ΑΡΓΑ ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ 21ης Απριλίου του 1967, ένας χωροφύλακας επισκέφτηκε το σπίτι μας στο Καρλόβασι. Εγώ και τα αδέλφια μου παίζαμε στο πίσω χωράφι. Ο πατέρας μου είχε προλάβει να πάει στο κέντρο της πόλης και να καταστρέψει κάποια αρχεία, έχοντας μάθει τα νέα για τη δικτατορία.
Σκέφτομαι πως από εκείνη τη μέρα που εγώ δεν ήμουν ούτε τεσσάρων και ο γονείς μου, γεννημένοι κι οι δυο το 1925, σαραντάρηδες, απέχουμε πια 56 χρόνια. Όσο απείχαν οι νέοι που πρωτοάκουσαν ροκ εν ρολ το 1956 από τις κυρίες με τα κρινολίνα και τις άμαξες με άλογα του 1900, όσο απέχουν οι άνθρωποι των πρώτων προσωπικών υπολογιστών τη δεκαετία του '80 από τους νέους της δεκαετίας του '30.
Ο χρόνος είναι όμως μέγεθος υπαρξιακό και μυστήριο, όχι ακριβώς υπόθεση των χρονολογιών. Ιδίως ο χρόνος των οικογενειών που στάθηκαν, ελέω πολιτικής και Ιστορίας, στο μεταίχμιο των προσωπικών τους ιστοριών και των εθνικών, συλλογικών δραμάτων. Συνέβη απλά και με την ωμότητα των αιφνίδιων χτυπημάτων: η Ιστορία και η βία της «μάς έκλεψε» κάτι από την παιδική μας ηλικία. Ίσως γι’ αυτό δεν μπορέσαμε να απαλλαγούμε από τους θεούς και τους δαίμονες, από τα πάθη και τις μνήμες από δεύτερο και τρίτο χέρι. Δεν μπορέσαμε να γράψουμε κάτι διαφορετικό από τις πληγές μας.
Ο πατέρας μου επέστρεψε από την εξορία την άνοιξη του 1971. Αυτά τα τέσσερα χρόνια ειδωθήκαμε δυο φορές σε επισκεπτήριο των οικογενειών στους εξόριστους. Πράγματα που μοιάζουν από μια άλλη Ελλάδα που μέχρι και το κλίμα της έχει αλλάξει.
Ο πατέρας μου επέστρεψε από την εξορία την άνοιξη του 1971. Αυτά τα τέσσερα χρόνια ειδωθήκαμε δυο φορές σε επισκεπτήριο των οικογενειών στους εξόριστους. Πράγματα που μοιάζουν από μια άλλη Ελλάδα που μέχρι και το κλίμα της έχει αλλάξει. Οι χειμώνες εκείνοι κρατούσαν μήνες, ο ουρανός ήταν μολυβένιος, οι άνεμοι έφταναν συχνά τα δέκα ή και τα έντεκα μποφόρ. Άνθρωποι τυλιγμένοι σε γκρι παλτά, με γκρι παντελόνια, βάδιζαν κόντρα στον παγωμένο αέρα.
Η εικόνα του Κατράκη στις ταινίες του Αγγελόπουλου έλεγε αλήθεια: μια δική μας, οικεία αλήθεια. Έπειτα και το καλοκαίρι ήταν διαφορετικό, έντονο και συγχρόνως πιο επίσημο, πιο καλοντυμένο. Οι άνθρωποι είχαν τη ρουτίνα τους, πολλά πρόσωπα έμοιαζαν ευτυχισμένα σαν την μπριγιαντίνη των παλιών διαφημίσεων – θυμάμαι πως ένιωθες την κρυφή ζωή να βράζει γύρω σαν κάτι αόριστα ερωτικό.
Τελικά, μετά το 1974 συνειδητοποιήσαμε πως ασήμαντοι άνθρωποι μπορούσαν να σε βλάψουν, να σου κάνουν κακό. Θυμάμαι τους συνεργάτες ή οπαδούς της χούντας στο Καρλόβασι, στην πόλη μας. Άνθρωποι που μετά από λίγο καιρό μάς φέρονταν ευγενικά, με ωραία και καλά λόγια, τώρα πλέον θαυμαστές του πατέρα και της μάνας μου. Ένα είδος δημοκρατικής λήθης και ο χρόνος που άλλαζε πάλι τη διάταξη των πραγμάτων και την κλίμακα των πόνων.
Αυτοί είχαν χειροκροτήσει, εμείς βρίζαμε. Αυτοί οργάνωναν χοροεσπερίδες κι έκτοτε κι αυτή η λέξη έπεσε θύμα των άσχημων συνειρμών που γέννησε η εποχή.
Πενήντα έξι χρόνια μετά δεν θυμάμαι τις μέρες, αν είχε βροχές ή λιακάδες, το πώς πέρασαν ιδίως οι πρώτοι μήνες. Υπήρχε κάπου η αίσθηση πως είχαμε κάνει κάτι κακό (έτσι έλεγε το βλέμμα μερικών συμμαθητών) ή πως μας είχε αφαιρεθεί η κανονική ζωή για την οποία δεν είμασταν άξιοι. Έτσι ένιωσα κάποιες φορές εκείνο τον καιρό, περνώντας από το όνειρο στο παγωμένο νερό της πραγματικότητας, από τη λαχτάρα στη λύπη. Φάγαμε αρκετή λύπη κάποια χρόνια και σιωπές και καπνό στα δωμάτια. Όμως ο πατέρας έδειξε δύναμη και η μάνα μου στήριξε τη ζωή μας με τις αναλαμπές των νιάτων της, ώριμη και πικραμένη, κι όμως πάντα ανοιχτή στο καινούργιο.
Τελικά τα τραγούδια και τα βιβλία μάς έσωσαν. Η χούντα πέρασε, ανέκδοτο για τους πολλούς, πληγή για τους λίγους. Ήμασταν σε αυτούς τους τελευταίους.
Τώρα, στα πενήντα εννιά μου, γράφω για μια επέτειο, συνομιλώντας απλώς με τις αγαπημένες σκιές των νεκρών μου γονιών. Ακόμα ενηλικιώνομαι προσπαθώντας να καταλάβω το νόημα της εποχής τους και της δικής μας οφειλής.