ΤO ΔΗΜΟΦΙΛΕΣ ΧΙΟΥΜΟΡ εδώ και αρκετά χρόνια έχει μετοικήσει, όπως πολλά άλλα πράγματα, στο Διαδίκτυο. Δεν θα ήταν καθόλου άστοχο να πει κανείς ότι ένα νέο κωμικό πεδίο έχει αναδειχτεί, διαδοθεί και παγιωθεί αποκλειστικά μέσω διαδικτυακών κοινοτήτων και ομάδων στα social media.
Νέοι δημιουργοί που συντηρούν προσωπικά sites και κανάλια στο ΥouΤube, και συμμετέχουν σε ευρύτερα χιουμοριστικά δίκτυα (όπως το ComedyLab και το LubenTV), κάνουν ιδιαίτερα έντονη την παρουσία τους τόσο με την πυκνή παραγωγή τους όσο και αγγίζοντας ιδιαίτερα εντυπωσιακά νούμερα θέασης.
Οι παλιές πολιτικές γελοιογραφίες, οι κωμικοί που έκαναν σημαντική καριέρα στη θεατρική ή τηλεοπτική επιθεώρηση, φαίνεται να μην είναι ο βασικός παραγωγός της σύγχρονης κωμωδίας και του χιουμοριστικού κώδικα. Μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς πως μόνο όσοι έχουν καταλάβει τη δύναμη του διαδικτυακού μέσου συντηρούν την παλιά τους δημοφιλία. Ο Αρκάς είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Τα μιμίδια είναι το αποκορύφωμα του διακειμενικού εκδημοκρατισμού αλλά και μια προσπάθεια να υπογραμμιστεί χιουμοριστικά η απώλεια του καθορισμένου νοήματος των πάντων. Είναι το χιούμορ της χαοτικής ψηφιακής κουλτούρας.
Οι παλιές λογικές, κυρίως θεατρικού, τηλεοπτικού και κινηματογραφικού χιούμορ, φαίνονται κάπως ξεπερασμένες. Είναι άλλωστε ενδιαφέρον το ότι πολλές εκδοχές του δημοφιλούς διαδικτυακού χιούμορ στρέφονται ρητά εναντίον του παραδοσιακού-τηλεοπτικού (π.χ. Λαζόπουλος, Ράδιο Αρβύλα, Σεφερλής κ.λπ.), βλέποντας σε αυτό όχι μια δημιουργική σάτιρα αλλά μια ανακύκλωση της κοινοτοπίας και της εθνικής εσωστρέφειας.
Οι χιουμοριστικές ευκολίες εγκαταλείπονται (καταγγελία διεφθαρμένων πολιτικών, η γραφικότητα τοπικών χαρακτηριστικών, τα αστεία για τις πεθερές, το πάχος κ.λπ.) και υιοθετείται είτε ένα ύφος καυστικού ορθολογισμού απέναντι σε κάθε συναισθηματικό στερεότυπο (π.χ. χαρακτηριστικό υπήρξε το Μπραφ του Mikeius) είτε η αμφισημία της μεταμοντέρνας επικοινωνιακής συνθήκης (π.χ. Κουλούρι).
Ανάμεσα στο τεράστιο ψηφιδωτό χιουμοριστικών κόμβων που δημιουργούνται στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο (αδύνατο ακόμα και να κατονομαστούν σε ένα σύντομο κείμενο), ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει εκείνο το είδος που ονομάζεται «μιμίδια». Τα memes έχουν δύο πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά που τα διαφοροποιούν τόσο από την παλιά μορφή παραγωγής χιούμορ όσο και από κάποιες νεότερες.
Πρώτον, συνήθως δεν έχουν αναγνωρίσιμο δημιουργό. Δεύτερον, φτάνουν την εικονοκλαστική πρόθεση σε βαθμό που κανένα άλλο είδος κωμωδίας δεν έχει επιχειρήσει μέχρι τώρα. Στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε εικόνες, όπως ζωγραφικά έργα, φωτογραφίες και βίντεο, με σκοπό κυρίως να αποδομήσουν το όποιο πρωτογενές τους μήνυμα. Τα κάθε είδους «μπαλονάκια» που μπαίνουν ως συνοδευτικά όλων αυτών των εικόνων βασικό στόχο έχουν να ανατρέψουν ή να υποσκάψουν το εικονογραφικά προφανές.
Είτε μιλάμε για τα «Μιμίδια εις την ελληνικήν», είτε για τα «Real Ancient Memes», είτε για το παλιότερο «Ρipipo Ke Tsontson» και πολλά άλλα, το βασικό ζήτημα είναι η κατασκευή μιας ιστορίας που θα δίνει αναπάντεχες λεζάντες σε μια εικόνα (αυθεντική ή πειραγμένη) που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό είναι το νόημά της, ότι αυτές είναι οι πρώτες σκέψεις που προκαλεί.
Οι πίνακες ζωγραφικής έχουν την τιμητική τους σε αυτή την αποδιάρθρωση νοήματος. Συνήθως χρησιμοποιούνται πίνακες ρομαντικής, ακόμα και αρχαιοπρεπούς τεχνοτροπίας και συνδυάζονται με φράσεις και σκέψεις του παρόντος, ιδιαίτερα πεζές, πλούσιες σε σαρκασμό και βωμολοχίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: πίνακας ζωγραφικής που απεικονίζει μια ιδανική πενταμελή οικογένεια, όπου ο γιος λέει στον μπαμπά: «Μπαμπά, δεν με παίζουν τα άλλα παιδάκια, λένε ότι βρίζω». Ο πατέρας, ρίχνοντας ένα τρυφερό βλέμμα στον γιο του, αναρωτιέται «γιατί», για να πάρει από τον ίδιο την απάντηση: «Γιατί γαμιούνται!». Το θλιμμένο πορτρέτο του γιατρού Gachet του Βαν Γκογκ φέρει τον εξής προβληματισμό: «Θέλω να σχολάσω από τη δουλειά, ενώ ακόμη δεν έχω ξεκινήσει να δουλεύω. Δεν ξέρω εάν με καταλαβαίνεται». Στο πλαίσιο του χιούμορ για την πανδημία, σε μια ζωγραφιά με οριενταλιστικές διαθέσεις, μια μοναχική γυναίκα με κιμονό και βεντάλια, αποφαίνεται: «Καταργούνται, έμαθα, τα μηνύματα. Άλλη μια δικαιολογία για να μη στείλει».
Οι ανώνυμοι συνήθως δημιουργοί αυτών των μιμιδίων έρχονται να τραβήξουν στα άκρα την «οδηγία» που ο ίδιος ο Μαγκρίτ μας είχε δώσει, υποτιτλίζοντας στον διάσημο πίνακά του μια πίπα με τη γνωστή φράση «Ceci n’est pas une pipe» (αυτή δεν είναι μια πίπα). Το βασικό αντικείμενο κριτικής τους, όπως και του διάσημου σουρεαλιστή ζωγράφου, φαίνεται να είναι η ίδια η λογική της εικονογραφικής αναπαράστασης. Όμως εδώ δεν έχουμε μια απλή άρση της εντύπωσης μιας εικόνας, της βεβαιότητας των συναισθημάτων και των σκέψεων που προκαλεί συχνά με στερεοτυπικό τρόπο (όπως στον Μαγκρίτ) αλλά την πρόσδεσή της σε μια άλλη τάξη σημασιών, την κατάργηση χρονικών και άλλων συμβάσεων, τη μετεγγραφή του παρόντος στο παρελθόν με τρόπο που δείχνει περισσότερο την ασυνέχεια παρά τη συνέχειά τους ‒ γι’ αυτό παράγεται το αστείο.
Τα μιμίδια είναι το αποκορύφωμα του διακειμενικού εκδημοκρατισμού αλλά και μια προσπάθεια να υπογραμμιστεί χιουμοριστικά η απώλεια του καθορισμένου νοήματος των πάντων. Είναι το χιούμορ της χαοτικής ψηφιακής κουλτούρας.
Υπάρχουν πολλά είδη μιμιδίων, πολλές θεματολογίες και μοτίβα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως περισσότερο ή λιγότερο στοχαστικά, περισσότερο ή λιγότερο σοκαριστικά, απλά γλωσσοπαίγνια ή οπτικοποιημένες ανοησίες. Ανάμεσά τους μπορούν να ανιχνευτούν διάφοροι σατιρικοί στόχοι (αυτοσαρκασμός ή κοροϊδία του «άλλου» φύλου, τάξης, ηλικίας κ.λπ.) όπως και η επαναφορά γνωστών ανεκδοτολογικών στερεοτύπων (π.χ. για το πάχος).
Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι το περιεχόμενό τους σπάνια παίρνει τη μορφή της πολιτικής σάτιρας όπως την έχουμε γνωρίσει από την παράδοση της γελοιογραφίας και της επιθεώρησης. Τα πολιτικά πρόσωπα και οι καταστάσεις δεν κεντρίζουν συχνά τα βέλη των μιμιδίων. Άλλωστε η πιο δημοφιλής σειρά πολιτικού χιούμορ των ελληνικών μιμιδίων παραμένει αυτή που «τρολάρει» την εποχή ΠΑΣΟΚ και τις μνήμες ενός μεταπολιτευτικού παραδείσου που χάνεται με την οικονομική κρίση και την πολιτική διαχείρισή της από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Εξαιρετικό παράδειγμα χιουμοριστικού αναστοχασμού για το παρόν αλλά και τη νοσταλγία.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.