H ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ δεν παύει να επιφυλάσσει εκπλήξεις. Ανατρέχοντας σαράντα χρόνια πίσω, συμπεριφορές και πρότυπα που αναδύθηκαν από την κουλτούρα της κατανάλωσης άρχισαν να ασκούν πίεση στη συμβατική πολιτική σκηνή, στα κόμματα και στα μέλη τους. Έχουμε κάνει κατάχρηση του όρου lifestyle μιλώντας γι’ αυτή την κοινωνική κουλτούρα της εποχής.
Προφανώς υπήρξε κάτι περισσότερο από κάποια περιοδικά, εκδοτικές ιστορίες και αστέρες/διασημότητες του τοπικού αφρού: κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 η συγχώνευση παγκόσμιων trends και εθνικών ιδεολογικών μοτίβων διεκδίκησε τον καθορισμό της κυρίαρχης αισθητικής της ευμάρειας. Η αναρρίχηση μιας νέας μεσαίας τάξης και η αφελής προσχώρηση πολλών λαϊκών νέων στο άρμα της σχετικής φαντασίωσης (η οποία από οικονομική άποψη δεν ήταν αυταπάτη) χρωμάτισε σε μεγάλο βαθμό την ύστερη Μεταπολίτευση.
Αυτό που εξελίσσεται διεθνώς λίγο-πολύ από τις αρχές του 2000 είναι ότι στυλ ζωής που αναδύονται έξω ή σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον πολιτικό χώρο αποκτούν σαγηνευτική ισχύ για όλη τη δημόσια σφαίρα και τμήματα του λαού.
Ένας υβριδικός «μεταμοντερνισμός» αποτέλεσε την άλλη όψη της ακμάζουσας, τότε, ρητορικής για τον εκσυγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό. Το περιβόητο «ξεβλάχεμα» ήταν ουσιαστικά η ωμή και λαϊκότροπη εκδοχή της επίσημης έκκλησης για εξευρωπαϊσμό της χώρας. Τότε πρωτοσμιλεύτηκε ένα κλίμα και κυρίως φυτεύτηκαν κάποια καινούργια λεξιλόγια στον δημόσιο χώρο. Αυτή, παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη παράτα του lifestyle δεν επιδίωξε να αποτελέσει κανονικό μέρος του συστήματος διακυβέρνησης.
Η νέα αγορά συμβόλων και στυλ αρκέστηκε να περιπαίζει την πολιτική τάξη, κολακεύοντας συγχρόνως κάποιους από τους ισχυρούς της εποχής. Το «lifestyle» δεν διεκδίκησε κομματικά ηνία, απλώς να έχει ελεύθερο πεδίο για επιρροή και εξουσία πάνω στις συμπεριφορές και στα ήθη.
Αυτό που εξελίσσεται διεθνώς λίγο-πολύ από τις αρχές του 2000 είναι ότι στυλ ζωής που αναδύονται έξω ή σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον πολιτικό χώρο αποκτούν σαγηνευτική ισχύ για όλη τη δημόσια σφαίρα και τμήματα του λαού. Πρόσωπα άσχετα με τα κόμματα και με διαδρομές πολιτικού και κοινωνικού ακτιβισμού διεκδικούν το να «μπουν στην πολιτική». Αυτό ήταν ο Τραμπ και ο τραμπισμός και πιο πριν το ίδιο περίπου έκανε ο Μπερλουσκόνι με την ιταλική δεξιά.
Ωστόσο, πολλοί αρμοί της πολιτικής θα αντέξουν διότι κάποια κόμματα, παρά τις κρίσεις και τις τάσεις συρρίκνωσης, συντηρούν παραδόσεις, έχουν ακόμα ιστορίες να αφηγηθούν και κυρίως δεν έχουν εξαερωθεί οργανωτικά. Το παρατηρούμε και στα δικά μας: κάποιες παρατάξεις διαθέτουν, όπως φαίνεται, ένα εισιτήριο διαρκείας στη δημόσια ζωή ακόμα και αν τις βρίσκουν διασπάσεις, εκλογικές βυθίσεις και ηγετικές αμφισβητήσεις.
Σε όλη την Ευρώπη (με διαφορές βέβαια από τόπο σε τόπο), ανεξάρτητα από την αμφισβήτησή τους από τους νέους παίκτες της ριζοσπαστικής δεξιάς και το τρομαχτικό παγόβουνο της πολιτικής απάθειας και την ψυχική απόσχιση των νεότερων ηλικιών, τα κόμματα συνεχίζουν, κουτσά-στραβά, να εκπροσωπούν την κλασική πολιτική πραγματικότητα.
Έχουν, φυσικά, την αγωνία της μειωμένης επιρροής και αισθάνονται την αποδοκιμασία των πολιτών και τη βαθιά περιφρόνηση των μεγάλων κέντρων εξουσίας που είναι οι επιχειρήσεις, οι οίκοι αξιολόγησης και η αρένα των social media όπου, ανά πάσα στιγμή, καίγονται ή δοξάζονται τα πολιτικά πρόσωπα.
Επιστρέφοντας, λοιπόν, στη δική μας μικρή κλίμακα, αυτό που παίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά απλώς την αντιπαράθεση ενός προσώπου και των οπαδών του με κάποια πολιτικά στελέχη και τα οφίτσιά τους. Αν το δούμε σε συνάφεια με όσα γράφουμε παραπάνω, η «πρόταση» Κασσελάκη είναι ουσιαστικά η έφοδος ενός μοντέλου της αγοράς στο κέντρο ενός πολιτικού οργανισμού.
Ο πολιτικός-ινφλουένσερ καλεί πλέον το κοινό του να κατασκευάσουν ένα άλλο «πράγμα» στη θέση του υπάρχοντος. Μιμείται με αυτά τα γραφεία real estate που αγοράζουν ένα κάπως φθαρμένο κτίριο για να το μετατρέψουν σε boutique hotel. Ό,τι σε άλλες περιπτώσεις αποτελεί μια κοινότητα φανατικών οπαδών αποφασίζει να προσκολληθεί στο είδωλό του για να ανατινάξουν μαζί… το γενικό επιτελείο!
Οι μυημένοι στις περιπέτειες της αριστεράς του 20ού αιώνα ξέρουν ότι αυτό το κάλεσμα για επανάσταση της «βάσης» κατά των «γραφειοκρατικών επιτελείων» έχει άλλες ρίζες και μίσχους. Πολλά ριζοσπαστικά ρεύματα ορκίζονταν στην εξουσία του λαού και στην άμεση δημοκρατία εναντίον των κομματικών ελίτ και των «προνομίων» τους. Μια αντιγραφειοκρατική πολιτική επανάσταση δονούσε τις εκκλήσεις του Λέοντα Τρότσκι και όσων κατήγγελλαν τα σταλινικά κομμουνιστικά κόμματα ή ακόμα και τον ίδιον τον Λένιν και τον λενινισμό.
Ζούμε, λοιπόν, μια απόλυτη φάρσα, συναντώντας αυτές τις συνθηματολογίες της αμεσοδημοκρατίας και της «συνέλευσης βάσης» απέναντι στον Σωκράτη Φάμελλο ή στην Όλγα Γεροβασίλη. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σταλινικό κόμμα ούτε ο Στέφανος Κασσελάκης ο αντιγραφειοκράτης ηγέτης που θα οργανώσει την κατάληψη των κάστρων της «νομενκλατούρας». Το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι όταν πρόσωπα διεκδικούν την προσωπική τους λάμψη στη show biz, στις επιχειρήσεις και στην πολιτική (πηδώντας εύκολα από το ένα στο άλλο), η πολιτική βυθίζεται περισσότερο στην ανυποληψία και την ασημαντότητα.
Είναι μια τραγωδία το ότι αυτό συμβαίνει τώρα σε ένα κόμμα που μίλησε και μιλάει ακόμα στο όνομα της αριστεράς. Το ατύχημα δεν συνέβη τον τελευταίο χρόνο, τώρα πια το παραδέχονται όλοι, ακόμα και όσοι έχουν εγκλωβιστεί στο ψυχόδραμα. Ένας ολόκληρος πολιτικός χώρος φαίνεται να έχει παγιδευτεί σε μια πορεία αυτοκαταστροφής. Έχοντας ξορκίσει χίλιες φορές τον ιό του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται εργαστήριο για τη δοκιμή ενός πλουτολαϊκισμού που υπόσχεται στους πελάτες το καινούργιο όπως ένας content creator ο οποίος ενδιαφέρεται να λανσάρει τα προϊόντα του.
Δεν έχουμε πλέον μια κρίση πολιτικής ταυτότητας (αυτή υπήρξε ήδη στον προηγούμενο ΣΥΡΙΖΑ) όσο μια ακραία επιθετική κίνηση εναντίον κάθε πολιτισμικής και πολιτικής ταυτότητας που είχε συνδεθεί με την αριστερή παράταξη. Αυτό πιστεύω θα έπρεπε να ενδιαφέρει ακόμα και όσους χαίρονται με τα «παθήματα των συριζαίων», πιστεύοντας μάλλον πως μια κοινωνία δίχως αντιπολίτευση και κυρίως μια δημοκρατία δίχως κοινωνικούς ανταγωνισμούς είναι η καλύτερη λύση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.