ΜIA «ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΑΝΔΗΜΙΑ» ξεσπά αιφνίδια, παραλύοντας αεροδρόμια, υπηρεσίες και δομές της κανονικότητας. Μάλλον βλάβη και όχι ψηφιακό σαμποτάζ, αν και με τέτοια συμβάντα κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι βέβαιος, ιδίως σε καιρούς γεωπολιτικού ψυχρού πολέμου και ανορθόδοξων πολέμων. Το σχόλιο επικεντρώνεται, πάντως, σε τεχνικά θέματα μιας εταιρείας κυβερνοασφάλειας ή σε κάποιους σέρβερ της Microsoft. Θα μπορούσε όμως να είναι κάτι σοβαρότερο, η έλευση μιας εποχής όπου η κλιματική κατάρρευση, οι βλάβες των πληροφοριακών συστημάτων και άλλα γεγονότα διάρρηξης της παγκοσμιοποιημένης ροής θα συντονιστούν, προκαλώντας μεγαλύτερα επεισόδια καταστροφής.
Τα συστήματα υπερφορτώνονται, οι ενεργειακές ανάγκες εκτοξεύονται, οι ροές γίνονται τόσο πυκνές ώστε καθίστανται μη διαχειρίσιμες. Ο κόσμος μας τείνει να μοιάσει με αυτά τα κρουαζιερόπλοια που αδειάζουν χιλιάδες ανθρώπους στη Σαντορίνη ή (μέχρι πρότινος) στη Βενετία.
Υπάρχει εδώ και κάποια χρόνια μια «επιστήμη των καταρρεύσεων» όπου γεωλόγοι, ειδικοί στο κλίμα, βιολόγοι και μελετητές της ευπάθειας των οικοσυστημάτων συλλέγουν δεδομένα, προαναγγέλλοντας μια πιο δομική κατάρρευση του πολιτισμού μας. Βεβαίως, όσοι/-ες εξερευνούν τα πιο ακραία και ριζικά ενδεχόμενα (δεν μένουν δηλαδή στη συμβατική κουλτούρα των προειδοποιήσεων και της περίσκεψης) είναι επιστήμονες που κινούνται, κατά κανόνα, σε ριζοσπαστική και αναρχική κατεύθυνση. Το ότι ένας στοχασμός του κινδύνου έχει συνδεθεί ιστορικά με στάσεις και πρόσωπα, με αυτό που πολλοί θα ονομάσουν «ακραίο», λειτουργεί κάπως καθησυχαστικά για τους άλλους, τους περισσότερους. Οι «μετριοπαθείς» ακούμε τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες των «ακραίων» και επιστρέφουμε στις βεβαιότητες του ελέγξιμου κόσμου και στην επίπλαστη ορθολογικότητα των μικρών μας προσαρμογών. Ενίοτε, η ευκολία της καταστροφικής ρητορείας λειτούργησε όπως η ιστορία με τον λύκο και τα πρόβατα: έδωσε στις πλειοψηφίες και στις συμβατικές πολιτικές τους εκπροσωπήσεις την εντύπωση πως απλώς κάποιοι «τρελοί» ή ακραίοι φωνάζουν, αλλά, εν τέλει, οι βλάβες διορθώνονται και η κανονικότητα αποκαθίσταται. Η λήξη συναγερμού είναι μηχανισμός άμυνας και υπαρξιακή ανάγκη, ιδίως όταν ο καθένας μας έχει να χειριστεί το εφήμερο του βίου του, τις ανάγκες και την κλίμακα μιας καθημερινότητας που χρειάζεται μικρές δόσεις ασφάλειας ή έστω ανεμελιάς.
Έχει ασκηθεί σοβαρή πολιτική και επιστημονική κριτική στη λεγόμενη «καταρρευσιολογία» (collapsology) και στις προγνώσεις της. Κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι η χιλιαστική προφητεία και ο τεχνολογικός καταστροφισμός δεν κινητοποιούν πραγματικά την πολιτική δράση ούτε την ατομική ευαισθησία αλλά προκαλούν ένα είδος πολιτισμικού πανικού και ενός αισθήματος ματαίωσης.
Παρ’ όλα αυτά, ο στοχασμός για το ενδεχόμενο της μεγάλης οικουμενικής βλάβης, μιας σειράς αλληλένδετων καταστροφών, είναι απολύτως αναγκαίος. Σχετίζεται με μια ανήσυχη, άβολη και ανατρεπτικά ερεθιστική προσέγγιση στα πράγματα. Το μεγάλο λάθος κάποιων «μετριοπαθών» είναι ότι πιστεύουν πως όλα μπορούν να διορθωθούν με ακόμα περισσότερη τεχνική, πληροφορία, ενημερωτικές καμπάνιες. Είναι η πίστη τους πως ζουν σε έναν κόσμο όπου τα άκρα είναι μόνο ακροδεξιές ή ακροαριστερές «ιδεοληψίες». Ενώ η πιο σημαντική στις συνέπειές της ακρότητα κατοικεί σε τρόπους ζωής, μοντέλα οικονομίας και συστήματα συμβατικά, κάποιοι εξακολουθούν να νανουρίζουν τον εαυτό τους με την ιδέα πως το κακό προέρχεται μόνο από ανορθόδοξες και περιθωριακές λογικές. Έχουν αθωώσει εκ των προτέρων το mainstream για να δουν το κακό μόνο στα όρια και στην τρέλα των μεγάλων σατανάδων.
Αυτό, όμως, που μας διδάσκουν επεισόδια «παράλυσης» όπως το τωρινό είναι πως η κατάρρευση είναι μια λογική πιθανότητα, όχι μια εξτρεμιστική φαντασίωση πλέον. Τα συστήματα υπερφορτώνονται, οι ενεργειακές ανάγκες εκτοξεύονται, οι ροές γίνονται τόσο πυκνές ώστε καθίστανται μη διαχειρίσιμες. Ο κόσμος μας τείνει να μοιάσει με αυτά τα κρουαζιερόπλοια που αδειάζουν χιλιάδες ανθρώπους στη Σαντορίνη ή (μέχρι πρότινος) στη Βενετία.
Αν το σκεφτούμε καλύτερα, η βλάβη είναι μια μορφή οργάνωσης που παράγει περισσότερο χάος από τάξη. Κάτι σαν τις αλυσιδωτές παρενέργειες των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων μας ή σαν την αφυδάτωση των τοπίων από την ακόρεστη «επισκεψιμότητά» μας. Αν όμως οι δημοκράτες θέλουν να αποτρέψουν τα χειρότερα, δεν έχουν παρά να τα σκεφτούν σοβαρά και να αλλάξουν, πιο γρήγορα και χωρίς ιδεολογικά ταμπού, ορισμένα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα. Ο πολιτισμός του μέτρου χρειάζεται σήμερα μια πολιτική ρήξεων, όχι την εθελοτυφλία ούτε τις ανώδυνες τεχνικές γνωματεύσεις και τα μικρά βελτιωτικά βήματα.