ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΕ θυμηθήκαμε για άλλη μια φορά ότι ο Τζο Μπάιντεν μπορεί να έχει μεγάλο εκλογικό πρόβλημα, όπως κατέδειξε μια δημοσκόπηση για λογαριασμό των New York Times, σύμφωνα με την οποία μόνο το 23% των ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος εκδήλωσαν ενθουσιασμό με την υποψηφιότητά του. Το 45% δήλωσε ότι ο Μπάιντεν δεν θα έπρεπε να είναι ο υποψήφιος του κόμματος. Και ο Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε να υπερτερεί στη μεταξύ τους αντιπαράθεση με πέντε μονάδες διαφορά.
Είναι γεγονός: οι ψηφοφόροι πιστεύουν σε συντριπτικό ποσοστό ότι ο Μπάιντεν είναι πολύ μεγάλος για να είναι υποψήφιος για άλλη μια προεδρική θητεία. Φαίνεται ηλικιωμένος, περπατάει σαν ηλικιωμένος και δεν μοιάζει τόσο οξυδερκής όσο κάποτε. Δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό, κι ας αμφισβητείται έντονα από τον Λευκό Οίκο αυτή η εικόνα.
Ίσως όμως η δυσαρέσκεια που στρέφεται κατά του Μπάιντεν εκ μέρους των ψηφοφόρων του κόμματός του να έχει και άλλους λόγους. Όταν οι Δημοκρατικοί μιλούν για τις πιθανότητες επανεκλογής του προέδρου, συχνά διακρίνει κανείς έναν έντονο τόνο που υπερβαίνει την απογοήτευση ή την παραίτηση. Ακούγεται περισσότερο σαν οργή.
Οι ηλικιωμένοι πολιτικοί δεν είναι εξ ορισμού μη δημοφιλείς. Ο ίδιος ο Μπάιντεν ήταν συμπαθής μέχρι σχετικά πρόσφατα, ακόμη και μεταξύ εκείνων που δεν ήταν πρόθυμοι να τον ψηφίσουν. Κάποιοι Δημοκρατικοί μπορεί να προτιμούσαν τον Μπαράκ Ομπάμα ή τον Μπέρνι Σάντερς στις προηγούμενες εκλογές, αλλά ο Μπάιντεν εξακολουθούσε να εμπνέει συμπάθεια. Οι Δημοκρατικοί ήταν ευγνώμονες που ήταν πρόθυμος να θέσει υποψηφιότητα και τελικά ικανός να νικήσει τον Τραμπ το 2020. Δεν είναι καθόλου σαφές ότι ο Μπέρνι Σαντερς ή η Ελίζαμπεθ Γουόρεν θα μπορούσαν να το πετύχουν αυτό.
Πολλοί ψηφοφόροι εκτίμησαν τη σχετική ομαλότητα που έφερε ο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο μετά την παράνοια που επικρατούσε επί Τραμπ. Αυτή η ευγνωμοσύνη αντανακλάται στα ισχυρά ποσοστά αποδοχής που έλαβε ο Μπάιντεν τους πρώτους έξι μήνες της θητείας του. Αλλά τα νούμερα αυτά έχουν έκτοτε πέσει κατακόρυφα, παρά τους σαφώς βελτιωμένους οικονομικούς δείκτες.
Πολλοί Αμερικανοί είναι τρομοκρατημένοι –και δικαίως– με την προοπτική να βρεθεί ξανά ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο Μπάιντεν τους έχει φέρει σε μια απίστευτα δυσχερή θέση. Αλλά όσο λιγότερο δημοφιλής γίνεται ο Μπάιντεν, τόσο πιο πεισματάρης εμφανίζεται.
Κατά κανόνα, οι ψηφοφόροι τείνουν να μην εκτιμούν τους πολιτικούς που προσπαθούν να παραμείνουν με το ζόρι στις επάλξεις. Η Χίλαρι Κλίντον έχαιρε μεγάλης εκτίμησης όταν ολοκλήρωσε την θητεία της ως υπουργός Εξωτερικών, στις αρχές του 2013. Αυτή η εκτίμηση διαβρώθηκε σημαντικά όταν ξεκίνησε την προεδρική της καμπάνια δύο χρόνια αργότερα.
Ίσως η πτώση στα ποσοστά αποδοχής του Μπάιντεν να οφείλεται σε ένα παρόμοιο φαινόμενο: Οι ψηφοφόροι προτιμούσαν να βλέπουν την προεδρία του περισσότερο ως αποχαιρετιστήρια περιοδεία παρά ως αγώνα αντοχής. Ακόμα και πολλοί από τους μεγαλύτερους υπερασπιστές του Μπάιντεν λένε κατ' ιδίαν ότι δεν περίμεναν να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα. Αλλά και ο ίδιος ο Μπάιντεν είχε δηλώσει σε προεκλογική συγκέντρωση τον Μάρτιο του 2020 στο Ντιτρόιτ ότι βλέπει τον εαυτό του ως «γέφυρα» και «μεταβατικό υποψήφιο».
Είναι εύκολο να συμπάσχει κανείς με έναν βετεράνο που διστάζει να εγκαταλείψει κάτι που αγαπά. Στην περίπτωση του Μπάιντεν, όμως, το διακύβευμα είναι δυνητικά καταστροφικό. Με το να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα – παρά την ηλικία του, παρά τα χαμηλά ποσοστά αποδοχής του, παρά την κακή του εμφάνιση στις δημοσκοπήσεις έναντι του Τραμπ– ο Μπάιντεν μπορεί να βρεθεί υπόλογος μιας από τις πιο εγωιστικές και δυνητικά καταστροφικές πράξεις που έχει κάνει ποτέ Αμερικανός Πρόεδρος.
Πολλοί Αμερικανοί είναι τρομοκρατημένοι –και δικαίως– με την προοπτική να βρεθεί ξανά ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο Μπάιντεν τους έχει φέρει σε μια απίστευτα δυσχερή θέση. Αλλά όσο λιγότερο δημοφιλής γίνεται ο Μπάιντεν, τόσο πιο πεισματάρης εμφανίζεται.
Πολλοί από τους υπερασπιστές του Μπάιντεν λένε ότι είναι πολύ αργά για να γίνει κάτι διαφορετικό. «Οι Δημοκρατικοί γίνονται ολοένα και πιο έντονοι στην υπεράσπιση του Μπάιντεν», δήλωσε πρόσφατα στους New York Times η Ιλέιν Κάμαρκ του Ινστιτούτου Brookings, μέλος της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών. «Είναι ένας καλός άνθρωπος και δεν τα έχει καθόλου χαμένα. Έχει κάνει καλές επιλογές και η οικονομία μας είναι η καλύτερη στον κόσμο. Θέλω να πω, ας το βουλώσουμε επιτέλους κι ας τον υποστηρίξουμε».
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός στην πολιτική επικοινωνίας για να διαπιστώσει ότι η προσέγγιση του τύπου «σκάσε και κολύμπα» είναι μάλλον απωθητική. Ίσως είναι όντως πολύ αργά για να αλλάξει κάτι. Ή μήπως δεν είναι; Η επιμονή του ερωτήματος σηματοδοτεί ότι η αγορά για μια καλύτερη επιλογή δεν έχει κλείσει ακόμα. Το βέβαιο είναι ότι οι ψηφοφόροι δεν φαίνονται και τόσο ενθουσιασμένοι με αυτή την κατάσταση. Και πολλοί από αυτούς κατηγορούν τον Μπάιντεν γι' αυτό.
Είναι σαν να βρισκόμαστε σε ένα αεροπλάνο που μόλις έχει απογειωθεί αλλά οι αναταράξεις είναι ήδη πολύ έντονες. Ο πιλότος δεν λέει πολλά και όταν το κάνει, ακούγεται ασταθής. Δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Η πλειοψηφία των επιβατών θα προτιμούσε να ήταν κάποιος άλλος στα χειριστήρια. Έχουν εκφράσει επανειλημμένα αυτή την ανησυχία. Αλλά οι αεροσυνοδοί συνεχίζουν να μας λένε ότι είναι πολύ αργά. Το αεροπλάνο βρίσκεται στον αέρα. Και αυτός είναι ο μοναδικός κυβερνήτης που έχουμε στη διάθεσή μας. Παρακαλούμε παραμείνετε στις θέσεις σας και κρατήστε τις ζώνες σας δεμένες.
Με στοιχεία από The Atlantic