ΟΙ ΝΕΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ με τα ευέλικτα ωράρια, τις χιπ εγκαταστάσεις, τα «κουλ» αφεντικά, φτηνά κακέκτυπα της Google, όπως αυτή μας φανερώθηκε μέσα απ’ τα social media και τα ντοκιμαντέρ. Τ’ ακούω πλέον παντού: το αφεντικό της Γ. που κανονίζει ποτά μετά τη δουλειά, απόγευμα Παρασκευής, να δέσει η ομάδα∙ το αφεντικό του Κ. που τους προτείνει να πάνε για ορειβασία∙ το αφεντικό της Δ. που τους αφήνει πιο νωρίς στις 17 Νοέμβρη για να προλάβουν την πορεία.
Η ίδια συνθήκη, μετουσιωμένη λογοτεχνικά στο τελευταίο βιβλίο της Κ*: «Έξω απ’ το παράθυρο, στην πίσω αυλή, οι ασφαλιστές του διπλανού κτιρίου, ντυμένοι ομοιόμορφα με εταιρικά τίσερτ πάνω απ’ τα πουκάμισά τους, χωρισμένοι σε δυο ομάδες, έπαιζαν παντομίμα υπό την καθοδήγηση ειδικών coaches».¹
Εκ πρώτης όψεως, η συνθήκη του «κουλ αφεντικού» δεν φαίνεται και τόσο κακή: παρέα στο πλαίσιο της δουλειάς, μια ουσιαστικότερη σχέση με όσους (αναγκαστικά) βλέπεις καθημερινά, αποφυγή ενός τοξικού και καταπιεστικού κλίματος στον χώρο εργασίας. Μπορεί, μάλιστα, η κατάσταση αυτή να φαίνεται λαμπρή όταν τη συγκρίνουμε με την εναλλακτική: σίγουρα, ο κουλ εργοδότης είναι προτιμότερος από ένα παραδοσιακό, αυστηρό και αυταρχικό αφεντικό. Σωστά;
Εκ πρώτης όψεως, η συνθήκη του «κουλ αφεντικού» δεν φαίνεται και τόσο κακή: παρέα στο πλαίσιο της δουλειάς, μια ουσιαστικότερη σχέση με όσους (αναγκαστικά) βλέπεις καθημερινά, αποφυγή ενός τοξικού και καταπιεστικού κλίματος στον χώρο εργασίας.
Μπορεί και όχι. Γιατί πίσω από τα «καλά vibes» της new age εταιρείας κρύβεται μια νέα μορφή εξουσίας. Κάτω απ’ τα δρύινα χίπστερ τραπεζάκια, πίσω απ’ τα group chats με συναδέλφους στο insta, μέσα από τα ποτά και το άραγμα μετά τη δουλειά καθιερώνονται νέοι δίοδοι εκμετάλλευσης. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι τα κουλ αφεντικά παραμένουν αφεντικά, με συγκεκριμένα συμφέροντα, ορισμένες υποχρεώσεις και σαφή έλεγχο πάνω στους εργαζομένους. Έτσι, ένα φιλικό κλίμα στο γραφείο μπορεί να γίνει ο μοχλός με τον οποίο τ’ αφεντικά θα απομυζήσουν περισσότερη παραγωγικότητα, περισσότερο μόχθο απ’ τους εργαζομένους.
Πιο δύσκολα θα αρνηθεί κανείς να κάνει υπερωρίες, να δουλέψει ένα Σάββατο ή να αναλάβει μια αγγαρεία αν νιώσει ότι του το ζητά ένας κοντινός του άνθρωπος, ένα άτομο με το οποίο έχει συνδεθεί (και) φιλικά. Έτσι, η Γ., ο Κ. και η Δ. μπορεί να πούνε «ναι» σε ό,τι ζητήσει το αφεντικό, αφού εκείνο τους έχει κεράσει ποτό, πάει για ορειβασία, αφήσει λίγο πιο νωρίς για να προλάβουν την πορεία. Ξανά από την Κ*: «Είχαν περάσει την προηγούμενη νύχτα στο γραφείο. [...] Δεν θα πληρώνονταν την υπερωρία, αλλά ο Αντωνάτος τους κέρασε πίτσες και κοκακόλες και την καλή του βότκα, κι έβαλε δυνατά μουσική για να ανεβάσει τη δημιουργικότητα. Οι συνάδελφοί της χάρηκαν».²
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το φαινόμενο των κουλ αφεντικών αποσιωπά την πραγματική υπόσταση των πραγμάτων, εντός της οποίας τα συμφέροντα εργαζομένων και εργοδοτών είναι αλληλοαποκλειόμενα, η σχέση τους συγκρουσιακή. Καθίσταται βέβαια σαφές πως κάθε λόγος για οργάνωση των εργαζομένων, για συλλογικές δράσεις ή συνδικαλισμό εξαφανίζεται απευθείας. Στις νέες, φιλικές εταιρείες είμαστε όλοι μια παρέα και όποιος διαμαρτύρεται, ζητάει περισσότερα ή επιθυμεί διαφορετικά γίνεται ο παράξενος, ο αντι-κοινωνικός, ο εγωιστής που μας χαλάει το γλυκό, βάζοντας τις δικές του ανάγκες πάνω από την ομάδα.
Πέρα, όμως, απ’ όλα αυτά, οφείλουμε να δούμε γιατί οι νέοι άνθρωποι συχνά προτιμούν αυτή την κατάσταση, γιατί πολλοί επιθυμούν τα κουλ αφεντικά. Σε ένα πρώτο επίπεδο, έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτές οι εταιρείες μοιάζουν λιγότερο αυταρχικές απ’ τα παραδοσιακά εργασιακά περιβάλλοντα, με το ότι η παγίδευση που φέρνουν είναι πιο διακριτική. Το ζήτημα, όμως, είναι πιο βαθύ.
Πώς γίνεται κάποιοι εργαζόμενοι που κάθονται στη δουλειά μέχρι αργά, με προσφορές του αφεντικού και κερασμένη βότκα, να θέλουν αυτή την κατάσταση, να χαίρονται λιγάκι; «Οι πιο μεγάλοι έχουν δυσάρεστους γάμους και κωλόπαιδα για παιδιά και δεν τους αρέσει να γυρίζουν σπίτι. Οι πιο μικροί γυρίζουν στο πατρικό, που έχουν γονείς, ή στην Κυψέλη, όπου δεν έχουν κανέναν, κι όταν γυρίζουν σπίτι, το θυμούνται».³
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η επιλογή πολλών ατόμων να εντάξουν στοιχεία της κοινωνικής τους ζωής μες στη δουλειά και ν’ αντικαταστήσουν το άραγμα μ’ εταιρικό team building φανερώνει μόνο την ίδια τους την αλλοτρίωση και κοινωνική πενία. Σε μια εποχή απαράμιλλης μοναξιάς (1 στους 4 ενηλίκους αναφέρει ότι νιώθει «πολύ ή σχετικά» μόνος), σ’ έναν κόσμο όπου η εναλλακτική μετά τη δουλειά είναι για πολλούς το σάπισμα στο σπίτι, τα podcasts και μια μίνι σειρά ή μια οικογένεια που σ’ αγαπά αποπνικτικά, η δουλειά μπορεί να παρουσιαστεί ως σωτηρία, μια όαση απ’ τον κόσμο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επιλογή της «κοινωνικοποίησης» εντός του εργασιακού περιβάλλοντος δεν αποκαλύπτει την ομορφιά εκείνης της συνθήκης αλλά τον ζόφο των εναλλακτικών, την απόλυτη ερήμωση της καθημερινής ζωής η οποία μας σπρώχνει χαρωπά απ’ τον γκρεμό στο ρέμα.
Φυσικά, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ισχύει για το δικό μου αφεντικό, που είναι καλό κι ευγενικό και πολύ ενδιαφέρον και που μου φέρεται σωστά, παράπονο δεν έχω. Η ανάγκη μας να προβαίνουμε σε τέτοιες ασκήσεις υποτέλειας κάθε φορά που επιχειρούμε ν’ ασκήσουμε κριτική είναι λιγάκι θλιβερή.
[1] Αλεξάνδρα Κ*, Πράγματα που σκέφτεται η Παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο, σ. 172.
[2] Ό.π., σ. 167.
[3] Ό.π., σ. 167.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.