Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ έχει γονατίσει την κοινωνία, αλλά κανείς δεν έχει δώσει μια εξήγηση σχετικά με το αν από τον πληθωρισμό και την αύξηση των τιμών των τροφίμων επωφελούνται κάποιοι και ποιοι είναι αυτοί ή αν η ακρίβεια είναι απλώς απόρροια της ενεργειακής κρίσης, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση και πολλοί παράγοντες της αγοράς.
Παρόλο που το ενεργειακό κόστος, που θεωρήθηκε γενεσιουργός αιτία των συστηματικών ανατιμήσεων στα τρόφιμα, μειώθηκε, οι τιμές σε είδη πρώτης ανάγκης είναι στα ύψη.
Ο φαύλος κύκλος της ακρίβειας κλείνει σχεδόν τρία χρόνια και τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα από την κυβέρνηση δεν έχουν καταφέρει να τη μετριάσουν. Μόλις αυτή την εβδομάδαη κυβέρνηση ψήφισε και νέα μέτρα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού των τροφίμων, ρίχνοντας με μεγάλη καθυστέρηση το βάρος στη βιομηχανία τροφίμων και το χονδρεμπόριο.
Από τον Απρίλιο του 2021 που ξεκίνησε σταδιακά η άνοδος του πληθωρισμού μέχρι τον Αύγουστο του 2023, οι καταναλωτές πληρώνουν τα τρόφιμα αυξημένα σχεδόν κατά 30% κατά μέσο όρο.
Εφόσον προκύψουν ενδείξεις ότι τυχόν αύξηση τιμών είναι αποτέλεσμα παράνομης σύμπραξης μεταξύ ανταγωνιστών ή αντίστοιχης παράνομης συμφωνίας μεταξύ προμηθευτών και λιανοπωλητών, ή οφείλεται στην κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μιας εταιρείας, η οποία υπερτιμολογεί προϊόντα εκμεταλλευόμενη τη θέση της στην αγορά, η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη έρευνα.
Τα εντυπωσιακά ευρήματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Στην εξίσωση της ακρίβειας έχει μπει και η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Πρόκειται για την Ανεξάρτητη Αρχή η οποία έχει ως αποστολή τη διατήρηση και την αποκατάσταση της υγιούς ανταγωνιστικής δομής της αγοράς και την προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή. Τα πρώτα ευρήματα της Αρχής είναι εντυπωσιακά.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διεξήγαγε μια πανευρωπαϊκή έρευνα χαρτογράφησης των συνθηκών ανταγωνισμού στις αγορές των γαλακτοκομικών και των απορρυπαντικών για τα πλυντήρια ρούχων.
Η χαρτογράφηση αυτή έδειξε ότι στην Ελλάδα πωλούνται απορρυπαντικά τα οποία είναι έως και 361% πιο ακριβά από ό,τι στη φθηνότερη χώρα της Ευρώπης. Η Ελλάδα διέθετε επίσης τη δεύτερη υψηλότερη τιμή στο φρέσκο γάλα, με στοιχεία του Ιουνίου. Η Αρχή δεν έχει ακόμη αποφανθεί για το αν η άνοδος των τιμών δικαιολογείται λόγω των διεθνών γεωπολιτικών εξελίξεων και της ενεργειακής κρίσης που αυτές πυροδότησαν ή αν πίσω από τις αυξημένες τιμές ενδέχεται να υπάρχουν αντιανταγωνιστικές πρακτικές. Καρτέλ, όπως πολύ απλά λέγονται.
Πηγές από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ανέφεραν στη LiFO ότι «το πόρισμα της Αρχής θα είναι έτοιμο στα τέλη Οκτώβρη». Τι σημαίνει αυτό; «Εφόσον προκύψουν ενδείξεις ότι τυχόν αύξηση τιμών είναι αποτέλεσμα παράνομης σύμπραξης μεταξύ ανταγωνιστών ή αντίστοιχης παράνομης συμφωνίας μεταξύ προμηθευτών και λιανοπωλητών ή οφείλεται στην κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μιας εταιρείας, η οποία υπερτιμολογεί προϊόντα εκμεταλλευόμενη τη θέση της στην αγορά, η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη έρευνα».
Στη συνέχεια, ανάλογα με το αποτελέσματα της έρευνας, αν προκύψουν δηλαδή όλα τα παραπάνω ή κάτι από αυτά, αν δηλαδή οι ενδείξεις μέσω της αυτεπάγγελτης έρευνας γίνουν αποδείξεις, θα αποφασιστούν μέτρα διόρθωσης τα οποία θα πρέπει να εφαρμοστούν από τις επιχειρήσεις ή θα επιδοθούν πρόστιμα.
Τίποτα από τα παραπάνω βέβαια δεν θα γίνει αν στο πόρισμα του Οκτωβρίου η Επιτροπή Ανταγωνισμού βρει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για να προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη έρευνα.
Το «μάρμαρο» στους τελικούς αποδέκτες
Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, οι καταναλωτές πληρώνουν ως τελικοί αποδέκτες τον λογαριασμό των αυξήσεων, διαθέτοντας παράλληλα μισθούς καθηλωμένους. Το φαινόμενο πάντως του πληθωρισμού απληστίας (greedflation) έχει μπει στον δημόσιο λόγο εδώ και καιρό.
Ο όρος ήδη χρησιμοποιείται από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να υποδηλώσει τις πρακτικές των επιχειρήσεων να απογειώνουν τα περιθώρια κέρδους τους με πρόσχημα στην παρούσα φάση την ενεργειακή κρίση και τις αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και των logistics. Ειδική αναφορά στον πληθωρισμό της απληστίας έχει γίνει και από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Στην έκθεση που δημοσιοποίησε για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το πρώτο τρίμηνο, επικαλείται έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου η οποία διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών».
Οι αναγνώσεις του πληθωρισμού
Παράλληλα, οι ευμετάβλητες πληθωριστικές πιέσεις στα καταναλωτικά αγαθά διαβάζονται και ερμηνεύονται διαφορετικά από κάθε πλευρά, που εκπροσωπεί ένα συγκεκριμένο πεδίο είτε κυβερνητικών θέσεων είτε επιχειρηματικών συμφερόντων.
Μπορεί ο πληθωρισμός του Αυγούστου, όπως υποστήριξε ο Κώστας Σκρέκας, υπουργός Ανάπτυξης, να είναι πράγματι χαμηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ωστόσο ο πραγματικός πληθωρισμός για όλους εκείνους που μένουν ενεοί μπροστά στα ράφια των σούπερ μάρκετ είναι πολύ μεγαλύτερος, όπως εξηγεί στη LiFO ο Γιώργος Βάμβουκας, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αρκεί να ανατρέξει κανείς, όπως λέει, όχι στον γενικό δείκτη πληθωρισμού που κινείται με ρυθμό 2,7% σε ετήσια βάση, αλλά στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό, που αποτυπώνει τον δείκτη καταναλωτή.
«Σ' αυτόν το δείκτη, με στοιχεία Αυγούστου, ο πληθωρισμός για την κατηγορία διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά ανέρχεται στο 10,7%. Ακόμη και ο πιο αδαής καταλαβαίνει ότι εν τέλει το 2,7% είναι ένα εικονικό νούμερο», υποστηρίζει. Για τον Γιώργο Βάμβουκα το νούμερο αυτό δείχνει ότι όσοι ζουν από τον μισθό τους ή με πενιχρές συντάξεις, δηλαδή η πλειοψηφία, «δίνουν σχεδόν το μισό του εισοδήματός τους για τη διατροφή: Γιατί όσο μειώνεται το εισόδημα τόσο αυξάνεται το ποσοστό του εισοδήματος που πηγαίνει στη διατροφή. Εάν ένας πολίτης βγάζει 10 χιλιάδες ευρώ τον μήνα, θα δίνει για διατροφή 2 χιλιάδες ευρώ. Το 20% του εισοδήματός του. Αντίθετα, ένας μισθοσυντήρητος, ο οποίος έχει εισόδημα 800 ευρώ τον μήνα, θα δίνει τα 500 ευρώ. Θα δίνει δηλαδή το 60% του εισοδήματός του».
Ο Γ. Βάμβουκας εξηγεί ακόμη ότι, αν λάβουμε υπόψη μας την πορεία του πληθωρισμού από τότε που ξεκίνησε σταδιακά η άνοδός του, διαπιστώνουμε συντριπτικές αυξήσεις στα είδη διατροφής. «Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η σταδιακή άνοδος ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2021, κορυφώθηκε τους πρώτους μήνες του 2022 και μετά άρχισε να αποκλιμακώνεται. Την περίοδο μεταξύ Απριλίου του 2021 έως τον Αύγουστο, τα αγαθά διατροφής μη αλκοολούχων ποτών, όπως ονομάζεται η κατηγορία των τροφίμων, αυξήθηκαν κατά 28,1%. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό νούμερο για να καταλάβει κανείς τις πραγματικές αυξήσεις στα τρόφιμα, οι οποίες δεν φαίνονται βλέποντας τον γενικό δείκτη», λέει.
Η επισήμανση του καθηγητή ότι το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος των καταναλωτών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα εξανεμίζεται στο καλάθι του σούπερ μάρκετ και στους πάγκους της λαϊκής επιβεβαιώνεται πλήρως από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε πριν από λίγες ώρες η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής και τα μη αλκοολούχα ποτά με ποσοστό 20,9% και ακολουθεί η στέγαση με 14,5%. Το μερίδιο αυτής της δαπάνης, στην οποία περιλαμβάνεται και η στέγαση, για το 20% του φτωχότερου πληθυσμού ανέρχεται στο 58,1%. Το αντίστοιχο όμως μερίδιο της ίδιας δαπάνης για το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 25,6%.
Από την αλυσίδα της ακρίβειας δεν εξαιρείται βέβαια και το ίδιο το κράτος, λόγω του υψηλού ΦΠΑ που επιβάλλεται στα τρόφιμα, με τον οποίο επιβαρύνονται και πάλι οι καταναλωτές, έναν από τους έμμεσους φόρους δηλαδή, «οι οποίοι αποτελούν το πρωταρχικό πρόβλημα του πληθωρισμού». Τα ποσά και εδώ είναι υπέρογκα, όπως λέει ο Γιώργος Βάμβουκας: «Το 2022 τα έσοδα του κράτους από έμμεσους φόρους ήταν 38 εκατ. ευρώ και φέτος, το 2023, εκτιμώνται γύρω στα 42 με 43 εκατ.».
Το ζήτημα του υψηλού ΦΠΑ στα τρόφιμα, το οποίο επηρεάζει τις τιμές, θέτει και το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Το ΙΕΛΚΑ, όπως τουλάχιστον μας λέει ο δρ. Λευτέρης Κιοσές, υπεύθυνος ερευνών του φορέα, υποστηρίζει ότι «η πορεία που ακολουθούν οι τιμές στην Ελλάδα είναι παράλληλη μ' αυτήν που ακολουθείται και στην Ε.Ε». Εξηγεί επίσης ότι «σε σχέση με τη δυτική Ευρώπη είμαστε χαμηλότερα, αλλά αυτό δεν το καταλαβαίνει ο καταναλωτής, γιατί πάει με το διαθέσιμο εισόδημά του». Ωστόσο υποστηρίζει ότι «ο ΦΠΑ επηρεάζει τις τιμές στην Ελλάδα, ενώ σε άλλες χώρες, όπως στην Αγγλία, για παράδειγμα, η οποία έχει και πολύ μεγαλύτερους μισθούς, σε κάποια προϊόντα ο ΦΠΑ είναι πολύ πιο χαμηλός και σε άλλα μηδενικός».
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα που έκανε ο ΙΕΛΚΑ, στην οποία σύγκρινε τις τιμές ενός τυπικού καλαθιού νοικοκυριού σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα με άλλες πέντε ευρωπαϊκές χώρες, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, βρήκε ότι στα 44 προϊόντα που περιείχε αυτό το καλάθι, η Ελλάδα δεν έχει το ακριβότερο καλάθι. Προηγείται η Γαλλία, όπου τα 44 αυτά προϊόντα είναι κατά 18% ακριβότερα από την Ελλάδα, και το Ηνωμένο Βασίλειο με 12%. Η Ιταλία και η Ισπανία είναι στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα. Φθηνότερη από τη χώρα μας βρέθηκε κατά 6% η Πορτογαλία.
Σε καθοδική πορεία η ενέργεια, σε ανοδική τα τρόφιμα
Από την άλλη πλευρά, ερώτημα παραμένει πώς γίνεται να μειώθηκε το κόστος ενέργειας και ταυτόχρονα να πέφτουν οι τιμές πρώτων υλών, αλλά οι τιμές ειδών πρώτης ανάγκης και διατροφής να συνεχίζουν να καλπάζουν. Ο Απόστολος Πεταλάς, γενικός διευθυντής της Ένωσης Σούπερ Μάρκετ Ελλάδας (ΕΣΕ), υποστηρίζει οι τιμές συνεχίζουν να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα γιατί «οι αιτίες που δημιούργησαν την ενεργειακή κρίση και που οδήγησαν στην πληθωριστική κρίση δεν έχουν εξαλειφθεί ακόμη». Εξηγεί ότι επειδή ακριβώς η ενέργεια επηρεάζει «όλες τις φάσεις και όλα τα προϊόντα σε όλες τις κατηγορίες», μετά την πανδημία και τη γεωπολιτική αστάθεια λόγω Ουκρανίας, «η αβεβαιότητα είναι ακόμη ψηλά. Όπως όλοι ακούμε, η Σαουδική Αραβία μειώνει σημαντικά την παραγωγή και οι τιμές ενέργειας μπορούν και πάλι να πάρουν την ανιούσα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια αβεβαιότητα, η οποία δεν επιτρέπει ακόμη, και λόγω της πτώσης της ενέργειας, τη σιγουριά ότι η πτώση αυτή θα έχει μια σταθερότητα και θα εξελιχθεί με την ίδια ομαλότητα και για το επόμενο διάστημα».
Η πτώση της ενέργειας προς το παρόν έχει οδηγήσει, όπως λέει, «αρκετές εταιρείες που είχαν κάνει αύξηση τιμής τώρα να κάνουν προσφορές». Ο Απόστολος Πεταλάς δεν βλέπει επίσης μόνιμη πτώση των τιμών και λόγω της κλιματικής κρίσης. «Ειδικά τα τρόφιμα εξαρτώνται πάρα πολύ από την κλιματική κρίση, η οποία προκαλεί έντονα φαινόμενα και επηρεάζει την επάρκεια και την ποιότητα των προϊόντων». Και προσθέτει ότι «ένας από τους λόγους που ανεβαίνουν οι τιμές είναι ότι είναι λιγότερες οι παραγόμενες ποσότητες και ακόμη λιγότερες αυτές που είναι ποιοτικά αναβαθμισμένες».
Η χαώδης απόσταση στις τιμές παραγωγού και καταναλωτή
Ένα μεγάλο ερώτημα επίσης είναι τι συμβαίνει και απογειώνονται οι τιμές στη διαδρομή από το χωράφι μέχρι το ράφι. Ακούμε συχνά ότι οι παραγωγοί πουλάνε σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και σε εξευτελιστικές τιμές τα προϊόντα τους και στη συνέχεια οι καταναλωτές τα αγοράζουν σε εξωφρενικές τιμές, μέχρι και 8 ή 9 φορές πιο ακριβά από την τιμή με την οποία φεύγουν από το χωράφι. Ο δρ. Κώστας Καραντινινής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γεωργικών Επιστημών Άλναρπ (SLU) στη Σουηδία, εξηγεί στη LiFO ότι η ψαλίδα παραγωγού - καταναλωτή στην Ελλάδα είναι αυξημένη και έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. «Ενώ στην Ε.Ε. των 27 οι τιμές παραγωγού τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν γρηγορότερα από τις τιμές καταναλωτή, στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο: οι τιμές στο χωράφι δεν ακολούθησαν τις τιμές καταναλωτή, αυξάνοντας το άνοιγμα της ψαλίδας».
Ο Κώστας Καραντινινής αντλεί τα στοιχεία του από το εργαλείο παρακολούθησης τιμών της Eurostat και αναλύει το χάσμα από το χωράφι στο πιάτο μέσω δύο δεικτών: του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και του Δείκτη Τιμών Παραγωγών. Τα στοιχεία, όπως λέει, είναι ένα θαυμάσιο εργαλείο για να διαπιστώσουν οι αναλυτές του ανταγωνισμού τι και αν πάει κάτι στραβά στην ελληνική αγορά. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι το εργαλείο παρακολούθησης τιμών της Eurostat κανονικά θα έπρεπε να έχει προκαλέσει συναγερμό στην ελληνική πολιτεία: «Ο Δείκτης Καταναλωτή έφτασε στο υψηλότατο σημείο τον Μάιο του 2023. Ήταν 132,43, ενώ στην Ε.Ε. ήταν στο 141. Οι καταναλωτές πληρώνουν 32,43% περισσότερο σε σχέση με το 2015, που ήταν στο 100. Όμως στην Ελλάδα –αντίθετα από ό,τι στην Ε.Ε. των 27– οι τιμές παραγωγού, ενώ ανεβαίνουν σταθερά, δηλαδή 18,2% σε σχέση με το 2015, ανεβαίνουν σε ρυθμούς χαμηλότερους από τις τιμές καταναλωτή». Το ερώτημα είναι, όπως λέει, πού απορροφάται αυτή η προστιθέμενη αξία ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή. Ποιοι καρπώνονται αυτή την αύξηση των τιμών που πληρώνουν οι καταναλωτές; «Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, προκύπτει ότι ειδικά για την Ελλάδα, σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., η κατανομή του πληθωρισμού διαφέρει προς όφελος των μεταποιητών και των εμπόρων και εις βάρος των παραγωγών», λέει ο Κώστας Καραντινινής. Η «υπόθεσή μου είναι ότι δεν είναι ανταγωνιστική η αγορά και αυτό αποδεικνύεται από το ότι υπάρχει μεγάλη υστέρηση μεταξύ τιμών καταναλωτή και τιμών παραγωγού, άρα στο ανάμεσα κάποιος κερδίζει. Και είναι πολύ πιθανό να κερδίζουν οι βιομηχανίες τροφίμων, και κυρίως τα σούπερ μάρκετ», λέει.
Με ζημιές τα σούπερ μάρκετ
Ο Απόστολος Πεταλάς υποστηρίζει ότι τα σούπερ μάρκετ ειδικά αυτήν τη χρονιά δεν συμπεριλαμβάνονται στους κερδισμένους. Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι η λιανική απορρόφησε πολλούς από τους κραδασμούς των ανατιμήσεων προς όφελος του καταναλωτή. Οι συνέπειες από τα παραπάνω, όπως λέει, φαίνονται «στην πραγματικά μεγάλη πτώση των αποτελεσμάτων των μεγάλων αλυσίδων. Πολύ πρόσφατα, η ΑΒ Βασιλόπουλος ανακοίνωσε τα αποτελέσματα του 2022 και είχε ζημιά. Ενώ το 2021, που ήταν επίσης μια δύσκολη χρονιά, είχε κέρδη περίπου 2% στον τζίρο της. Αλλά και η Σκλαβενίτης, όπως και όλες οι αλυσίδες, έχουν ανακοινώσει αυξήσεις πωλήσεων λόγω πληθωρισμού αλλά και πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις αγορών και κόστους. Γι' αυτόν το λόγο τα αποτελέσματα πέφτουν με ραγδαίο ρυθμό».
Οι μηχανισμοί των αυξήσεων
Ο Κώστας Γαλανόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εξηγεί στη LiFO ότι «οποιοδήποτε προϊόν διακινείται σε μια αλυσίδα προφανώς έχει μια προστιθέμενη αξία σε κάθε ένα στάδιο γιατί υποτίθεται ότι υπόκειται σε κάποια επεξεργασία. Άρα αυξάνεται η αξία του και είναι προφανές ότι θα είναι πιο ακριβό στο επόμενο στάδιο». Από εκεί και πέρα όμως, η ψαλίδα μεταξύ τιμής παραγωγού και τιμής στο ράφι είναι πάρα πολλές φορές εξωφρενική. Δεν δικαιολογείται από οικονομικά στοιχεία της προστιθέμενης αξίας σε κάθε στάδιο. Ειδικά για τα αγροτικά νωπά προϊόντα που δεν υπόκεινται σε μεταποίηση», λέει.
Για τον Μόσχο Κορασίδη, διευθυντή της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών, «υπάρχουν διάφοροι μηχανισμοί για να δικαιολογούνται αυτές οι τιμές». Όπως λέει, «κάποιοι χονδρέμποροι αγοράζουν από έναν παραγωγό πιο ακριβά και από άλλους πολύ φθηνότερα. Οπότε παρουσιάζουν ότι όλη η ποσότητα έχει την επίδραση του ακριβότερου παραγωγού και όχι του μέσου όρου της τιμής». Από την άλλη πλευρά, παραδέχεται ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων έχουν ανέβει λόγω του κόστους της ενέργειας των λιπασμάτων και των ζωοτροφών, «ωστόσο αυτό το κόστος μεταφέρθηκε στον καταναλωτή με πολλαπλάσια αποτελέσματα. Ωστόσο, ακόμη κι όταν πέφτουν οι εισροές, δηλαδή τα κόστη του αγρότη και οι τιμές της ενέργειας, «δεν ακολουθείται η αντίστροφη πορεία στην κατανάλωση». Κατά την άποψή του «το κουμπί του υπερκέρδους βρίσκεται στις δυνάμεις της αγοράς, στους χονδρέμπορους και τις αλυσίδες».
Οι καταστροφές στη Θεσσαλία και τον Έβρο για τον Μόσχο Κορασίδη δεν μπορούν να αποτελέσουν ευκαιρία «για σπέκουλα εις βάρος των παραγωγών και των καταναλωτών». Πώς μπορεί να γίνει αυτό: «Στους μεν να λένε ότι τα προϊόντα σας είναι από τη Θεσσαλία, οπότε θα τα αγοράσω φθηνότερα, και στους δε ότι υπάρχει έλλειψη, γι' αυτό ανεβάζω τις τιμές». Υποστηρίζει ότι «η κακοκαιρία έπληξε τις υποδομές, αλλά οι ζημιές σε προϊόντα δεν αφορούν τη λιανική κατανάλωση. Επρόκειτο για ζημιές κυρίως σε βαμβάκι, κτηνοτροφικά προϊόντα και ορισμένα φρούτα, τα οποία δεν επηρεάζουν τη συνολική εικόνα προσφοράς προς τις λιανικές αγορές».
Οι αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας
Για τους συνομιλητές μας, ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας, που είναι ο αγρότης, και ο τελευταίος κρίκος, που είναι ο καταναλωτής, είναι οι πιο αδύναμοι: «Ο παραγωγός είναι αποδέκτης της τιμής της αγοράς όταν πουλάει το προϊόν του και ελάχιστα μπορεί να την επηρεάσει, όπως επίσης και ο καταναλωτής, ο οποίος στην Ελλάδα δεν έχει δυνατή φωνή».
Ο Κώστας Τσιμπούκας, καθηγητής Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, λέει ότι ο αγρότης στην Ελλάδα δεν έχει στην πραγματικότητα διαπραγματευτική δύναμη. «Μπορεί ο παραγωγός να μην πουλάει καν στον χονδρέμπορο. Να δίνει το προϊόν με ανοιχτή τιμή. Δηλαδή χωρίς να έχει προσδιορίσει από την αρχή τιμή αγοράς, αλλά αφού πουλήσει ο χονδρέμπορος, και τότε αυτός πάλι, ο χονδρέμπορος, προσδιορίζει την τιμή. Ο αγρότης δεν έχει διαπραγματευτική δύναμη. Δίνει το προϊόν και κάποια στιγμή ο χονδρέμπορος του λέει "τόσο"». Ο έμπορος, όπως λέει ο καθηγητής, μπορεί να αγοράσει ακόμη και πάνω στο χωράφι το προϊόν. Να δώσει στον αγρότη ένα ποσό και στη συνέχεια να μπει με δικά του συνεργεία, να το μαζέψει και να το πουλήσει μόνος του». Για τον Κώστα Τσιμπούκα, η λύση που θα κάνει πιο στιβαρό τον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα είναι να δημιουργηθούν συνεταιρισμοί. «Μόνο έτσι μπορούν να αποκτήσουν διαπραγματευτική ισχύ. Ακόμη και να στήσουν τα δικά τους πρατήρια. Γίνεται παντού εκτός από την Ελλάδα».
Στην Ελλάδα υπάρχει σ' αυτόν τον τομέα, είναι αλήθεια, πραγματική υστέρηση. Στην Ευρώπη το 65% της παραγωγής διακινείται μέσω συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών, ενώ στην Ελλάδα αυτό συμβαίνει σε ένα ποσοστό που δεν ξεπερνά το 20%.
Ο Νίκος Παυλονάσιος, πρόεδρος της Ένωσης Νέων Αγροτών, υποστηρίζει ότι η οργάνωση ομάδων και συνεταιρισμών για τους αγρότες είναι το μεγάλο ζητούμενο: «Η οργάνωση σε ομάδες θα βοηθήσει ώστε να βγαίνουμε στα ράφια με πολύ καλύτερες τιμές. Οι αγρότες πρέπει να κάνουν το επόμενο βήμα, για να φτιάξουν μέσα από τους συνεταιρισμούς ομάδες μεταποίησης και εμπορίας». Για να γίνει αυτό το βήμα, όμως, θα πρέπει, όπως λέει, «η πολιτεία να λύσει γραφειοκρατικά εμπόδια και να υπάρξουν φορολογικές διευκολύνσεις, οι οποίες σήμερα δεν υφίστανται». Προσθέτει ότι θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στους νέους αγρότες, οι οποίοι σήμερα είναι πολύ λίγοι, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη: «Μόνο το 11% των αγροτών στην Ευρώπη είναι σήμερα κάτω των 40 ετών». Για να πάει ένα νέο παιδί να γίνει αγρότης στην επαρχία θα πρέπει να ξέρει ότι το κράτος έχει δημιουργήσει κάποιες υποδομές: «Από το σχολείο και το ιατρείο για να πηγαίνει τα παιδιά του, μέχρι δρόμους για να φτάνει στο χωράφι του».
Η αντισταθμιστική δύναμη
Ο Κώστας Καραντινινής υποστηρίζει ότι «για να ισορροπήσει ο ανταγωνισμός στην αγορά προς όφελος των δύο αδύναμων κρίκων, αγροτών και καταναλωτών, θα πρέπει να υπάρξει στην αγορά αυτό που ονομάζεται αντισταθμιστική δύναμη. Έχει δύναμη η μία πλευρά, έχει και η άλλη. Είναι διαφορετικά να αγοράζει ο έμπορος, ο βιομήχανος, από δέκα χιλιάδες μεμονωμένους παραγωγούς και αλλιώς από έναν συνεταιρισμό στον οποίο όλοι αυτοί είναι ενωμένοι». Ο καθηγητής μάς φέρνει ως παράδειγμα τη Danish Crown, έναν αγροτικό συνεταιρισμό στη Δανία που διαχειρίζεται το 95% της παραγωγής του χοιρινού της χώρας. Η Δανία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας χοιρινού στην Ευρώπη. Παράγει 20 εκατ. χοιρινό τον χρόνο και ο συνεταιρισμός αυτός διαχειρίζεται σχεδόν το σύνολο της παραγωγής, η οποία είναι καθετοποιημένη. Και «ακριβώς σ' αυτό το σημείο είναι το μεγάλο κλειδί», λέει ο Κ. Καραντινινής: «Σε ποιο στάδιο της επεξεργασίας του προϊόντος έχει έλεγχο ο παραγωγός. Αυτό είναι το μεγάλο κλειδί. Σ' αυτή την περίπτωση η δύναμη του παραγωγού είναι τεράστια».
Ο συνεταιρισμός της Danish Crown, όπως λέει, θα πουλήσει, για παράδειγμα, το μπέικον σε ανταγωνιστική τιμή: «Καθώς θέλει μερίδιο της αγοράς, έχει το περιθώριο να κατεβάσει την τιμή και βοηθάει τον υγιή ανταγωνισμό προς όφελος όλων των πλευρών». Βεβαίως, όπως λέει ο καθηγητής, μπορεί στις καρέκλες του διοικητικού συμβουλίου ενός τέτοιου συνεταιρισμού να κάθονται αγρότες, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ισχυρές επιχειρήσεις οι οποίες διαθέτουν πολύ ανεπτυγμένο management και όλη την πληροφορία για τις τάσεις της αγοράς: «Έτσι δεν έρχονται οι έμποροι να τους λένε παραμύθια, του τύπου ότι η αγορά έχει αλλάξει και άλλα διάφορα. Ο συνεταιρισμός έχει την πληροφορία. Και τη μεταφέρει στην αγροτιά».
Βέβαια ο συνεταιρισμός στην Ελλάδα είναι μια αμαρτωλή λέξη για τον αγροτικό χώρο. Τη δεκαετία του 1980 και του 1990, όταν «τα κόμματα εξουσίας έριχναν τα λεφτά με το ελικόπτερο» μέσω ευρωπαϊκων επιδοτήσεων, στην περίφημη ΠΑΣΕΓΕΣ, δηλαδή την τότε Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών, τη διοίκηση «την ασκούσαν οι κατά τόπους νομαρχιακές επιτροπές των πολιτικών κομμάτων», όπως είχε παραδεχθεί στη Βουλή ο Τζανέτος Καραμίχας, επί 14 χρόνια επικεφαλής της Ομοσπονδίας και στέλεχος τότε του ΠΑΣΟΚ. Παρά τον πακτωλό χρημάτων, ο αγροτικός κόσμος έχασε την ευκαιρία να μπει στο επόμενο στάδιο της αλυσίδας παραγωγής και να ισχυροποιήσει τη θέση του, λόγω της κακοδιαχείρισης και της κομματικοποίησης. Διάδοχος της ΠΑΣΕΓΕΣ είναι σήμερα η Εθνική Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ) που ιδρύθηκε το 2020 και έχει έναν τελείως διαφορετικό προσανατολισμό. Η ΕΘΕΑΣ απαρτίζεται από κορυφαίους αγροτικούς συνεταιρισμούς της χώρας και έχει προχωρήσει στη σύσταση εξαγωγικής εταιρείας για την προώθηση των συνεταιριστικών προϊόντων.
Σπιράλ ακρίβειας και νέα μέτρα
Παρά τα μέτρα που έχει πάρει το υπουργείο Ανάπτυξης, η χώρα έχει μπει σε έναν λαβύρινθο ακρίβειας από το 2021 και μετά, στον οποίο οι καταναλωτές παραμένουν εγκλωβισμένοι. Οι τιμές σε φρούτα και λαχανικά από την αρχή της χρονιάς μέχρι τον Αύγουστο παρουσιάζουν αυξήσεις 14,15% και 12,04%. Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία τηρούνται στα πληροφοριακά συστήματα του ΕΛΓΑ, το σύνολο της παραγωγής οπωροκηπευτικών προϊόντων στη χώρα είναι 371.000 στρέμματα. Τα καλλιεργούμενα οπωροκηπευτικά στη Θεσσαλία καλύπτουν 28.000 στρέμματα και αποτελούν μόλις το 7,5% του συνόλου της παραγωγής της χώρας. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης υποστηρίζει ότι τα καλλιεργούμενα στρέμματα οπωροκηπευτικών που επλήγησαν στη Θεσσαλία ανέρχονται μόνο σε 8.000 στρέμματα. Κατά συνέπεια, «κάθε αύξηση σε τιμές οπωροκηπευτικών μόνο ως ξεκάθαρη αισχροκέρδεια σε βάρος των καταναλωτών μπορεί να χαρακτηριστεί. Και ως τέτοια θα αντιμετωπιστεί», λένε από το υπουργείο.
Για να περιοριστούν οι προσχηματικές αυτές αυξήσεις, για τις οποίες μιλάει το υπουργείο, όχι μόνο στα φρούτα και τα λαχανικά αλλά και στα υπόλοιπα τρόφιμα, θα πρέπει να υπάρχει έλεγχος σε όλα τα στάδια της εμπορίας τροφίμων. Το υπουργείο Ανάπτυξης το 2023 έχει διενεργήσει 14.949 έλεγχους και επέβαλε πρόστιμα ύψους 5.156.132 ευρώ. Η υπηρεσία του υπουργείου Ανάπτυξης που είναι επιφορτισμένη με αυτούς τους ελέγχους, η ΔΙΜΕΑ (Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου της Αγοράς), όπως ονομάζεται, παρά τον καίριο ρόλο που έχει, είναι υποστελεχωμένη. Μόλις πριν από δύο 24ωρα το υπουργείο Ανάπτυξης απηύθυνε πρόσκληση σε δημόσιους υπαλλήλους να αποσπαστούν στη ΔΙΜΕΑ. Η υπηρεσία σήμερα διαθέτει 83 στελέχη και αναζητά άλλα 62. Παράλληλα, ψηφίστηκε η τροπολογία του υπουργείου Ανάπτυξης που περιλαμβάνει τρία νέα μέτρα για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων σε βασικά καταναλωτικά αγαθά. Εφεξής τα σούπερ μάρκετ με ετήσιο τζίρο άνω των 90 εκατ. ευρώ, όταν λαμβάνουν από τους προμηθευτές τους τιμοκαταλόγους με αυξήσεις σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, θα πρέπει να τους γνωστοποιούν στο υπουργείο, το οποίο στη συνέχεια θα κάνει ελέγχους για να διαπιστώσει αν υπάρχει πιθανή παραβίαση του νόμου για αισχροκέρδεια.
Δεύτερο μέτρο είναι η σήμανση σε προϊόντα για τα οποία θα υπάρχει δέσμευση από πλευράς προμηθευτών ότι οι τιμές τους θα μειωθούν τουλάχιστον κατά 5% για διάστημα έξι μηνών. Τέλος, προβλέπεται ότι τα σούπερ μάρκετ θα πρέπει να γνωστοποιούν συστηματικά στο υπουργείο Ανάπτυξης τις τιμές των οπωροκηπευτικών, οι οποίες στη συνέχεια θα αναρτώνται στη σελίδα e-katanalotis του υπουργείου.
Μέχρι τον επόμενο Μάιο που θα έχουν ισχύ τα συγκεκριμένα μέτρα, θα φανεί αν τελικά θα επηρεάσουν θετικά και θα ανακουφίσουν τους καταναλωτές. Προς το παρόν, οι εξωφρενικές ανατιμήσεις είναι εδώ και έχουν εξουθενώσει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.