• Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ χαρακτήρισε τη χτεσινή δικάσιμο «μέρα λύτρωσης» και υπεραμύνθηκε της αθωότητάς του, αρνούμενος κατηγορηματικά ότι προέβη σε οποιαδήποτε πράξη συνιστά βιασμό, όπως και ότι είχε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή με ανήλικα άτομα, διαμαρτυρήθηκε δε ότι προφυλακίστηκε «με συνοπτικές και ραγδαίες ενέργειες».
• Αρνήθηκε ότι γνώρισε τον νεαρό Αιγύπτιο Αλί, έναν από τους πρώτους καταγγέλλοντες του κύκλου αυτού, τον οποίο χαρακτήρισε «αδίστακτο καιροσκόπο», αρνήθηκε ότι πήγε στην Επίδαυρο το ’15 και φωτογραφήθηκε εκεί με τους Σ. και Τ., δεν μπόρεσε όμως να θυμηθεί πού και πότε βγήκε αυτή η φωτογραφία. Τον οποίο Σ. φιλοξένησε πράγματι ένα διάστημα όταν είχε προβλήματα με το σπίτι του, χωρίς όμως να υπάρξει οποιαδήποτε ερωτική επαφή.
Όσο για το γεγονός ότι ο καταγγέλλων ήταν ανήλικος τότε, απάντησε ότι «δεν το σπουδαιολόγησε ως γεγονός». Κι όμως, ήταν το πρώτο που θα έπρεπε να σπουδαιολογήσει, για τη δική του προστασία καταρχάς, αν μη τι άλλο ως δημόσιου προσώπου.
• Υποστήριξε ότι η δίωξη που του ασκήθηκε οφείλεται σε «πολλές επιθυμίες διαφόρων συνιστωσών που μαζεύτηκαν από κοινού» και ότι την όλη φασαρία ξεκίνησαν «δυόμισι άνθρωποι με προσωπική πικρία απέναντί μου επειδή δεν τους έκατσα», συμπλήρωσε δε σε άλλη αποστροφή του ότι «θα έρθει η ώρα για τον Τζεφ (Μοντάνα) και το κάθε παρατράγουδο».
Οι καταγγελίες εναντίον του είναι βέβαια δεκάδες, πάνε πολύ πίσω στον χρόνο και είναι λίγο δύσκολο να εξηγηθεί με βάση αυτό το σκεπτικό το πώς τόσα άτομα, άγνωστα μεταξύ τους τα περισσότερα και από διαφορετικά περιβάλλοντα, αποφάσισαν να συνωμοτήσουν εναντίον του, να ξοδέψουν τόσο χρόνο και ενέργεια, να ανακαλέσουν πονεμένα βιώματα και καταστάσεις, να υποστούν όλο τη βάσανο της δημόσιας έκθεσής τους απλώς και μόνο για να τον πλήξουν ως καλλιτέχνη και άνθρωπο.
Ερωτώμενος για τα κοινά σημεία που μπορεί να είχε με όλα αυτά τα νεαρά άτομα, τη συναναστροφή των οποίων επιδίωκε, απάντησε ότι «υπήρχε κοινό σημείο η διασκέδαση, το γέλιο, εγώ πάντα ήθελα να μεταλαμπαδεύσω τη γνώση που έχω σε ανθρώπους που ήταν λίγο άδειοι». Εδώ, εκτός από μια κάπως ελιτίστικη απαξίωση, κολλάει ίσως και το «δάσκαλε που δίδασκες».
• Δήλωσε ότι καταγγέλλοντες και βοηθούντες «γνωρίζονται αναμεταξύ τους και είναι ένα πλέγμα», ότι τα κίνητρά τους είναι «ένα κοκτέιλ από οικονομικά οφέλη, από πικρία για ερωτική απόρριψη, από ανάγκη να βρεθούν για λίγο στη δημοσιότητα», ειρωνεύτηκε δε λέγοντας ότι «τα βοθροκάναλα της διαπλοκής γίνανε οι αρχάγγελοι της κάθαρσης».
Μίλησε για σκευωρία, για «τριβές και έχθρα από κάποιους ηθοποιούς, προστριβές μεγάλες με το ΣΕΗ και διαμάχες», για «δημοσιογράφους ή και influencers» οι οποίοι είχαν «τεράστια διαφωνία» με την ιδεολογία του και τη θέση του στο Εθνικό Θέατρο, τη Ναταλί Χατζηαντωνίου, την Έλενα Ακρίτα και κάποιους άλλους δημοσιογράφους «του ψευτοαριστερού κόσμου» που τον στοχοποίησαν αφότου ανέλαβε καθήκοντα στο Εθνικό, για να ακολουθήσει «μια κοινωνία εθισμένη στο αίμα, κυρίως από σκανδαλώδεις κλειδαρότρυπες, μια πολιτική εκμετάλλευση που όχι μόνο υιοθετήθηκε ως προϊόν αλλά συνεχίστηκε κιόλας και οι εφημερίδες και η τηλεόραση βρήκαν ευκαιρία να χτυπήσουν και να φέρουν έναν διάσημο σε όλο αυτό, έχοντας δημιουργήσει όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα».
Πολιτικές αντιπαραθέσεις υπάρχουν με πολλά δημόσια πρόσωπα, δεν κατηγορούνται όμως όλα για μανιπουλάρισμα, σεξουαλικές παρενοχλήσεις και βιασμούς ανηλίκων. Ούτε και ο Μάνος Χατζιδάκις, τον οποίο έχει επικαλεστεί τόσο ο ίδιος όσο και ο Κούγιας, επειδή του άρεσε να κάνει παρέα με νεαρά άτομα, βρέθηκε ποτέ υπόλογος σε τέτοιες κατηγορίες.
• Ερωτώμενος για τα κοινά σημεία που μπορεί να είχε με όλα αυτά τα νεαρά άτομα, τη συναναστροφή των οποίων επιδίωκε, απάντησε ότι «υπήρχε κοινό σημείο η διασκέδαση, το γέλιο, εγώ πάντα ήθελα να μεταλαμπαδεύσω τη γνώση που έχω σε ανθρώπους που ήταν λίγο άδειοι». Εδώ, εκτός από μια κάπως ελιτίστικη απαξίωση, κολλάει ίσως και το «δάσκαλε που δίδασκες».
• Προέβη σε αυτοκριτική για την «καλή καρδιά» και την «ανοιχτοσύνη» του, λέγοντας ότι «υπήρξα από ανοικτός μέχρι ηλίθιος», ότι είχε «μια ελαφρότητα με τα πράγματα εν γένει» και ότι λειτουργούσε πολύ «με το θυμικό του»: «Ζούσα μόνος στο σπίτι μου, αλλά κατά καιρούς ζούσαν άνθρωποι είτε γιατί τους φιλοξενούσα είτε γιατί είχαμε σχέση. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, φιλικός, δεκτικός, απολάμβανα το τυχαίο και το απρογραμμάτιστο και, απ' ό,τι έδειξε η πρακτική μετά, πολλές φορές επιπόλαια», πρόσθεσε δε ότι «μπορεί να άσκησα συχνά απερίσκεπτα τη γοητεία μου, να κολακεύτηκα, να φλέρταρα, να έδωσα παραπανίσιες υποσχέσεις για το πόσο όμορφοι είναι, να είχα μια υπερβολή στην προσέγγισή μου», ότι μπορεί ακόμα και να υπήρξε «πέφτουλας, γύπας ή γητευτής, ουδέποτε όμως βιαστής ή εκβιαστής».
Εδώ ανέφερε και το περίφημο «έχω κλοτσήσει γάτο που έχει καβαλήσει με το ζόρι γάτα», ασχέτως του ότι τα συμπαθέστατα αυτά τετράποδα έτσι ζευγαρώνουν από τη φύση τους. Ναι, δεν μπορούμε να αποφανθούμε αν υπήρξε ή όχι βιαστής, ούτε αν έπεσε και ο ίδιος θύμα εκμετάλλευσης από τους «προστατευόμενούς» του, όπως άφησε να εννοηθεί –με τον ίδιο πάντως σε σαφώς πλεονεκτικότερη θέση από κάθε άποψη–, αυτό θα το κρίνει η Δικαιοσύνη. Βιασμός, έπειτα, μπορεί να συμβεί ακόμα και στο πλαίσιο μια συναινετικής, μέχρι τότε, ερωτικής σχέσης.
Θα μπορούσε, επομένως, να επιδείξει λιγότερη έπαρση και αλαζονεία αφενός, μεγαλύτερη συναίσθηση της κατάστασης αφετέρου, για την οποία δεν ευθύνεται απλώς κάποια «πικρία λόγω ερωτικής απόρριψης». Δεν τον δίδαξε άραγε τίποτα ο «Ριχάρδος Γ'» που υποδύθηκε στο θέατρο και ο οποίος «χρησιμοποιεί χωρίς αναστολές τη βία, τη διπλωματία, την πειθώ, τη σαγήνη και ενεργοποιεί όλα τα μέσα που διαθέτει για να υπερπηδήσει όσα εμπόδια του κλείνουν τον δρόμο προς την κορυφή», όπως διαβάζουμε στην υπόθεση του έργου;
• Επιτέθηκε στο #metoo, αναφέροντας πως η δίκη η δική του και του Πέτρου Φιλιππίδη απέκτησαν εμβληματική σημασία για το ελληνικό κομμάτι του ως μη όφειλαν, προφανώς. «Το αίτημα να δημιουργηθεί μια στέγη για νέους ανθρώπους που κακοποιήθηκαν με βρίσκει 100% σύμφωνο… Ο εκφυλισμός του, όμως, σε hashtag έχει μεγάλο κίνδυνο να μπει μέσα στο #metoo κάθε καρυδιάς καρύδι και να εκφυλιστεί έτσι το κίνημα».
Συμπλήρωσε μάλιστα ότι και ο ίδιος παροτρύνει «οποιονδήποτε έχει υποστεί κακοποίηση γενετήσιου χαρακτήρα, ανήλικος ή όχι, να το καταγγείλει αμέσως για να βοηθήσει τον εαυτό του και τη Δικαιοσύνη», λες και οι καταγγελίες εναντίον του αφορούσαν κάποιο άλλο πρόσωπο.
• Αναφέρθηκε εκτενώς στις κατά τη γνώμη του πολιτικές αιτίες της δίωξής του. Είπε ότι παρέλαβε χάος στο Εθνικό και «τρύπα» 3,5 εκατ. ευρώ, μίλησε για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η πρωτοβουλία του να μετονομαστεί η αίθουσα του θεάτρου Rex σε «Ελένη Παπαδάκη» («την ηθοποιό που εκτέλεσαν οι κομμουνιστές στον Εμφύλιο με μια σφαίρα στο κεφάλι») όπως και για το «κόψιμο» της Πειραματικής Σκηνής, για τα αιτήματα των artworkers στη διάρκεια της πανδημίας που στοχοποίησαν και αυτόν, για την «επίθεση» που δέχτηκε για την παράσταση «Πέρσες» και το φιλί στο μίνι ομοίωμα του Παρθενώνα, ότι τον κατηγορούσαν ως πατριδοκάπηλο και εθνικόφρονα, «όλα αυτά δημιουργούν πικρίες και αντιπάθειες και ευκαιρία στην πρώτη δυνατότητα να σου ρίξουμε Λιγνάδη ένα χαστούκι».
Αλήθεια όμως, τι σχέση έχουν τα παραπάνω με τις υποθέσεις για τις οποίες δικάζεται, πώς σχετίζονται με τις συγκεκριμένες κατηγορίες που του αποδίδονται, πώς τα θυμάται όλα αυτά λεπτομερώς, αλλά έχει τόσα κενά μνήμης αναφορικά με τις κατηγορίες που του αποδίδονται;
• Παραπονέθηκε ότι το ακροατήριο δεν τον υπερασπίστηκε στις κατηγορίες ότι μπορεί να είχε ερωτικές σχέσεις με νεαρά άτομα –αλλά όχι ανήλικα– ακόμα και επί πληρωμή. «Και τι έγινε αν είχα τέτοιες σχέσεις;», συμπλήρωσε.
Τίποτα δεν έγινε, αρκεί να καταστήσει σαφές ο εντολέας του κ. Κούγια αν συμφωνεί με τις απόψεις του συνηγόρου του περί «δικτατορίας της ιδιαιτερότητας», «ερωτικής επιλογής αντιαισθητικής, παρά φύση», «ενός παγκόσμιου κινήματος που έχει σκοπό να εμπεδωθεί ένα τρίτο φύλο», τους χαρακτηρισμούς προς τον Μένη Κουμανταρέα ως «μέγιστο καλλιτέχνη, αλλά διεστραμμένο άνθρωπο και εκμαυλιστή» ή την απόπειρά του να παρουσιάσει τον Μάνο Χατζιδάκι ως παιδόφιλο.
Και εάν όχι, γιατί δεν του έκοψε εξαρχής τη φόρα και με τι θράσος ζητά τώρα την αλληλεγγύη κάποιων ανθρώπων ή μιας κοινότητας που φτύνει στα μούτρα με κάθε ευκαιρία;
• Με την ευκαιρία κιόλας της απολογίας Λιγνάδη θυμηθήκαμε ότι το κεντρικό πρόσωπο αυτής της δίκης είναι ο ίδιος και όχι ο συνήγορός του Αλέξης Κούγιας, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της δίκης, εκτός από την προσπάθεια μετατροπής του κατηγορούμενου πελάτη του σε κατήγορο, επιχειρούσε διαρκώς να τραβά πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, σκορπώντας μηνύσεις δεξιά - αριστερά (Κραουνάκης, Μπιμπίλας, Γ. Θεοφανόπουλος).
«Μέσω των σχεδόν καθημερινών ανακοινώσεών του, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, μέλη του καλλιτεχνικού χώρου, παρουσιαστές πρωινών εκπομπών εναλλάσσονται στον κατάλογο των "σκευωρών” και κατονομάζονται ως επικεφαλής μιας "συνωμοσίας” ενοχοποίησης του κ. Λιγνάδη ή ενός "δημοσιογραφικού κυκλώματος” που επιχειρεί να "παραπληροφορήσει το κοινό” για όσα λαμβάνουν χώρα στην αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Ταυτόχρονα ο κ. Κούγιας επιτίθεται στους μάρτυρες και τα θύματα βγάζοντας στη δημοσιότητα τα πλήρη ονόματά τους, αναφέροντας ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα ιατρικής φύσεως, αποκαλώντας τους δημοσίως με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, ή χρησιμοποιεί την καλλιτεχνική τους δραστηριότητα για να αποδείξει ότι είναι "ύποπτης" ηθικής, άρα οι μαρτυρίες τους είναι αναξιόπιστες», αναφέρει ανοικτή επιστολή εκατοντάδων ανθρώπων της τέχνης και δημοσιογράφων που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα.
• «Ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε επανειλημμένα ξεπεράσει τα όρια της σχέσης δασκάλου - μαθητών, με συμπεριφορές παραβατικές και αποπλανητικές»: Αυτό αναφέρεται σε επιστολή που συνέταξαν απόφοιτες και απόφοιτοι του Αρσακείου Ψυχικού, μέλη του Θεατρικού Ομίλου από το 1996 έως και το 2002 και η οποία δημοσιεύτηκε μετά την απολογία και εμπλέκει και τον αδελφό του, τον Γιάννη Λιγνάδη. Πάνω από 400 πρώην μαθητές της σχολής είχαν αποστείλει τον Φεβρουάριο επιστολή στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και τον πρόεδρό της Γ. Μπαμπινιώτη, ζητώντας τη διερεύνηση των καταγγελιών για σεξουαλικές παρενοχλήσεις το διάστημα που δίδασκε εκεί ο κατηγορούμενος.
• Η διαδικασία θα συνεχιστεί αύριο Τετάρτη με την αγόρευση του εισαγγελέα της έδρας Κωνσταντίνου Κούντρια, ο οποίος θα εισηγηθεί επί της ενοχής ή μη του κατηγορούμενου για τέσσερις βιασμούς.