TΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ selfies, των φωτογραφικών προσωπικών πορτρέτων που αναρτώνται στα social media, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, έχοντας πολύπλευρες ερμηνείες, επιστημονικές, δημοσιογραφικές, καλλιτεχνικές.
Όπως σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν τη σύγχρονη τεχνολογία, οι απόψεις διίστανται. Για πολλούς που βλέπουν με επιφύλαξη τη συνεχή διαμεσολάβηση όλων των μορφών κοινωνικής δράσης και ύπαρξης από την τεχνολογία, οι selfies αποδεικνύουν με περίτρανο τρόπο την εγωπαθή διάθεση στην οποία έχουμε εμπλακεί. Αποτελούν την αποκορύφωση της κουλτούρας του ναρκισσισμού, με την οποία έτσι κι αλλιώς έχει γαλουχηθεί μεταπολεμικά ο σύγχρονος κόσμος μέσα από την αποθέωση της κατανάλωσης και όλων των εικονοκεντρικών τρόπων κατανόησης και προβολής του εαυτού (lifestyle).
Γι’ αυτή την αποδοκιμαστική άποψη, η τεχνολογία της ψηφιακής απαθανάτισης κάθε στιγμή του βίου μας και η δημοσιοποίηση του προσώπου μας σε όλες τις αυθόρμητες ή σκηνοθετημένες εκφράσεις του φανερώνουν την παγίδα της προσωπολατρίας, μια ψευδή μοναδικότητα, την επικίνδυνη κατάργηση δημόσιου και ιδιωτικού, την αδυναμία μας να διαχωρίσουμε τι ανήκει σ’ εμάς και τι είναι έξω από εμάς, τη φρούδα αυτοϊκανοποίηση ότι δεν χρειαζόμαστε το βλέμμα του άλλου να μας απεικονίσει.
Τις τελευταίες εβδομάδες, που ο εμβολιασμός έχει γενικευτεί σχεδόν σε όλες τις ηλικίες άνω των 30, τα social media έχουν μετατραπεί σε μια πασαρέλα αυτοφωτογραφίσεων στα εμβολιαστικά κέντρα.
Από την άλλη, υπάρχουν ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις, που βλέπουν τις selfies με μεγαλύτερη κατανόηση και αποδοχή. Γι’ αυτές, η δυνατότητα που μας δίνουν τα νέα γκάτζετ (ιδίως οι εξελιγμένες κάμερες των κινητών μας) να καταγράφουμε τον εαυτό μας σε σημαντικά ή ασήμαντα στιγμιότυπα της καθημερινότητάς μας συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα ένδειξη του εκδημοκρατισμού της αυτοπροσωπογραφίας, αυτής της καλλιτεχνικής πρακτικής που πηγαίνει πολύ πίσω στην Ιστορία της Τέχνης, αλλά στο μη ψηφιακό παρελθόν μας περιοριζόταν μονάχα σε καλλιτεχνικούς κύκλους και υψηλές αισθητικές προσδοκίες. Είναι μια διαδικασία που λίγο-πολύ είχε ξεκινήσει με τα οικογενειακά φωτογραφικά άλμπουμ, αλλά τώρα, με τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες, αποκτά μια καινούργια διάσταση που ωθεί την κουλτούρα της εξατομίκευσης σε πρωτόγνωρα μονοπάτια.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που μας καλούν να αναλογιστούμε τον αυτοσαρκαστικό χαρακτήρα που πολλές φορές έχουν οι selfies μας (βλ. duck face), που κάθε άλλο παρά μια προσωπολατρική εγωπάθεια αποδεικνύουν. Επίσης, η διαρκής αυτοφωτογράφιση σε πολλές στιγμές και διάφορα περιβάλλοντα, αντί να υπογραμμίζει μια συνεχή και ξεκάθαρη εξιδανίκευση της ταυτότητάς μας, μάλλον μια κατακερματισμένη και απρόβλεπτη «αφήγηση» του εαυτού μας προδικάζει και σίγουρα την ετερόφωτη αναγνώρισή του.
Οποιαδήποτε γενικευτική επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία της πρακτικής των selfies δύσκολα μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε την οπωσδήποτε πολύπλευρη σημασία τους. Η πανδημία έρχεται να τονίσει ακριβώς τη συνθετότητα ενός ζητήματος που σε κανονικές συνθήκες είτε εύκολα απορρίπτουμε ως ένδειξη ενός υπερφίαλου εγωτισμού είτε αστόχαστα επιβεβαιώνουμε ως «φυσική» συνέπεια της φασματικής, μεταμοντέρνας αντανάκλασής μας.
Τις τελευταίες εβδομάδες, που ο εμβολιασμός έχει γενικευτεί σχεδόν σε όλες τις ηλικίες άνω των 30, τα social media έχουν μετατραπεί σε μια πασαρέλα αυτοφωτογραφίσεων στα εμβολιαστικά κέντρα. Αυτές οι αυτοφωτογραφίσεις προφανώς και διαφέρουν πολύ σε σχέση με άλλες εύθυμες, που επίσης κυκλοφορούν αυτές τις μέρες στη θάλασσα των διαδικτυακών μας διασυνδέσεων: μπροστά σε κορωνοπάρτι, μπροστά στον οβελία που στροβιλίζεται, μπροστά σε μολότοφ που ρίχνονται εν είδει βαρελότου, μπροστά σε τραπεζάκια που ξαναβγαίνουν έξω για να μας υποδεχτούν μετά από έξι μήνες χωρίς καφέ και εστιατόρια κ.λπ.
Όλες αυτές οι εικόνες πασχαλινής και μεταπασχαλινής ανάτασης μπορούν να αναγνωσθούν ως ναρκισσιστικά στίγματα μιας κοινωνίας που αναζητεί διακαώς την επιστροφή της στη διασκεδαστική της κανονικότητα. Μπορούν να εκληφθούν και ως στιγμιότυπα ενός παιχνιδιού με τα όρια, τις παραδόσεις, τις συνήθειες μας, ένα δείγμα ότι παραμένουμε ζωντανοί ή ότι φλερτάρουμε με την καταστροφή μας.
Η αυτοφωτογράφιση, όμως, την ώρα του εμβολιασμού αποτελεί ίσως το πιο ενδιαφέρον παράδειγμα πολιτικής επικοινωνίας των τελευταίων χρόνων. Συνιστά μια αυθόρμητη καμπάνια ενημέρωσης και προβολής της ανάγκης του εμβολιασμού, την οποία κανένας επικοινωνιολόγος ή πολιτικός δεν μας ζήτησε. Είναι μια «πρωτοβουλία» που ανέλαβαν λίγο-πολύ όλοι όσοι υποστηρίζουν τον εμβολιασμό ως τη μόνη διέξοδο στην κόλαση του μαζικού θανάτου και της κοινωνικής αποστασιοποίησης που επιβλήθηκε.
Προφανώς και υπάρχει το στοιχείο της μίμησης, προφανώς και υπάρχει το στοιχείο της προσωπικής προβολής. Όμως η φωτογραφία αυτή είναι ταυτόχρονα μια καινούργια πόζα. Μια πόζα που κρύβει το χαμογελαστό πρόσωπο με την υγειονομική μάσκα και εκθέτει το σώμα μας στην άβολη στάση υποδοχής της βελόνας και της μαγικής ασπίδας που αυτή θα μας χαρίσει.
Είναι ταυτόχρονα η κατάργηση της ναρκισσιστικής αυτάρκειας και της ιδέας ότι η ύπαρξή μας είναι μια ατομική υπόθεση. Είναι ίσως η πρώτη «κοινωνική πόζα» που εφευρίσκει ο ψηφιοποιημένος κόσμος μας. Σε αυτήν, μόνοι και ταυτόχρονα αγελαίοι, φαινόμαστε όλοι ίδιοι, επειδή συνειδητοποιούμε ίσως, μετά από πολλά χρόνια, ότι είμαστε ίσοι απέναντι στο θάνατο.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι σε αυτήν τη selfie πρωταγωνίστησαν αρχικά οι μεγαλύτερες ηλικίες και στη συνέχεια το νήμα το πήραν οι νεότερες, καταθέτοντας με θάρρος την επιλογή τους να εμβολιαστούν με τα εμβόλια που για διάφορους λόγους δυσφημίστηκαν όχι μόνο από τους γνωστούς συνωμοσιολόγους αλλά αναπάντεχα και από ορισμένες ευρωπαϊκές ελίτ.
Αυτές οι selfies, επίσης, κατέδειξαν ότι οι διαιρέσεις μεταξύ «ανεύθυνων νέων» και «υπεύθυνων ηλικιωμένων» είναι άστοχα απλουστευτικές. Δημιούργησαν και δημιουργούν ένα γενναίο trend, μια πραγματική πράξη αντίστασης στον εθνικισμό ή σε οποιαδήποτε ανορθολογική καχυποψία πήγε να ορθωθεί μπροστά στη μοναδική παγκόσμια ελπίδα επιστημονικής αντιμετώπισης του εφιάλτη.
Οι φωτογραφίες αυτές, ακόμα και αν ξεκινάνε από προθέσεις αυτοπροβολής, ακόμα και αν εδράζονται σε ατομικές προσδοκίες επιστροφής στην «πεζή» καθημερινότητα και διασκέδαση του παρελθόντος, καταλήγουν στα πρώτα καθρεφτίσματα μιας νέας συλλογικής φαντασιακής κοινότητας, της παγκόσμιας εκείνης κοινότητας που παίρνει τη ζωή της και πάλι στα χέρια της. Στα μπράτσα της, για την ακρίβεια…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.