ΧΘΕΣ, 23 ΜΑΡΤΙΟΥ ΤΟΥ 2022, συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από την πιο συγκλονιστική ίσως στιγμή στην ιστορία της τελετής των Όσκαρ, όταν εμφανίστηκε στην σκηνή για να παραλάβει το τιμητικό του βραβείο ο Τσάρλι Τσάπλιν, μετά από μια εικοσαετία που είχε ήδη διαρκέσει ο εξοστρακισμός του από τις Ηνωμένες Πολιτείες με την στάμπα του «κομμουνιστή». Η αίθουσα σειόταν για ώρα από τα χειροκροτήματα και η συγκίνηση όλων των παρευρισκόμενων που αρνούνταν να ξανακαθίσουν στις θέσεις τους καθρεπτιζόταν στο βουρκωμένο πρόσωπο του τιμώμενου προσώπου που με τα χρόνια θύμιζε όλο και λιγότερο την μορφή του ‘Σαρλό’, του ‘Αλήτη’, που για τόσα χρόνια ήταν η πιο εμβληματική και η πιο «αναγνωρίσιμη» φιγούρα στην οικουμένη. Ήταν η στιγμή της επίσημης αναγνώρισης και της ιστορικής συμφιλίωσης, εκ μέρους του Χόλιγουντ έστω, αν όχι της επίσημης αμερικανικής πολιτείας ή του αμερικανικού κοινού.
Ελάχιστες πιο αινιγματικές απροσδιόριστες διασημότητες τέτοιου υπεράνθρωπου βεληνεκούς υπήρξαν (αν υπήρξαν) στη σύγχρονη ιστορία, και αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει το νέο ντοκιμαντέρ βρετανικής παραγωγής «Ο αληθινός Τσάρλι Τσάπλιν» (The Real Charlie Chaplin), που είναι διαθέσιμο εδώ και λίγο καιρό στις πλατφόρμες, παρά τον υποσχόμενο για το αντίθετο τίτλο του. Το γνωρίζουν άλλωστε αυτό μάλλον και οι ίδιοι οι δημιουργοί, από τη στιγμή που η ταινία ξεκινά (υπό την μορφή μεσότιτλων του βωβού) με μια ρήση – ή ένα αξίωμα – του Αμερικανού σοσιαλιστή συγγραφέα και φίλου του Τσάπλιν: «Υπάρχουν πολλοί περισσότεροι Τσάρλι Τσάπλιν απ’ όσους μπορούμε να φανταστούμε. Απόλαυσε όποιον από αυτούς έχεις την τύχη να συναντήσεις, μην αποπειραθείς όμως να τον συνδέσεις με οτιδήποτε μπορείς να αντιληφθείς».
Η απληστία δηλητηρίασε τις ψυχές των ανθρώπων, περιχαράκωσε τον κόσμο με το μίσος, μας οδήγησε με το βάδισμα της χήνας στην μιζέρια και στην αιματοχυσία, αναπτύξαμε ταχύτητα, αλλά κλειστήκαμε στον εαυτό μας, η γνώση μας έκανε κυνικούς, η εξυπνάδα άκαρδους κι αγενείς…
Δύο ώρες είναι λίγες για μια ζωή σαν του Τσάπλιν ή για μια στοιχειωδώς επισταμένη κινηματογραφική προσέγγιση του έργου του, γι’ αυτό και στην διάρκειά της η ταινία σοφά αρκείται σε μια απόπειρα συναισθηματικής ‘διαλεύκανσης’ μιας μυθικής προσωπικότητας, με την βοήθεια νέου αρχειακού υλικού, ξεκινώντας από την αρχή. Την γέννησή του (την ίδια μέρα με τον Χίτλερ, γεγονός που θα φαινόταν πολλαπλώς σημαδιακό αργότερα) στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου, τα παιδικά χρόνια της απόλυτης ανέχειας, το μιούζικ χολ, την φυγή στην Αμερική, την τυχαία είσοδό του στο σινεμά, την απίστευτου μεγέθους επιτυχία, τον δισταγμό να ακολουθήσει τον συρμό του ομιλούντος φοβούμενος ότι ο «Αλήτης» με συγκεκριμένη φωνή θα έπαυε να είναι οικουμενικός. «Η φωνή είναι κάτι το σπουδαίο», θα έλεγε αργότερα, «δεν μπορεί όμως να συγκριθεί με την σιωπή, ούτε με ένα βλέμμα».
Η σιωπή θα έληγε το 1940 με τον «Μεγάλο Δικτάτορα», η πρώτη ταινία που η φιγούρα με το μουστάκι, το καπέλο, το στενό σακάκι, τα μεγάλα παπούτσια και το μπαστούνι αποκτούσε συγκεκριμένη ταυτότητα (ο Εβραίος μπαρμπέρης που είναι φτυστός ο δικτάτορας) και η πρώτη ταινία που μιλά. Και μόνο αστεία δεν είναι αυτά που λέει όταν στο περίφημο μονόλογο του τέλους ανοίγει το στόμα του και απευθύνεται στον θεατή, στην οικουμένη ολόκληρη, ενώ ήδη την Ευρώπη θερίζει η ναζιστική λαίλαπα: «Η απληστία δηλητηρίασε τις ψυχές των ανθρώπων, περιχαράκωσε τον κόσμο με το μίσος, μας οδήγησε με το βάδισμα της χήνας στην μιζέρια και στην αιματοχυσία, αναπτύξαμε ταχύτητα, αλλά κλειστήκαμε στον εαυτό μας, η γνώση μας έκανε κυνικούς, η εξυπνάδα άκαρδους κι αγενείς…».
Εν μέρει όμως, αυτός ο μονόλογος, τον οποίον καλείτο να επαναλάβει σε διάφορες επίσημες περιστάσεις, θα ήταν η αρχή της «πτώσης» και η δικαιολογία που αναζητούσαν οι κύκλοι που ήθελαν να τον συνδέσουν με την «ερυθρά απειλή» μετά τον πόλεμο. «Αν αυτά που λέω συνιστούν κομμουνισμό, τότε πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες θα ψήφιζαν υπέρ του», είχε πει πριν μπει και επίσημα στο στόχαστρο του FBI, ενώ αργότερα θα δήλωνε: «Δεν έχω υπάρξει μέλος ή οπαδός οποιουδήποτε κόμματος, ούτε κι έχω ψηφίσει ποτέ στην ζωή μου».
Η ταινία αφήνει χώρο και για τις έντονες σκιές που έχουν να κάνουν με την κακομεταχείριση κάποιων γυναικών της ζωής του, και ειδικά της δεύτερης συζύγου του Λίτα Γκρέι, την οποία γνώρισε όταν εκείνη ήταν 12 και την παντρεύτηκε όταν ήταν 16 (ο ίδιος ήταν 35). Εμφανίζεται και η ίδια να μιλά σε αρχειακό υλικό από την δεκαετία του ’80 και να αφηγείται ένα χρονικό συστηματικής κακοποίησης. Όταν χώρισαν όμως, όχι μόνο δεν την πίστευε κανείς, αλλά σύσσωμη η (ανδροκρατούμενη) γαλλική ιντελιγκένσια πήρε αντανακλαστικά το μέρος του, στολίζοντάς την με φριχτούς χαρακτηρισμούς.
Η συγκινητική τελετή των Όσκαρ του 1972 δεν ήταν αρκετή πάντως για να τον κάνει να εγκαταλείψει την μεγαλοπρεπή έπαυλη όπου ζούσε με την οικογένειά του στις ελβετικές Άλπεις. «Ήταν μια προσωπικότητα που γινόταν αποπνικτική αν βρισκόσουν πολύ κοντά του», ακούγεται να λέει η ηθοποιός κόρη του Τζέραλντιν, ενώ βλέπουμε οικογενειακές ταινίες με φόντο το λευκό σκηνικό. «Τον θυμάμαι να λέει "δεν είμαι πικραμένος με την Αμερική", το έλεγε όμως τόσο συχνά που αναρωτιόσουν…».