχή βραβεία Emmy.
Ο Λόγκαν αποχωρεί νωρίς από τα ίδια του τα γενέθλια, βαρύς και δύσθυμος, σα να ξέρει ότι το τέλος πλησιάζει, για τον ίδιον, για τον επιχειρηματικό κολοσσό που έχει στήσει (επί πτωμάτων), αλλά και για τη σειρά. Στον μόνο που μπορεί να στραφεί εκείνη την ώρα είναι ο σωματοφύλακάς του, τον οποίον ρωτάει αν πιστεύει στη μετά θάνατο ζωή. Χωρίς φυσικά να περιμένει απάντηση, την οποία δίνει ο ίδιος: «Πιστεύω πως αυτό εδώ είναι όλο».
Σε μια άλλη υπαρξιακή αποστροφή του, αναρωτιέται «τι είναι ένα άτομο;» και πάλι δίνει μόνος του την απάντηση: «Ένα άτομο μπορεί να έχει αξίες και στόχους, λειτουργεί όμως μέσα στην αγορά, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια οικονομική μονάδα».
Την ίδια ώρα τα τρία παιδιά του που έχουν στραφεί εναντίον του προσπαθούν να στήσουν ένα μεγαλεπήβολο μιντιακό πρότζεκτ που θα συνδυάζει «το MasterClass, τον Economist και το New Yorker».
Μπορώ να φανταστώ την απογοήτευση όσων προσδοκούσαν από τη σειρά μια πιο οξεία κριτική των μηχανισμών που επιτρέπουν (ενθαρρύνουν) την απληστία και τις μεθόδους ακραίων πλουτοκρατών σαν τα μέλη της οικογένειας Ρόι ή τις υψηλόβαθμες στελεχικές κατσαρίδες που τους περιβάλλουν, αλλά ποτέ οι δημιουργοί της σειράς δεν ισχυρίστηκαν τέτοιες προθέσεις.
Έχουν γίνει επίσης άπειρες (τεμπέλικες) συγκρίσεις της δυναστείας των Ρόι που τρώγεται ανηλεώς με τις σάρκες της, με το έργο του Σαίξπηρ (παρεμπιπτόντως το μόνο όνομα ίσως που αντιστέκεται στη σύγχρονη απλοποίηση – Σέξπιρ; Με τίποτα!) ή με την αρχαία ελληνική τραγωδία.
Πάνω απ’ όλα όμως, το Succession είναι μια υπερσύγχρονη κωμωδία ηθών της άκρας πλουτοκρατίας, με κάποιο μαγικό τρόπο όμως το εκάστοτε ψυχοδραματικό κρεσέντο (και υπάρχει τουλάχιστον ένα τέτοιο σε κάθε επεισόδιο) είναι εξίσου ισχυρό και πειστικό. Και τώρα η σειρά έχει την ευκαιρία για ένα πραγματικά αλησμόνητο και ιστορικό φινάλε, ειδικά από τη στιγμή που ολοκληρώνεται σχετικά σύντομα (ή πρόωρα), πριν προλάβει να σκοντάψει ή προτού αρχίσει να σέρνεται.