ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 137 ΤΗΣ LiFO κυκλοφόρησε στις 4/12 του 2008 με τίτλο Come on, you party animals! Η LiFO γιόρταζε 3 χρόνια ζωής. Γράφαμε 53 λόγους για τους οποίους αγαπούσαμε την Αθήνα: H νέα μεγάλη αθηναϊκή μπάντα σε ένα σαλόνι, τα καναρίνια της Αθήνας, οι αφίσες στα Εξάρχεια.
Την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου του 2008, η LiFO διοργάνωνε μεγάλο live με επανένωση των Στέρεο Νόβα σε ένα εργοστάσιο στην Πέτρου Ράλλη. Δεν θυμάμαι πολλά, μόνο πως είχε χιλιάδες κόσμου και με είχε πιάσει αγοραφοβία. Ο Τάσος λέει πως είχαν κλείσει παίζοντας το «Μικρό Αγόρι».
Το τεύχος 138 θα ήταν εορταστικό: φωτογραφίες από το πάρτι και αφιέρωμα στα χριστουγεννιάτικα δώρα.
Λιγότερο από 24 ώρες αργότερα, δολοφονήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος. Ο κόσμος κατέβηκε αμέσως στους δρόμους. Δεν υπήρχε σχέδιο, ο κόσμος κινήθηκε προς τα Εξάρχεια και το Πολυτεχνείο να μάθει τι είχε γίνει. Όταν επιβεβαιώθηκε πια και επίσημα ότι ο Γρηγορόπουλος είχε πεθάνει, η Αθήνα άρχισε να καίγεται.
Τράπεζες και αμάξια πήραν φωτιά, άντρες με κράνη έσπαγαν τζαμαρίες με σιδερολοστούς. Στο βάθος η Ομόνοια έμοιαζε να χάνεται μέσα σε ένα ροζ σύννεφο από καπνούς και δακρυγόνα.
Τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου φτάσαμε στο γραφείο μας στο Σύνταγμα σαστισμένοι και έξαλλοι ταυτόχρονα. Το απόγευμα κατεβήκαμε όλοι μαζί στην πορεία. Το πλήθος έβραζε από θυμό.
Κατηφορίζοντας τη Σταδίου όλοι ούρλιαζαν «Μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» και «Το αίμα κυλάει εκδίκηση ζητάει». Γύρω από το βασικό σώμα της πορείας άρχισε να ξεδιπλώνεται το χάος. Τράπεζες και αμάξια πήραν φωτιά, άντρες με κράνη έσπαγαν τζαμαρίες με σιδερολοστούς. Στο βάθος η Ομόνοια έμοιαζε να χάνεται μέσα σε ένα ροζ σύννεφο από καπνούς και δακρυγόνα: Μια στάση λεωφορείου είχε πάρει φωτιά και κάποιος προσπάθησε να σπάσει τη βιτρίνα του Λουμίδη με ένα ρόπαλο. Το πλήθος είχε ανοίξει ένα οπλοπωλείο κοντά στην Ομόνοια, ένας τύπος κράδαινε δυο χατζάρες μέσα στο πλήθος.
Γύρισα στο σπίτι μου στο Μετς περιμετρικά, μέσω Ακρόπολης, και έκλεισα τα τζάμια και τα κουφώματα. Ήταν αδύνατον να ανοίξω τα παράθυρα, τα δακρυγόνα είχαν φτάσει μέχρι εκεί. Ήρθαν οι γείτονες και κάτσαμε μαζί για να μην είμαστε μόνοι. Γελάγαμε νευρικά από την αμηχανία μας. Πάνω κάτω την ίδια ηλικία είχαμε.
Το αγόρι που έμενε από κάτω ήταν τενόρος, τον άκουγα να τραγουδάει την ώρα που έκανα ντους. Η κοπέλα που έμενε δίπλα μου δούλευε σε τράπεζα. Ανοίξαμε την τηλεόραση. Ήταν το δεύτερο βράδυ, ακούγαμε ακόμα για το οργισμένο πλήθος που «καίει την περιουσία του κοσμάκη». Δεν είχαν φτάσει ακόμα οι μέρες που όλο αυτό θα γινόταν lifestyle τσιχλίτσα με μουσική υπόκρουση Placebo. Ούτε οι μέρες της δημοσιογραφίας των φλεγόμενων κάδων. «Για χρόνια κάθε φορά που κάλυπτα διαδηλώσεις, μπορεί να περνούσαν μπροστά μου 100.000 άτομα κι αυτοί με έβαζαν να γράφω ποιος κάδος κάηκε στη Σταδίου» μου 'χε πει μια φίλη κάτι χρόνια αργότερα.
Την επομένη το Σύνταγμα δεν είχε ανοιχτά μαγαζιά. Μόνο ένας είχε βάλει τους υπαλλήλους του να πουλάνε σάντουιτς πίσω από τις σπασμένες τζαμαρίες. Το τεύχος 138 κυκλοφόρησε με καινούργια κείμενα, πηχτά σε ένα δισέλιδο. Τα διαβάζω και είναι τελείως εκτός χαρακτήρα σε σχέση με αυτά που γράφαμε μέχρι τότε. Χρησιμοποιούμε λέξεις όπως «μαλάκες», «χεστήκαμε» και «της πουτάνας».
Δυο σελίδες πιο πίσω ο Κωστής Παπαγιώργης έχει γράψει ένα κείμενο με τίτλο «Κλειστά τα σχολεία κλειστή η χώρα». Δίπλα στο κείμενό του βρίσκεται μια φωτογραφία που θυμάμαι ακόμα. Τέσσερις τύποι με κουκούλες κάνουν λαμπόγυαλο ένα υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας. Ο ένας σπάει ένα γραφείο με ένα τραπεζάκι κάτω από μια μπλε αφίσα που λέει «Σώστε τα ευρώ σας».
Το εξώφυλλο του τεύχους 138 ήταν μια ασπρόμαυρη ζωγραφιά ενός άντρα με κουκούλα και μάσκα. Από πάνω ο τίτλος στα κίτρινα έλεγε «Τώρα;».