ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΚΑΝΕ περισσότερη εντύπωση την προηγούμενη εβδομάδα δεν ήταν το κείμενο της Ρένας Λούνα που δημοσιεύτηκε στη LiFO με τίτλο «Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η Μεγάλη Χίμαιρα και οι έμφυλες ταυτότητες» αλλά οι αντιδράσεις που προκάλεσε. Ένας συγγραφέας πόσταρε το κείμενό της και το αποκάλεσε «χυδαίο». Στα σχόλια από κάτω αποκαλούσαν την συντάκτρια ναζί και αμόρφωτο σκουπίδι. (Φαντάζομαι πως αυτά δεν τα βρήκε χυδαία).
Aκολούθησαν εκατοντάδες πολεμικές αναρτήσεις και κείμενα προς υπεράσπιση του Καραγάτση (χρειάζεται υπεράσπιση ο Καραγάτσης;). Η απορία μου, διαβάζοντας κάποιους από αυτούς τους οργισμένους αφορισμούς, κατάρες και βρισιές για μια άγνωστη γυναίκα αλλά και μπόλικη ειρωνεία με πολύ από το γνωστό «έλα, τώρα, ποιο είναι αυτό το κοριτσάκι που έχει και άποψη;», είναι εάν όλοι αυτοί αγαπούν πραγματικά τα βιβλία. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ, είναι η αλήθεια, ότι το άσβεστο λογοτεχνικό πάθος κάποιων θα τους ωθούσε στο να στέλνουν κατάρες. Ούτε κι έχω ξαναδεί τη λογοτεχνική ανάλυση να χρησιμοποιείται ως πρόφαση για να μπει μια γυναίκα «στη θέση της» και να αφήσει τους «ειδικούς» να μιλήσουν.
Υπάρχει κάποιο αξίωμα που μας εμποδίζει να κρίνουμε παλαιότερους λογοτέχνες; Η θεωρούμε ότι όλοι οι λογοτέχνες που ήταν δημοφιλείς ή θεωρούνταν αξιόλογοι το ’50 και το ’60 διαβάζονται ακόμα με ενδιαφέρον;
Πιστεύω πως δεν υπάρχουν τοτέμ στη λογοτεχνία. Τα βιβλία που διδάχτηκα ως πρωτοετής φοιτήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας, ανάμεσά τους και κλασικοί του Μεσαίωνα, ο Χαμένος Παράδεισος του Τζον Μίλτον, ο Σερ Γκαουέιν και ο Πράσινος Ιππότης, διδάσκονται ακόμα. Έχουν περάσει 20 χρόνια, προφανώς και διδάσκονται με άλλο τρόπο. Η λογοτεχνική ανάλυση ή μελέτη των αρχών του ’00 δεν έχει σχέση με τη λογοτεχνική ανάλυση του 2025. Τα ίδια κείμενα τα διδάχτηκαν φοιτητές στην αρχή του προηγούμενου αιώνα, αλλά και το 1950 και το 1970.
Έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι αντιλαμβανόμαστε τα κλασικά κείμενα με τον ίδιο τρόπο που το κάναμε πριν από πενήντα και εκατό χρόνια; Ότι δεν αναλύεται το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής; Πως η εποχή μας δεν επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα κείμενα ή τη γραφή; Πώς ακριβώς φαντάζονται όλοι αυτοί τη λογοτεχνική ανάλυση και την κατανόηση κειμένου;
Επίσης, ας μιλήσουμε λίγο γι’ αυτό που ονομάζουμε «κλασικό». Υπάρχει κάποιο αξίωμα που μας εμποδίζει να κρίνουμε παλαιότερους λογοτέχνες; Η θεωρούμε ότι όλοι οι λογοτέχνες που ήταν δημοφιλείς ή θεωρούνταν αξιόλογοι το ’50 και το ’60 διαβάζονται ακόμα με ενδιαφέρον; Πώς θεωρούνται όλοι τους κλασικοί; Και, εν πάση περιπτώσει, οι Άγγλοι ανέχονται να αλλάζει τα φώτα ο οποιοσδήποτε στον Σαίξπηρ και στον Τσόσερ, και οι Έλληνες δεν μπορούν να δεχτούν τη φεμινιστική κριτική στον Καραγάτση;
Η λογοτεχνία και η λογοτεχνική ανάλυση δεν είναι κάτι εδραιωμένο και σταθερό, ούτε διαβάζουμε κείμενα μέσα σε κάποια τέλεια φούσκα που περνάει αναλλοίωτη, σαν με σκυτάλη, από γενιά σε γενιά. Τα αναλύουμε με τα εργαλεία της εποχής μας, γνωρίζοντας φυσικά πότε έζησε και δημιούργησε κάθε συγγραφέας. Αλίμονο αν «σεβόμαστε» με τυπολατρία τα παλιά κείμενα ή τους συγγραφείς του παρελθόντος κι αν δεν κρίνουμε δημιουργικά αυτό που διαβάζουμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.