ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΑΣΑΝ από εκείνη τη βραδιά του Ιουνίου του 2002 που από μια «λάθος» έκρηξη βόμβας φτάσαμε στις συλλήψεις και στις δίκες ενός αριθμού ανθρώπων που συνδέθηκαν με τη μεταπολιτευτική ένοπλη βία και τρομοκρατία.
Γράφτηκαν τότε πολλά και μάλλον βιαστικά και πάνω στη φούρια (για εμπορικούς λόγους, προφανώς), πλήθος ρεπορτάζ έγιναν στη βάση διαρροών από την αστυνομία και τους δικηγόρους και έπειτα κόπασε ο θόρυβος και ο κορεσμός από την τρομοκρατολογία οδήγησε στα επόμενα καυτά θέματα της επικαιρότητας.
Τι ήταν η «επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη»; Ανεξάρτητα από το αν η μακριά διαδρομή της μέσα στον αθηναϊκό (κυρίως) ιστό συναντήθηκε με παρεμβάσεις τρίτων παραγόντων, ο ένοπλος χώρος της Μεταπολίτευσης γεννήθηκε σαν ένα παρακλάδι της ιστορικής αριστεράς στην επαφή της με μια «νέα αριστερά». Τέκνο διεργασιών, συζητήσεων και εμπειριών που υφάνθηκαν στις μεταπολεμικές δεκαετίες και ιδίως στη γενιά που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο και τα επόμενα δέκα-δεκαπέντε χρόνια (σχηματικά από το 1943 ως τα τέλη της δεκαετίας του ’50).
Υπήρξαν φυσικά πολλές προσπάθειες να παρουσιαστεί η ιστορία αυτή ως προσωπική λόξα ή ιδιορρυθμία κάποιων ατόμων δίχως ιστορικούς δεσμούς, δίχως αναφορές στην κανονική ελληνική αριστερή μνήμη. Η απαξίωση των συλληφθέντων, οι σιωπές και οι αρνήσεις τους (κυρίως αυτή του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου) φάνηκαν έτσι βολικές και ανακουφιστικές για όσους γνώριζαν, είχαν ψιλοσυναινέσει εκ του ασφαλούς ή δεν θέλησαν να δουν στα σοβαρά το φαινόμενο και αρκέστηκαν σε ψιθυριστά ανέκδοτα.
Κάποια πρόσωπα θεωρήθηκαν ιερά, παρέες λογαριάστηκαν εκ προοιμίου υπεράνω υποψίας, ερωτήματα θυσιάστηκαν κάτω από δημοσιογραφικές ευκολίες και πολιτικές κατασκευές. Κάπως έτσι η αριστερή πολιτική βία αποδόθηκε σε έναν-δυο ανθρώπους σαν ένα σπαγγέτι γουέστερν με δυο κακούς και είκοσι ηλίθιους ή μειωμένου καταλογισμού.
Προφανώς, στην ιστορία της ελληνικής ένοπλης βίας η μεγάλη ευθύνη βαραίνει δράστες, αυτουργούς και στενούς συνεργάτες. Θα τους μυθοποιούσαμε όμως υπερβολικά (σαν μοναδικό φαινόμενο στα παγκόσμια χρονικά των οργανώσεων αυτών) αν λέγαμε πως έμεναν ασύλληπτοι για δεκαετίες εξαιτίας του συνωμοτικού τους ταλέντου.
Σε μια πιάτσα, όπως η μεταπολιτευτική Αθήνα των μπαρ και των ταβερνείων, παίχτηκε ένα άλλο δράμα: οι σιωπές αυτών που γνώριζαν και στη συνέχεια οι στοχευμένες «καμπάνιες» που δυσκόλεψαν την οποιαδήποτε έρευνα, αφήνοντας πάντα τις υπόνοιες σκευωρίας εναντίον αγωνιστών.
Η 17 Νοέμβρη ασφαλώς υπήρξε ολιγάριθμη και συνωμοτική. Όμως αυτοί και αυτές που θεώρησαν (παρά τις όποιες αντιρρήσεις ή και το τι έσερναν κατ’ ιδίαν στους τρομοκράτες) πως δεν είναι θέμα πολιτικής τιμής για τους ίδιους να σταματήσουν οι δολοφονίες, αυτοί που πολιτεύτηκαν είκοσι χρόνια ψευδομαρτυρώντας για χάρη παλιών φίλων ή για λόγους κυνικού πολιτικού ναρκισσισμού, αυτός ο χώρος των πολύ περισσότερων και μαζί κάμποσων αξιόλογων της κοινοβουλευτικής κεντροαριστεράς και αριστεράς έχει τις δικές του ηθικές ευθύνες.
Αυτές οι ηθικές ευθύνες ούτε συζητήθηκαν σοβαρά ούτε έγιναν θέμα πολιτικό, όπως θα άρμοζε, τουλάχιστον ενώπιον των θυμάτων. Γι’ αυτό άλλωστε και μετά την εξάρθρωση πολλοί δεν θέλησαν να υπάρξει ανεξάρτητη από κρατικές και κομματικές σκοπιμότητες έρευνα στις πηγές του φαινομένου. Κάποια πρόσωπα θεωρήθηκαν ιερά, παρέες λογαριάστηκαν εκ προοιμίου υπεράνω υποψίας, ερωτήματα θυσιάστηκαν κάτω από δημοσιογραφικές ευκολίες και πολιτικές κατασκευές.
Κάπως έτσι η αριστερή πολιτική βία αποδόθηκε σε έναν-δυο ανθρώπους σαν ένα σπαγγέτι γουέστερν με δυο κακούς και είκοσι ηλίθιους ή μειωμένου καταλογισμού. Η μετατροπή της τραγωδίας σε γραφική φάρσα ευνόησε τη λήθη, την απόσειση ευθυνών και την αιώνια αθωότητα των καλών προθέσεων.
Η ελληνική πολιτική βία, είτε στην πιο σοφτ είτε στην πιο ακραία και φονική της εκδοχή, δεν έχασε ποτέ τη «νομιμοποίησή» της σε περιβάλλοντα και χώρους. Απλώς λόγω των τεχνολογικών προόδων της αστυνομικής έρευνας, αυτή η βία δεν μπορεί να γίνει εύκολα συνωμοτική τρομοκρατία παλιού τύπου. Άλλες γενιές, άλλα υπαρξιακά και κοινωνικά μεγέθη.
Είκοσι χρόνια μετά τη βόμβα του Ξηρού βρισκόμαστε πάντα με τα σύνδρομα όσων λένε (ψευδώς) πως διαφωνούσαν από πάντα με τη βία και άλλων που (πιο απίθανοι αυτοί) που εξακολουθούν να κάνουν τους έκπληκτους ανήξερους. Κάποτε, αν ζουν ακόμα, ίσως αισθανθούν την ανάγκη να πουν κάτι παραπάνω. Έστω για μια ανάγκη ιστορικής αυτογνωσίας και προσωπικής αξιοπρέπειας.