ΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ Χίτσκοκ «Σιωπηλός μάρτυρας» («Rear window») του 1954, που παίζεται σε επανέκδοση στα θερινά σινεμά αυτό το καλοκαίρι, ο καθηλωμένος σε αμαξίδιο μετά από ένα ατύχημα φωτορεπόρτερ Τζεφ παρατηρεί από το παράθυρο του διαμερίσματός του στο Μανχάταν με ηδονοβλεπτική διάθεση τους γείτονές του στον ακάλυπτο.
Ένα από τα πρόσωπα που κεντρίζουν την περιέργειά του είναι η Μις Lonelyhearts («Μοναχική καρδιά»), μια μοναχική γειτόνισσα που στρώνει το τραπέζι της με σερβίτσιο για δύο και υποδέχεται έναν αόρατο καλεσμένο, ενώ στην πραγματικότητα τρώει μόνη της γιατί ποτέ κανείς δεν την επισκέπτεται.
Είναι μία από τις πιο σπαρακτικές σκηνές της ταινίας αυτή που αναπαριστά με τη συμβολική τελετουργία του φανταστικού δείπνου για δύο όλη την απελπισία της βαθιάς μοναξιάς. Μια συγκινητική λεπτομέρεια στο τέλος της σκηνής αρκεί για να επιβεβαιώσει τον χαρακτηρισμό του αριστουργήματος για την ταινία: η Μις Lonelyhearts τσουγκρίζει το ποτήρι της στον αέρα και ταυτόχρονα ο φωτορεπόρτερ που εν αγνοία της την κατασκοπεύει από απέναντι σηκώνει κι αυτός το ποτήρι του εις υγείαν, σε μια απαράμιλλη ένδειξη συμπάθειας, νοιαξίματος και ενσυναίσθησης.
Αυτό που σίγουρα δεν έχει αλλάξει είναι οι συνέπειες της πολύχρονης μοναξιάς και της απουσίας συντροφικότητας, της μοναξιάς εκείνης που σχεδόν κολλάει σαν βλέννα πάνω στους ανθρώπους, μετατρέποντάς τους σε άγρια θηρία της ζούγκλας.
Σε μια άλλη σκηνή της ταινίας του Χίτσκοκ, η μοναχική γειτόνισσα συγκεντρώνει όσο θάρρος τής έχει απομείνει και αποφασίζει να επισκεφθεί το μπαρ της γωνίας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αναζητήσει συντροφιά. Μια γυναίκα μόνη σε ένα μπαρ γεμάτο άντρες τη δεκαετία του 1950 προφανώς δεν έχει πολλή σχέση με μια γυναίκα μόνη σ’ ένα μπαρ σήμερα, έστω κι αν μιλάμε για την καρδιά της Νέας Υόρκης. Και, φυσικά, βρίσκει έναν σύνοδο για το βράδυ, αρκετά πιο νεαρό από την ίδια, όπως σχολιάζει η μνηστή του Τζεφ που παρακολουθεί κι αυτή μαζί του. Η βραδιά καταλήγει σε καταστροφή γιατί ο νεαρός θα αποδειχτεί βιαστικός και βίαιος μαζί της και δεν θα συμμεριστεί την ανθρώπινη ανάγκη της για μια συντροφιά.
Αν γυριζόταν σήμερα ο «Σιωπηλός μάρτυρας», η μοναχική γειτόνισσα μπορεί να ήταν περίπου στην ίδια ηλικία, λίγο πάνω από τα 40, αλλά σίγουρα θα φόραγε πολύ πιο νεανικά ρούχα από το ταγιέρ της Μις Lonelyhearts, πιθανόν δεν θα έδειχνε καν 40άρα, δεν θα είχε τη ρετσινιά της «γεροντοκόρης», αλλά θα ήταν μια εργένισσα που δεν θα χρειαζόταν καν να επισκεφθεί το διπλανό μπαρ γιατί με ένα dating app στο κινητό της θα έβρισκε σεξ όποτε ήθελε, ίσως και παρέα.
Βέβαια, δεν αποκλείεται να είχε κι αυτή αρκετά αποτυχημένα ραντεβού και καταστροφικές σχέσεις στο παλμαρέ της και να έπεφτε επίσης σε κάποιον άθλιο μισογύνη που θα θεωρούσε πως του χρωστά σεξ γιατί έτσι του δίδαξε η πατριαρχία. Τι κι αν έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από το 1954, τι κι αν άλλαξαν πολλά και ριζικά στα ήθη, στις συμπεριφορές και στις συνήθειες, η πατριαρχία φυσικά δεν μας εγκατέλειψε.
Αυτό που σίγουρα δεν έχει αλλάξει είναι οι συνέπειες της πολύχρονης μοναξιάς και της απουσίας συντροφικότητας, της μοναξιάς εκείνης που σχεδόν κολλάει σαν βλέννα πάνω στους ανθρώπους, μετατρέποντάς τους σε άγρια θηρία της ζούγκλας. Παραφράζοντας το «Άραγες να 'ναι η μοναξιά σε όλους τους κόσμους η ίδια» του Οδυσσέα Ελύτη από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», αναρωτιέμαι: άραγε είναι η μοναξιά σε όλες τις εποχές η ίδια;
Στρατιές μοναχικών ανθρώπων συμβιώνουν δίπλα μας σαν άγριοι λύκοι. Ένας στους 4 ενήλικες παγκοσμίως νιώθει μοναξιά σύμφωνα με τις έρευνες, ενώ η πανδημία αύξησε τα ποσοστά όσων νιώθουν απομόνωση. Πέρα από τις επιπτώσεις στην ψυχική και συναισθηματική υγεία, η μοναξιά συχνά σωματοποιείται και οι αρνητικές συνέπειες και στη σωματική υγεία δεν είναι λίγες, ειδικά στους ηλικιωμένους.
Τα είδη της μοναξιάς μπορεί να είναι πολλά και η μοναχικότητα συχνά προβάλλεται ως επιθυμητή επιλογή, αλλά από την απόλυτη απομόνωση και την έλλειψη κοινωνικοποίησης μέχρι την τεράστια μοναξιά που νιώθει κανείς ανάμεσα σε κόσμο το χάσμα δεν είναι τόσο μεγάλο. Η μοναξιά μοιάζει να καμουφλάρεται πιο εύκολα σήμερα μέσα από αχαλίνωτες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και εξωστρεφείς δραστηριότητες, μέσα από το αδιάκοπο dating, από επιφανειακές φιλίες που όσο γρήγορα δημιουργούνται τόσο γρήγορα ξεθυμαίνουν, από σχέσεις που είναι προφανές πως είναι προβληματικές, αλλά δεν τις λήγουμε, από διακοπές και εκδρομές με πολυπληθείς παρέες, οι λεπτομέρειες των οποίων θα γίνουν γνωστές μέσω στόρι σε όλη τη λίστα των φίλων μας στα σόσιαλ και από χαρωπές αναρτήσεις μιας επιλεκτικά και προσεκτικά φωτισμένης ευτυχίας, λες κι ακολουθούμε τις οδηγίες ενός αόρατου διευθυντή φωτογραφίας. Ή μήπως έτσι η μοναξιά φωνάζει ακόμα περισσότερο;
Η επικοινωνία είναι πιο εύκολη από ποτέ. Από την εποχή του Χίτσκοκ και του «Dial M for murder», της ταινίας του όπου το τηλέφωνο κρατά έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, οι τρόποι να προσεγγίσεις τους άλλους έχουν πολλαπλασιαστεί, αλλά η μοναξιά είναι ίδια ή και περισσότερη· μηνύματα στο Μessenger, στο Ιnstagram, στα τσατ των άπειρων σόσιαλ που έχει ο καθένας, στο Tinder ή στο Grindr, στο Viber, στο Telegram, στο WhatsΑpp, παλιομοδίτικα sms, κλήσεις στο κινητό και στο «αρχαίο» πλέον σταθερό.
Η μοναξιά δεν κάνει διάκριση σε φύλα, ηλικίες, σεξουαλικό προσανατολισμό, εθνικότητα, τάξεις. Οι μειονότητες έχουν κι αυτές το δικό τους μεγάλο μερίδιο στη μοναξιά και δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν και το άλλοθι της περιθωριοποίησης, τουλάχιστον όχι όσο σε εποχές που αναγκαζόντουσαν να κρύβουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα και μπορούσαν να χρεώνουν εκεί και τη μοναξιά τους.
Η μεγάλη φενάκη της οικογενειακής ευτυχίας κατέρρευσε παταγωδώς πολλές δεκαετίες πριν, το μοντέλο της οικογένειας έχει υποστεί πολλές μεταμορφώσεις και προσαρμογές, κάποιες από τις προκαταλήψεις παραμερίστηκαν, η σεξουαλική απελευθέρωση βοήθησε κι αυτή, όσο κι αν ο νεοσυντηρητισμός μάς βρήκε στην πορεία, η κοινωνικοποίηση έγινε πιο εύκολη πρακτικά, αλλά λύση για την ασθένεια της μοναξιάς δεν βρέθηκε.
Τα έμφυλα στερεότυπα και οι αγκυλώσεις της πατριαρχίας για τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων, όπως το σύνδρομο της «αγίας-πόρνης» που κατατρύχει ακόμα πολλούς άντρες, δυσκολεύουν ακόμα πολύ τους ανθρώπους να έρθουν κοντά. Οι υγιείς ερωτικές σχέσεις φαντάζουν οάσεις που βλέπουν ελάχιστοι σε μια έρημο κακοποιητικών ή τοξικών σχέσεων ή, έστω, σχέσεων που έχει πέσει πολύ, μα πάρα πολύ νερό στο κρασί τους.
Ξαφνικά ανακαλύψαμε πως οι σχέσεις πάντα δύσκολες και κοπιαστικές ήταν και παραμένει αίνιγμα το πώς θα τις κάνεις να λειτουργήσουν τελικά, απλώς σε άλλες εποχές η κοινωνία δεν σου άφηνε και πολλά περιθώρια να σκεφτείς ποια είναι η καλύτερη επιλογή και ποια σου ταιριάζει. Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο τα λάθη αναγνωριζόντουσαν δύσκολα και είχαν μεγάλο κόστος.
Άνθρωποι κυκλοφορούν ανάμεσά μας σαν πολύπλοκοι αλγόριθμοι που προσπαθούν να βρουν συνδέσεις με άλλους κωδικοποιημένους αλγόριθμους, μήπως και επιλύσουν το πρόβλημα της μοναξιάς. Η υπερπληθώρα επιλογών που δεν είναι παρά μια αυταπάτη, η συνεχής έκθεση σε απλησίαστα και φιλτραρισμένα πρότυπα ομορφιάς, οι πολλαπλές απαιτήσεις και τα ανεδαφικά στάνταρ, οι υψηλές προσδοκίες και τα αυστηρά προαπαιτούμενα δημιουργούν delulu περσόνες που αρνούμαστε να αποχωριστούμε και κάνουν τρομερά δυσχερή την ανεύρεση συντρόφου. Άνθρωποι που φαντασιώνονται πως είναι σπάνιοι μονόκεροι, ελεύθεροι και ανυπότακτοι, ενώ κατά βάθος το μόνο που επιθυμούν είναι να γίνουν μέρος μιας αγέλης και καταλήγουν να γίνουν παράλληλα σύμπαντα που ποτέ δεν τέμνονται και ποτέ δεν συναντιούνται.
Στο τέλος της ταινίας «Σιωπηλός μάρτυρας», η Μις Lonelyhearts, αφού καταφέρνει να επιβιώσει από μια απελπισία της στιγμής, όταν ψάχνει να βρει παρηγοριά σε ένα κουτί χάπια, βρίσκει τη συντροφιά στο πρόσωπο του μουσικού από το πάνω πάτωμα που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας κάνει πρόβες, ίσως μια υπενθύμιση πως στους απρόσωπους ακάλυπτους, πολυκατοικίες, πόλεις και εποχές, τελικά τα κλειστά σύμπαντα της διπλανής πόρτας κάπου μπορεί να συναντηθούν.