ΑΥΤΟΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ με τις καραντίνες, τα κατά το ήμισυ τηρημένα μέτρα, τις επιστημονικές-πολιτικές του διαμάχες και την καταβύθιση πολλαπλάσιων ανθρώπων στις οθόνες, δημιούργησε μια ψευδαίσθηση: όντας μοναδικός μέσα στον ρου της πρόσφατης ιστορίας, μας έκανε να πιστέψουμε πως υπάρχει μόνο αυτό το παρόν και τα στοιχειώδη σωματίδιά του, πάνω στα οποία παίζεται η μοίρα μας: μια κυβέρνηση, εμείς ως κοινό και λαός, η Ελλάδα ως νησί-κόσμος. Επίσης, μέσα από τις κάψουλες των social media οι άνθρωποι βιώνουν τη συνθήκη της πανδημίας ως κάτι περιτειχισμένο, μια μονότονη και ατέρμονη σειρά «δράσεων» και «αντιδράσεων», η οποία έχει την τάση να αποκοπεί από το πριν και δεν αφήνει ακόμα να φανεί ένα μετά. Κινδυνεύουμε, έτσι, να εγκλωβιστούμε στη μικρή εικόνα, θεωρώντας την επαρκή για την εξήγηση της συνολικής κατάστασης. Τα αντι-κυβερνητικά ακροατήρια αντιδρούν σε αυτά που χρεώνουν καθημερινά είτε στη σκοτεινή βούληση είτε στην ένοχη αβουλία της συγκεκριμένης κυβέρνησης. Ο κόσμος της συμπολίτευσης σπεύδει να απαντήσει επίσης σε ό,τι βλέπει ως αποτέλεσμα της βούλησης του ΣΥΡΙΖΑ ή των εν γένει πολιτικών εχθρών του Μητσοτάκη. Παρά τις διεθνείς ειδήσεις και τις καθημερινές εικόνες από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, που κι αυτά εξάλλου προσαρμόζονται και μεταφράζονται στον εσωτερικό πόλεμο, νιώθει κανείς πως έχουμε να κάνουμε με κρίση σε μία μόνη χώρα: παρουσιαζόμαστε είτε ως ένα πείραμα νεοφιλελεύθερων ακροδεξιών είτε ως η αιωνίως εξωτική αριστερή χώρα που εξεγείρεται. Και αυτό το βλέμμα, που είναι σε μεγάλο βαθμό ο παραμορφωτικός φακός των social media και της καθήλωσης στο καθημερινό ερέθισμα, μικραίνει πια το πλάνο των σκέψεών μας και διαλύει ακόμα περισσότερο την αίσθηση της Ιστορίας. Αυτό που ζούμε δεν παράγεται από άλλα, δεν έχει προϊστορία, φαίνεται μόνο να φυτρώνει στα λόγια, στις πράξεις ή στις εντυπώσεις της μέρας ή, το πολύ, της εβδομάδας.
Μπορούμε όμως να καταλάβουμε τις εντάσεις και τους θυμούς που βγαίνουν εδώ και κάποιο καιρό σαν να είναι απλώς το αποτελέσματα είτε μιας «συντηρητικής» πολιτικής εξουσίας είτε μιας δημαγωγικά «φιλο-απείθαρχης» αριστεράς; Όχι, φυσικά. Δεν αναφέρομαι εδώ σε μέλη κομμάτων ή οργανώσεων, που κινητοποιούνται στη βάση μιας συνολικής άποψης. Το γεγονός πως περισσότεροι άνθρωποι κάτω των σαράντα μοιάζει να περνούν από το μούδιασμα μιας δυσαρέσκειας στην αντίδραση είναι πιθανότατα καρπός μιας μακρύτερης διαδικασίας, μιας επώασης. Ξεχνάμε διαρκώς κάτι που έχει σημασία να το θυμόμαστε: οι τελευταίες δεκαετίες, παρότι σκιάστηκαν από τις οικονομικές κρίσεις και την αποσταθεροποίηση της μεσοαστικής συνθήκης, θεμελιώθηκαν σε μια διαρκή επέκταση των ελευθεριών: σε μια καταναλωτική ελευθερία, σε μια ελευθερία κίνησης και ταξιδιού για ασύγκριτα περισσότερους πολίτες, σε ελευθερίες χρήσης του χρόνου, του χώρου και των τρόπων ζωής. Οι γενιές, και ιδίως αυτές που ανακάλυψαν την εφηβεία κατά το απόγειο της φιλελεύθερης εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας, δεν μπορούσαν να διανοηθούν μια καθημερινότητα με φυσικούς πειθαναγκασμούς και δελτία κίνησης. Φυσικά, ο ηδονισμός, ως κοινωνικά διάχυτη στάση, είχε συρρικνωθεί ήδη από το 2006 και αργότερα, με την οικονομική πτώση και την αύξηση της ανασφάλειας και των πανικών προσαρμογής. Για παράδειγμα, οι φοιτητές από καιρό φροντίζουν να τελειώσουν στα τέσσερα ή το πολύ στα πέντε χρόνια για να ξενοικιάσουν τα σπίτια, επομένως η εικόνα των αιώνιων φοιτητών λόγω κάποιας ανεύθυνης ηδονοθηρίας από πλευράς τους αποτελεί εδώ και καιρό έναν μύθο που καλό είναι να μη συντηρείται ως εξήγηση. Και άλλα πολλά παραδείγματα δείχνουν πως η λεγόμενη ανέμελη συνθήκη έχει χάσει από καιρό έδαφος προς όφελος ενός πιο συνετού ή στενόχωρου ρεαλισμού με στοιχεία αναδίπλωσης.
Κάτω από το πολιτικό παιχνίδι και τις τακτικές του, λοιπόν, παίζεται το μεγαλύτερο δράμα: ένα κομμάτι της κοινωνίας αισθάνεται πια πως πνίγεται ή, για την ακρίβεια, πως δεν προστατεύεται όσο ένα άλλο τμήμα της
Όμως, παρά τη μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων και την προσγειωμένη ζωή των τελευταίων χρόνων, ο ηδονισμός ως κοινωνική ατμόσφαιρα και μαζί ένας φιλελεύθερος τρόπος ζωής έμοιαζαν αδιαπραγμάτευτα δεδομένα. Οι κοινωνίες μας, ακόμα και ως άνισες και περισσότερο ανασφαλείς από πριν, έχουν ενσωματώσει το χαρακτηριστικό των ανοιχτών κοινωνιών. Δηλαδή, εδώ οι ιδιωτικές επιλογές και οι σχετικά ανεμπόδιστες χρήσεις των γούστων, οι προτιμήσεις και η έκφρασή τους αποτελούν μέρος και της κυρίαρχης ιδεολογίας αλλά και της πρακτικής των ανθρώπων στην καθημερινότητά τους. Όταν, λοιπόν, αυτό το υπαρξιακό και σχεδόν φυσικό κεκτημένο, έτσι όπως χτίστηκε από έναν συνδυασμό ελευθεριών και τη χρήση δικαιωμάτων, πέφτει σε αρνητική δίνη, στο σκοτεινό πηγάδι αυτής της πανδημίας και των περιοριστικών πρωτοκόλλων της, η δυσφορία και ο θυμός είναι ζήτημα χρόνου. Η εξοικείωση και η αρχικά νηφάλια συνάντηση με την απρόβλεπτα δυσάρεστη κατάσταση (με την ιδιότυπη θεραπευτική ρουτίνα που συμβολίστηκε αρχικά από τον Σωτήρη Τσιόδρα) δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πολύ. Και υποθέτω πως δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πολύ, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι θα είχαν ακολουθηθεί επιλογές που υποδεικνύει η αντιπολίτευση, λόγου χάρη αν είχαν πραγματοποιηθεί μαζικά τεστ στον πληθυσμό ή αν είχε οργανωθεί ένα σχεδόν κρατικοποιημένο σύστημα πολλαπλάσιων ΜΕΘ ανά την επικράτεια με μαζικές προσλήψεις.
Γιατί το θέμα είναι ότι η φιλελεύθερη, καταναλωτική, κινητική ζωή, είτε κάποιος την ασκεί άνετα είτε πιο περιορισμένα, δεν ανέχεται για πολύ την αίσθηση του απότομου υποβιβασμού και της στέρησης. Η κοινωνική κινητικότητα και οι δυνατότητες ανόδου έχουν «μπλοκάρει» (οι «θέσεις» είναι πιασμένες); Ε, ας ζούμε τουλάχιστον τη φυσική κίνηση των σωμάτων και των επιθυμιών μας σχετικά ανεμπόδιστοι. Έτσι, με έναν τρόπο, ο θυμός για την παρεμποδισμένη κίνηση –τα πάρτι, την κοινωνικότητα, τη μετακίνηση‒ εκφράζει και συγχρόνως αναπληρώνει το παράπονο για μια μορφή κοινωνικής ακινησίας που οι νεότεροι χρεώνουν (δικαίως ή αδίκως) στους boomers, στη γενιά του Πολυτεχνείου, στη γενιά του ΠΑΣΟΚ.
Η μειωμένη υπομονή και οι αντιδράσεις που φαίνονται τώρα αποδεσμεύουν έτσι μια δυναμική διασπάσεων που έρχονται από παλιότερα. Τα σχετικά με την αστυνομική καταστολή, την τήρηση των μέτρων και τις προτεραιότητες της ζωής στη φάση αυτής της κρίσης είναι σημεία-αφορμές που αναμοχλεύουν και ταράζουν συναισθήματα που αφορούν μια γενικότερη σύγκρουση. Φυσικά, από τότε που μιλάμε για τη νεολαία ως αυτόνομη κοινωνική και πολιτισμική κατηγορία ξέρουμε ότι οι νέοι δεν είναι ιδιαιτέρως φίλοι της τάξης και της ησυχίας, σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους και τους γέρους, που, όπως λέμε συχνά, υπερασπίζονται τον «παλιό κόσμο» τους. Τώρα, όμως, δεν έχουμε έναν πόλεμο γενεών όπου κάποιοι σύγχρονοι –και οι κουλτούρες τους– αντιπαρατίθενται στους κατά τεκμήριο συντηρητικούς και αναχρονιστικούς γηραιότερους. Εδώ και καιρό, όλες οι δρώσες και έχουσες λόγο γενιές είναι «μοντέρνες». Το εν εξελίξει ρήγμα αφορά μια «εξέγερση» εναντίον των προνομίων που πολλοί διακρίνουν στις γενιές άνω των πενήντα. Ποιο είναι, όμως, το προνόμιο; Όχι απαραίτητα ο πλούτος ή κάποια κοινωνική άνεση, πράγματα που λείπουν άλλωστε σε πλήθος ηλικιωμένων που δυσκολεύονται. Το επίζηλο προνόμιο είναι το να έχει ζήσει κανείς φτιάχνοντας τη ζωή του, βελτιώνοντας (θεαματικά ή όχι) τους όρους ύπαρξής του. Ξαφνικά, έρχεται η στιγμή που η ιδέα ότι υπάρχει ένας κόσμος ο οποίος μπόρεσε να κάνει επιλογές και να περάσει καλά με σχετική ασφάλεια και νόημα στη ζωή του εμφανίζεται ως κάτι εξοργιστικό. Και εδώ είναι που παρεμβαίνουν οι πολιτικοί χώροι της αριστεράς, τα ριζοσπαστικά accounts ή όσοι μετέχουν στις αντιπολιτευτικές καμπάνιες των ημερών. Δεν κάνουν κάτι δύσκολο: απλώς συνδέουν αυτήν τη γενικότερη αίσθηση για κυριαρχία των «γέρων» και των προνομίων τους (και τη στερητική, προφυλακτική και προειδοποιητική ρητορεία που επικράτησε αυτόν τον χρόνο στις περισσότερες χώρες) με τη δεξιά, τον Μητσοτάκη ή τη μιντιακή ολιγαρχία. Προφανώς περνάει δίχως συζήτηση το ότι ένα πλέγμα προνομίων και τίτλων κομφορμισμού των τελευταίων δεκαετιών το έχτισαν και τα προοδευτικά κόμματα, οι επαγγελματικές οργανώσεις, τα δίκτυα της αριστεράς και με αυτή την έννοια ότι όλοι αυτοί ανήκουν σε αυτή την παράδοξη «δεξιά» των κατειλημμένων θέσεων. Δεν παράγει όμως η αριστερά, ούτε κάποιος αναρχικός και αντισυστημικός χώρος, τη δυσθυμία και την αποστροφή, που επεκτείνονται. Η αριστερά σπεύδει απλώς να ντύσει με τις δικές της μουσικές ή να προσθέσει τα δικά της παραδοσιακά συνθήματα σε κραδασμούς και εντάσεις που προϋπάρχουν και συχνά σε ανθρώπους και παρέες που ιδέα δεν έχουν από τις ιστορίες της αριστεράς.
Κάτω από το πολιτικό παιχνίδι και τις τακτικές του, λοιπόν, παίζεται το μεγαλύτερο δράμα: ένα κομμάτι της κοινωνίας αισθάνεται πια πως πνίγεται ή, για την ακρίβεια, πως δεν προστατεύεται όσο ένα άλλο τμήμα της. Είναι διαφορετική η συζήτηση για το αν αυτή η αίσθηση είναι δικαιολογημένη, αν είναι αποτέλεσμα τραυμάτων στην κοινωνική συνοχή ή άγνοια των δεδομένων. Σημασία έχει πως αυτό διαδίδεται και αποκρυσταλλώνεται ως γνώμη, αίσθηση και αντίληψη του τι ακριβώς συμβαίνει μέσα σε αυτή την κρίση και σωρευτικά.
Ως προσωρινό συμπέρασμα: αν με τον έλεγχο και το τέλος της πανδημίας δεν αλλάξει κάτι από την αίσθηση πως έχουμε δύο κοινωνίες όπου η πρώτη έχει προφυλαχτεί και η δεύτερη έχει απλώς χάσει ελευθερίες, ευκαιρίες και δυνατότητες βελτίωσης της ζωής της, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουμε κάτι πιο δυσάρεστο από τους εκνευρισμούς των lockdowns και τις βιαιότητες της Νέας Σμύρνης. Τι θα ήταν χειρότερο; Ένας νέου τύπου κοινωνικός αυτοματισμός, που δεν θα εκφράζει απλώς ανταγωνισμούς συμφερόντων και σε ηλικιακή βάση, αλλά θα γεννάει διαρκώς πολιτισμικούς πολέμους και έναν αλληλοσπαραγμό χωρίς προοπτική κοινού κόσμου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.