ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΟ ΚΛΟΙΟ των ανδρών της μυστικής υπηρεσίας, ο Ντόναλντ Τραμπ υψώνει τη γροθιά του στο φόντο της αστερόεσσας και με μια λεπτή λωρίδα αίματος στο πρόσωπο. Η δολοφονική απόπειρα έχει αποτύχει, έχοντας προσθέσει μία ακόμα ψηφίδα στο εξελισσόμενο χάος. Όσο και αν μια πλευρά των δημοσιολόγων –και εδώ και στα διεθνή έντυπα− επιμένει σε μια γεμάτη ευσεβείς πόθους συστημική αισιοδοξία, ο κόσμος μας δείχνει όλο και πιο απελπιστικά απορρυθμισμένος. Η διανοητική και σωματική έκπτωση του Μπάιντεν, η φθορά της απήχησης των Δημοκρατικών αλλά και η εξάπλωση μιας πλανητικής, πληθυντικής (ακρο)δεξιάς με ισχνά αντίβαρα προαναγγέλλουν περαιτέρω εξασθένιση των κουρασμένων φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Στοιχειώδης ειλικρίνεια επιβάλλει έτσι να δούμε αυτές τις εξελίξεις χωρίς τα βελτιωτικά γεύσης μιας «φιλελεύθερης αισιοδοξίας» που, στην πραγματικότητα, εκπροσωπεί μια γερασμένη ιδεολογία. Η πιθανότατη εκλογή Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ θα αποκαλύψει ένα παγκόσμιο στερέωμα όπου τον πρώτο λόγο θα έχουν από τη μια η αμερικανική ακροδεξιά και από την άλλη ο πουτινικός πολεμικός εθνικισμός και διάφορες παραλλαγές ασιατικού ημι-αυταρχικού καπιταλισμού. Μια οικουμένη διαιρεμένη σε παλαιούς και νέους ολιγάρχες-δεσπότες, θηριώδεις και τελείως ανεξέλεγκτους οικονομικούς παίκτες και εκτεταμένες ζώνες ανομίας και κακοδιακυβέρνησης για ευάλωτους πληθυσμούς. Σαν μια κοσμόπολις παραδομένη σε χωριστές ομάδες τραμπούκων και μαφιόζικων υποσυστημάτων.
Ακόμα και αν απαριθμούνται, για το θεαθήναι και με πρόχειρη κοινωνιολογική πατέντα, οι ανισότητες και οι εύλογοι φόβοι των ανθρώπων από τις βίαιες τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές, στο τέλος τα πράγματα παρουσιάζονται σαν αγώνας μεταξύ λογικής και παραλογισμού και τελικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, σαν ένα ματς μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού.
Όταν έχουμε τέτοιου ύψους παγκόσμια προβλήματα, είναι κάπως αστείο να πιστεύουμε πως το πιο μεγάλο ρίσκο για τη δημοκρατία είναι απλώς οι πολώσεις και ο φανατισμός τους. Όπως έχουμε γράψει συχνά σε πολλά από αυτά τα άρθρα, οι πόλεμοι των πολιτικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων είναι σημαντικοί και, σε ένα βαθμό, αντιπαραγωγικοί πολιτικά. Κυρίως όμως δεν είναι τόσο απλοί όσο ένα ματς μεταξύ «ψύχραιμων» και «φανατικών», λογικών και παράλογων, μεταξύ ενός στρατοπέδου σωφροσύνης και ενός στρατοπέδου αλλοφροσύνης. Εξάλλου, μεγάλο μέρος της σημερινής πολύμορφης διεθνούς ακροδεξιάς διεκδικεί για τον εαυτό του την κοινή λογική απέναντι στους «παγκοσμιστές» (globalists) και στα σχέδιά τους. Οι ίδιες οι ταυτότητες του τραμπισμού, του πρωτότυπου και των εθνικών παραλλαγών του, δεν φυτρώνουν από μόνες τους, ούτε αναπαράγονται απλώς από την ύπαρξη ανθρώπων που τάχα «δεν σκέφτονται λογικά».
Αυτή λοιπόν η κάπως μυστηριώδης, αποτυχημένη απόπειρα ξαναβγάζει στην επιφάνεια τις επιδερμικές προσεγγίσεις στη δυναμική του πρώην Αμερικανού Προέδρου. Λένε πολλοί: είναι η εικόνα αδυναμίας του Μπάιντεν που ενισχύει τον «πορτοκαλί άνθρωπο». Τα ίδια περίπου ακούγονται και σε άλλες χώρες με διαφορετικά παραδείγματα, πως δηλαδή είναι τα συγκεκριμένα ελαττώματα της μιας ή της άλλης δημοκρατικής ηγεσίας που στρώνουν τον δρόμο στην επέλαση των δημαγωγών. Ακόμα και αν απαριθμούνται, για το θεαθήναι και με πρόχειρη κοινωνιολογική πατέντα, οι ανισότητες και οι εύλογοι φόβοι των ανθρώπων από τις βίαιες τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές, στο τέλος τα πράγματα παρουσιάζονται σαν αγώνας μεταξύ λογικής και παραλογισμού και τελικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, σαν ένα ματς μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού. Ενώ αυτή η αντίθεση είναι σοβαρή και αληθινή (η αντίθεση μεταξύ φιλελεύθερων δημοκρατιών και δεσποτικών ή απολυταρχικών κρατών), χρησιμοποιείται ασύστολα για να δικαιολογηθούν διάφορα αδικαιολόγητα στις δικές μας κοινωνίες.
Πρέπει να αντιληφθούμε πόσο βαθιά αποκοιμιστική είναι μια τέτοια διάγνωση και πόσο ανεπίτρεπτα εφησυχαστική. Γιατί αν ίσχυε ένα τέτοιο απλό σχήμα, θα αρκούσε να βρεθεί κάποιος/α «καλός» και «μοντέρνος» για να νικηθεί ο Τραμπ και ο τραμπισμός. Αυτή η λογική είναι προσφιλής σε ανήσυχους χορηγούς που στοιχηματίζουν σε ένα άλογο και όταν αυτό γεράσει ή τραυματιστεί ψάχνουν αντικαταστάτη για την κούρσα. Οι χορηγοί βεβαίως μπορεί να είναι ρεαλιστές με τον δικό τους τρόπο, οι δικές τους μέριμνες όμως δεν έχουν καμιά σχέση (μάλλον το αντίθετο) με τις ανάγκες και ιδίως με το πολιτικό μέλλον της δημοκρατίας.
Όλα όμως δείχνουν πως δεν είναι οι αδύναμοι δημοκρατικοί κυβερνήτες ή κάποια προβληματικά επιτελεία που φέρνουν πιο κοντά τους Τραμπ του Βορρά και του παγκόσμιου Νότου. Είναι η ίδια η λογική που διατρέχει τα συμβατικά μοντέλα διακυβέρνησης των νεοφιλελεύθερων κοινωνιών. Το ότι οι πολιτικές τους κορυφές, ασθενικές ή fit, γεροντικές ή νεανίζουσες, με κάποιες θεσμικές επιτυχίες ή πιο αποτυχημένες, δεν επιτρέπεται, παρ’ όλα αυτά, να κάνουν κάτι ουσιαστικό για να μειώσουν τις κοινωνικές ανισότητες, για την πολιτική τιθάσευση και τη φορολόγηση των πλουσίων, για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς ζωής για την πλειονότητα. Αυτό δηλαδή που παίζεται τα τελευταία χρόνια είναι ότι οι πολιτικές τάξεις των περισσότερων δημοκρατιών ανακαλύπτουν, η μια μετά την άλλη, τη δική τους, θεμελιώδη αδυναμία. Δεν μπορούν να κυβερνήσουν πραγματικά, παρά καλούνται να χειριστούν συμβολικές και υλικές χειρονομίες της εξουσίας. Έτσι έχουν ξεφυτρώσει οι τραμπισμοί ως προσομοιώσεις εθνικής ισχύος και πεδία λαϊκής εκτόνωσης, υποκατάστατα της αφύπνισης των απλών ανθρώπων μέσα από τις περφόρμανς των ακροδεξιών λαϊκιστών.
Η αδυναμία θετικού ορίζοντα παράγει την κίνηση των πολιτών προς τις διάφορες μορφές ακροδεξιάς «αντεκδίκησης». Καθόλου τυχαία ο τραμπισμός εμφανίζεται ως εκδοχή λαϊκής δικαιοσύνης, όπως περίπου και ο νεο-λεπενισμός στη Γαλλία. Και όσο για την ηλίθια ενέργεια του Τόμας Μάθιου Κρουκς, κι αυτή, όπως κάθε διάβημα ατομικής πολιτικής βίας και αντεκδίκησης, προσφέρει απλώς υψηλές συναισθηματικές θερμοκρασίες στην πορεία των ΗΠΑ προς τον δεύτερο κύκλο ενός ζοφερού τραμπισμού. Εκτός βέβαια αν η Ιστορία και η πολιτική πράξη των ανθρώπων ανατρέψουν τα προδιαγεγραμμένα.