Τους τελευταίους μήνες, μετά την κινηματογραφική μεταφορά της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας αναζωπυρώθηκε. Κάποιοι έσπευσαν να το διαβάσουν για πρώτη φορά, ενώ άλλοι, που μπορεί να το θυμούνταν αμυδρά από τα σχολικά τους χρόνια, αποφάσισαν να το ξαναπιάσουν στα χέρια τους.
Οι όψιμοι αναγνώστες της «Φόνισσας» χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς για τους οποίους δεν τίθεται κανένα δίλημμα και θα το διαβάσουν στη γλώσσα που γράφτηκε, δηλαδή σε μεικτή καθαρεύουσα, με τους διαλόγους σε ομιλούμενη δημοτική, διάσπαρτη από λέξεις της σκιαθίτικης ντοπιολαλιάς, και σε αυτούς που θα αναζητήσουν αποδόσεις του βιβλίου στη δημοτική. Οι δεύτεροι, ωστόσο, εξακολουθούν να γίνονται αντικείμενο χλεύης μιας μερίδας της πρώτης κατηγορίας, που υπεραμύνεται της άποψης πως ο Παπαδιαμάντης πρέπει να διαβάζεται αποκλειστικά και μόνο στο πρωτότυπο και αντιδρά σε οποιαδήποτε απόπειρα μετάφρασης, παρόλο που ανάλογες εκδόσεις κυκλοφορούν εδώ και χρόνια.
Η πικρή πραγματικότητα, που ειδικά εκπαιδευτικοί και γονείς τη γνωρίζουν καλά, είναι πως η Generation Z βρίσκει δυσνόητους όχι μόνο τον Βιζυηνό και τον Ροΐδη αλλά και τον Καζαντζάκη και τον Καραγάτση, ενίοτε και σύγχρονους λογοτέχνες με εξεζητημένο λεξιλόγιο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που προκύπτει ένα τέτοιο θέμα. Το ζήτημα με τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις ή μεταγλωττίσεις ή αποδόσεις, όποιον όρο κι αν προτιμά κανείς, δεν είναι καινούργιο. Πρόκειται για ένα ιδεολογικά φορτισμένο ζήτημα που κατά καιρούς, με διάφορες αφορμές, έρχεται στην επιφάνεια. Πρόσφατα ήταν το σουξέ της κινηματογραφικής «Φόνισσας» που το ανακίνησε. Παλιότερα, ήταν οι μεταφράσεις της «Πάπισσας Ιωάννας» (2005), της «Φόνισσας» (2006) και της «Γυναίκας της Ζάκυθος» (2006), αντίστοιχα από τον Δημήτρη Καλοκύρη, τον Γιώργο Αριστηνό και τον Άρη Μαραγκόπουλο από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σε σειρά που είχε επιμεληθεί ο Άρης Μαραγκόπουλος, και η μετάφραση από τον Μένη Κουμανταρέα του διηγήματος «Έρωτας στα χιόνια» του Παπαδιαμάντη για την εφημερίδα «Το Βήμα» (27/07/1997) που είχαν προκαλέσει πολλές συζητήσεις και διαφωνίες στους κόλπους των λογοτεχνών.
Κανείς δεν αρνείται πως στις αποδόσεις έργων της καθαρεύουσας στη δημοτική χάνεται ένα μεγάλο ποσοστό του ύφους, της γοητείας και του λυρισμού του πρωτοτύπου, ειδικά για συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός που μέρος της ιδιοτυπίας τους σχετίζεται άμεσα και με τη γλώσσα. Η λογοτεχνία τους είναι και η «μουσική» και ο ρυθμός και οι ιδιαίτεροι χρωματισμοί και οι μυστικές δονήσεις που δημιουργεί το γλωσσικό τους περιβάλλον κι όλα αυτά εκλείπουν σε μεγάλο βαθμό σε μια μετάφραση. Και είναι αλήθεια πως όταν, φερ’ ειπείν, η τόσο ερωτική και υποβλητική «χιών» από τον αριστουργηματικό «Έρωτα στα χιόνια» −«K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον»− γίνεται «χιόνι», χάνει αρκετά από τη μαγεία της: «Κι επάνω στο χιόνι έπεσε άλλο χιόνι. Και το χιόνι στοιβάχτηκε, σωρεύτηκε δυο πιθαμές, κορυφώθηκε. Και το χιόνι έγινε σεντόνι, σάβανο» (από την απόδοση του Μένη Κουμανταρέα).
Δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε μία αναντίρρητη αλήθεια που οι σύγχρονοι γλωσσαμύντορες την προσπερνούν εύκολα: τις πολλές κατηγορίες μη εξοικειωμένων αναγνωστών, που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην κατανόηση αυτών των έργων. Η καθαρεύουσα δεν είναι βέβαια γι’ αυτούς ακριβώς μια ξένη γλώσσα, αλλά αν πατρίδα είναι η γλώσσα μας, αυτή είναι μια χώρα από όπου εκπατρίστηκαν κάποτε και τώρα τους φαίνεται ανοίκεια και μακρινή. Η πικρή πραγματικότητα, που ειδικά εκπαιδευτικοί και γονείς τη γνωρίζουν καλά, είναι πως η Generation Z βρίσκει δυσνόητους όχι μόνο τον Βιζυηνό και τον Ροΐδη αλλά και τον Καζαντζάκη και τον Καραγάτση, ενίοτε και σύγχρονους λογοτέχνες με εξεζητημένο λεξιλόγιο. Αλλά και μεσήλικες με τεράστια κενά στην παιδεία ή με μηδαμινή επαφή με τα αρχαία μήπως δεν υπάρχουν; Επίσης, είναι κι όσοι μαθαίνουν τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα ή τα ελληνικά δεν είναι η μητρική τους γλώσσα και θέλουν να έρθουν σε επαφή με αυτά τα έργα. Γιατί να τους στερήσουμε τη δυνατότητα; Αν κυκλοφορούν παράλληλα εκδόσεις στο πρωτότυπο/με επεξηγηματικές σημειώσεις, υπομνηματισμούς και γλωσσάρια/με αντικριστή μετάφραση/εκδόσεις μόνο στη δημοτική που καλύπτουν διαφορετικές αναγνωστικές ανάγκες, ελλοχεύει τόσο μεγάλος κίνδυνος να διαβάζουν μετά από χρόνια «Το αμάρτημα της μητρός μου» μόνο οι φιλόλογοι και οι μελετητές της ιστορίας;
Οι απαιτήσεις κάθε εποχής είναι διαφορετικές και όσοι σήμερα αντιμετωπίζουν περίπου ως ανοσιουργήματα αυτές τις μεταφράσεις δεν διαφέρουν πολύ από όσους εξαπέλυαν μύδρους κατά της καθιέρωσης της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας το 1976 ή του μονοτονικού συστήματος το 1982.
Ακούγεται εντελώς παράλογο, αν δεν γνωρίζει και δεν συνυπολογίσει κανείς τα ιστορικά συμφραζόμενα, πως στις αρχές του περασμένου αιώνα στην Αθήνα υπήρξαν βίαιες συμπλοκές με νεκρούς και τραυματίες επειδή μία εφημερίδα (η «Ακρόπολις») είχε δημοσιεύσει τα Ευαγγέλια μεταφρασμένα στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη (τα γνωστά «Ευαγγελικά»). Το γλωσσικό υπήρξε διαχρονικά πολυσύνθετο ζήτημα και ένα ναρκοθετημένο πεδίο που έχει ταλανίσει κατά καιρούς την ελληνική κοινωνία και έχει προκαλέσει αρκετούς διχασμούς και διαμάχες. Αλλά ο απόηχός του ή οι συνέπειές του δεν έχουν εκλείψει τελείως.
Ενδογλωσσικές μεταφράσεις θα συνεχίσουν να υπάρχουν, όσο υπάρχει ζήτηση γι’ αυτές. Λύσεις εύκολα και άμεσα εφαρμόσιμες ώστε όλοι να μπορούν να χαίρονται απρόσκοπτα την «Πάπισσα Ιωάννα» από το πρωτότυπο δεν υπάρχουν. Οι δυσλειτουργίες στην παιδεία είναι δομικές και βαθιές και δεν έχουν να κάνουν απλώς με την εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών ή τον τρόπο διδασκαλίας της λογοτεχνίας στα σχολεία και τα προγράμματα σπουδών.
Μπορώ να συμμεριστώ επικρίσεις ή αμφιβολίες για συγκεκριμένες ανεπαρκείς μεταφράσεις, να αποδεχτώ προτάσεις για εναλλακτικούς τρόπους εκδοτικής παρουσίασης των έργων στο κοινό και φυσικά να συμφωνήσω στην προφανή λογοτεχνική αξία και υπεροχή του πρωτοτύπου, αλλά δεν μπορώ να κατανοήσω εκείνον τον κοντόφθαλμο ελιτισμό που και κωφεύει απέναντι σε αντικειμενικές γλωσσικές δυσκολίες και απολυταρχικά υποστηρίζει τον αποκλεισμό αναγνωστών από σπουδαία κείμενα της λογοτεχνίας.
Ο Παπαδιαμάντης δεν θα κινδυνεύσει, όσες αποδόσεις του στη δημοτική κι αν γίνουν, και όσο ενδεχομένως αποτυχημένες κι αν είναι. Όπως δεν έχει εκλείψει το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού για τον Ντοστογιέφσκι επειδή κυκλοφορούν και κακές μεταφράσεις του. Οι κλασικοί ευτυχώς στέκουν πάνω από εποχές και πέρα από τις αδυναμίες των μεταγενέστερων στο να τους προσεγγίσουν.
Αντίστροφα, διαβάζει κανείς σήμερα τους δημοτικιστές, δημοφιλείς στην εποχή τους, ποιητές Αθανάσιο Χριστόπουλο και Ιωάννη Βηλαρά; Ή μήπως υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για τον Γρυπάρη και τον Μαλακάση; Ανάλογο με το πόσο διαβάζεται σήμερα ο Ανδρέας Εμπειρίκος; Τους έχουν ακουστά οι νεότερες γενιές; Κι αν όχι, σίγουρα δεν θα φταίνε οι ιδιωματισμοί τους, της δημοτικής σε αυτή την περίπτωση. Το ποιον συγγραφέα θα καταπιεί η λήθη και το ποιος θα επιβιώσει στον χρόνο ασφαλώς και δεν είναι μόνο ζήτημα γλώσσας.
Ίσως θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο το γεγονός ότι μόνο το 31% του ελληνικού πληθυσμού διαβάζει πάνω από πέντε βιβλία τον χρόνο και το 35% δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του ΟΣΔΕΛ «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα». Σε μια χώρα όπου οι συστηματικοί αναγνώστες δεν είναι παρά μια μειοψηφία, οι διαξιφισμοί για το αν πρέπει ή όχι να κυκλοφορούν και στη δημοτική έργα της καθαρεύουσας από μια άποψη δεν είναι παρά κυνήγι ανεμόμυλων.
Ίσως η επαφή με τον πλούτο της λογοτεχνίας που σε κάνει να εκτιμάς την ποίηση και τον ρυθμό, τη ζωντάνια και τη γλαφυρότητα, τη σαφήνεια ή την ειρωνεία και την εκφραστική δεινότητα ενός διηγήματος του Παπαδιαμάντη ή του Βιζυηνού, μιας σάτιρας του Ροΐδη, ενός ποιήματος του Εγγονόπουλου, μιας «Ωδής» του Κάλβου είναι ο βασικός λόγος που σε εκατό και διακόσια χρόνια δεν θα διαβάζουν αυτά τα έργα μόνο οι φιλόλογοι και οι μελετητές, κάτι που όχι μόνο απεύχομαι αλλά πιθανολογώ πως δεν θα συμβεί, όπως δεν εξαφανίστηκαν και τα ελληνικά με την εισροή ξένων λέξεων ή δεν γίναμε όλοι ανορθόγραφοι και αγράμματοι με την κατάργηση του πολυτονικού, όπως προέβλεπαν οι δυσοίωνες Κασσάνδρες.