ΤΟ ΣΙΡΙΑΛ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ με τον χορογράφο-influencer που διαπόμπευσε μια άγνωστη γυναίκα στους 50.000 followers του γιατί ήταν χοντρή και τόλμησε να φορέσει ριγέ μπλούζα ήταν αρχικά εξοργιστικό.
Μετά η ιστορία άρχισε να θυμίζει παρακμιακή ταινία: τα αλλόκοτα μηνύματα του χορογράφου ότι προσπάθησε να αυτοκτονήσει μόνος του στους θάμνους «με φαρμακευτικά δισκία» μέχρι που τον βοήθησε μια τηλεπαρουσιάστρια, οι ειδήσεις ότι μπορεί να είναι στο Ιπποκράτειο ή στο Κρατικό Νίκαιας, η ψεύτικη οργή των πρωινών πάνελ, ένα λούμπεν μελόδραμα για όλη την οικογένεια.
Μέχρι πρόσφατα βέβαια αυτού του είδους η δημόσια διαπόμπευση, του να γελάμε όλοι συλλογικά με τους χοντρούς, ήταν απλά κομμάτι της καθημερινότητας. Δεν μιλάω για τις ταινίες ή για ανέκδοτα αλλά για τον καθημερινό ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας.
Για χρόνια στα lifestyle περιοδικά υπήρχαν στήλες fashion police που καλιαρντεύανε υπό μορφή λαϊκού διαλόγου φωτογραφίες ανύποπτων γυναικών που είχαν κάνει π.χ. το θανάσιμο λάθος να βάλουν άσπρη παντελόνα («Καλέ, αυτή τρώει τα κοτόπουλα με την πέτσα») ή επιβραβεύανε κάποια ηθοποιό που είχε χάσει τα πέντε «περιττά» κιλά της («Πιο ανανεωμένη από ποτέ η Καιτούλα. Φτου σκόρδα, σκορδάρες!», «Άει μωρή»).
Nομίζω πως, παρά την ακραία καφρίλα με την οποία έχουμε μεγαλώσει σχεδόν όλοι, η ιστορία αυτή άγγιξε τόσο κόσμο γιατί αυτή η διαπόμπευση είναι αυτό ακριβώς που τρέμει κανείς όταν είναι χοντρός, ότι δηλαδή θα τον δείχνουν και θα γελάνε μαζί του.
Ακόμα τα clickbait άρθρα στα site αναρωτιούνται «Πόσα κιλά είναι η Χ», λες και η Χ είναι ζώο που πάει για σφάξιμο στον πάγκο του χασάπη, ή το αγαπημένο μου «Πώς η Ψ έχασε τα κιλά της εγκυμοσύνης σε 8 μέρες».
Έχω υπάρξει «κανονική», παχιά, σχεδόν τα πάντα σε διαφορετικές φάσεις της ζωής μου. Θα μπορούσα να γράψω όχι βιβλίο αλλά εγκυκλοπαίδεια για τη σχέση μου με το φαγητό. Δεν γνωρίζω πολλές γυναίκες -αδύνατες ή χοντρές, δεν έχει σημασία- που να έχουν ιδιαίτερα υγιή σχέση με το φαγητό ή το σώμα τους.
Nομίζω πως, παρά την ακραία καφρίλα με την οποία έχουμε μεγαλώσει σχεδόν όλοι, η ιστορία αυτή άγγιξε τόσο κόσμο γιατί αυτή η διαπόμπευση είναι αυτό ακριβώς που τρέμει κανείς όταν είναι χοντρός, ότι δηλαδή θα τον δείχνουν και θα γελάνε μαζί του.
Εάν, μάλιστα, έχεις υπάρξει χοντρό παιδάκι, μάλλον δεν το ξεχνάς ποτέ - ακόμα κι αν γίνεις ένας αδύνατος ενήλικας, πιθανώς να συνεχίσεις να έχεις μέσα σου για πολύ καιρό ένα χοντρό παιδάκι που θα ζητιανεύει λίγη επιβεβαίωση (ας είναι καλά οι φίλοι μας οι ψυχοθεραπευτές).
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα αγοράκι που με περίμενε κάθε απόγευμα στο σχολικό λεωφορείο για να με αποκαλέσει «χοντρέλα». Πρέπει να ήμουν 8 ή 9 χρονών. Θυμάμαι πως φορούσε σχεδόν κάθε μέρα φόρμες και ο άλλος του αγαπημένος στόχος ήταν ένα αγοράκι το οποίο αποκαλούσε «πουσταρούλη».
Πιστεύω πως η ζωή είναι χειρότερη για μια χοντρή γυναίκα απ’ ό,τι είναι για έναν χοντρό άντρα. Ως χοντρή γυναίκα έχεις αποτύχει σε ένα από τα πιο βασικά κοινωνικά «αξιώματα» του φύλου σου - στην προσπάθεια να είσαι όμορφη και αδύνατη. Αν δεν προσπαθείς ασταμάτητα και λυσσαλέα να είσαι όμορφη, νέα κι αδύνατη, είσαι στ’ αλήθεια γυναίκα; Ή απλώς γίνεσαι ένας αόρατος μπόγος που «δεν σέβεται τον εαυτό του»;
«To πιο περίεργο απ’ όλα», μου είπε κάποτε μια γνωστή μου, που έπασχε από βουλιμία, «είναι πως ήθελα να γίνω χοντρή για να γίνω αόρατη, να με αφήσουν ήσυχη. Όσο πιο πολύ έτρωγα τόσο πιο πολύ εξαφανιζόμουν στην ανυπαρξία».
Πριν από λίγο καιρό κάποιο like στο Facebook με οδήγησε στη σελίδα του αγοριού που με αποκαλούσε «χοντρέλα». Είναι κομματικό στέλεχος. Στη σελίδα του έλεγε πως μπήκε στην πολιτική «γιατί έχει έντονη την αίσθηση της προσφοράς και του αρέσει να δίνει χαρά στους γύρω του». Σε μια φωτογραφία πόζαρε φορώντας ένα μπλε κουστούμι με τους ηλικιωμένους κάποιου τοπικού γηροκομείου, με ένα χαμόγελο που ξεχείλιζε με το νέκταρ της ανθρώπινης καλοσύνης. Από κάτω είχε γράψει: «Εδώ με τον κύριο Τάκη και την κυρία Ευθυμία!!! Πόση χαρά!!!! Η καλύτερη μέρα της ζωής μου!!!!!».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.