Μ' ΕΚΠΛΗΣΣΕΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ, ο αντίχειρας που ελίσσεται στο φωτεινό γυαλί. Είναι ο ξάδελφός μου. Οκτώ χρόνια νεότερος, γεννημένος το ’07 – τυπικά, ανήκουμε στην ίδια γενιά. Να όμως που το δάχτυλο κυλάει στο κινητό του μ’ εκπληκτική ταχύτητα, τρέχει για να προλάβει. Τα βίντεο είναι 5-10 δευτερόλεπτα, αλλά, συχνά, αυτός τα περνάει απότομα, σε μία μόλις στιγμή. Πώς ξέρει αν του αρέσουν; «Το καταλαβαίνεις», μου λέει λες κι είναι το πιο απλό πράγμα στο κόσμο. «Μπορείς να το δεις». Ύστερα, μου εξηγεί ότι όλοι οι φίλοι του αυτό κάνουν, ότι του φαίνεται περίεργο να βλέπεις τα βίντεο μέχρι το τέλος.
Υπάρχει συχνά η αίσθηση ότι το attention span μας έχει μειωθεί. Ότι οι νεότερες γενιές έχουν περιορισμένο εύρος προσοχής λόγω της χρήσης short-form content, TikTok, reels και YouTube Shorts. Ακούμε από εκπαιδευτικούς ότι τα παιδιά δυσκολεύονται περισσότερο να συγκεντρωθούν, να προσέξουν στο μάθημα, να γράψουν και να διαβάσουν. Το νιώθουμε και οι ίδιοι: όταν κρατάμε ένα βιβλίο ή βλέπουμε μια ταινία και ανοίγουμε το κινητό για να σκρολάρουμε, αισθανόμαστε πως κάτι πάει στραβά με την ικανότητά μας να εστιάσουμε, να κάνουμε μόνο ένα πράγμα, να βιώσουμε κάτι αργό.
Το άγχος που μας ώθησε στο σκρολάρισμα επιστρέφει ενισχυμένο, κάνοντας μας να σκρολάρουμε κι άλλο, παράγοντας κέρδος για τις εταιρείες και δυσφορία για εμάς.
Στην πραγματικότητα, όλες οι έρευνες δείχνουν ότι το attention span μας δεν έχει μειωθεί. Η διαφορά είναι ότι, σήμερα, τα τεχνολογικά προϊόντα μας αποσπούν την προσοχή πολύ πιο εύκολα. Έχουμε την ίδια δυνατότητα συγκέντρωσης όπως παλιά, μα δεν την εξασκούμε, προσέχουμε λιγότερο, παγιδευμένοι σε τροχιές που συντηρεί η προσμονή της άμεσης ικανοποίησης, η πιθανότητα ότι στο επόμενο δευτερόλεπτο ή στο επόμενο λεπτό θα συναντήσουμε μια εικόνα που μας ευχαριστεί.
«Οι μπούφοι με τις ντοπαμίνες έχουν δίκιο […] Η οθόνη και το ίντερνετ είναι, πολύ απλά, αποδεδειγμένα ισχυρότερες οντότητες απ’ τον άνθρωπο. […] Είναι απλά πιο δυνατό, η οθόνη είναι πιο δυνατή, ίσως επειδή είμαστε hard wired να προσέχουμε όταν κάποιος μιλάει, ακόμη κι όταν αυτός ο κάποιος δεν είναι παρών· ίσως επειδή μας αρέσουν τα φωτάκια και τα μπιπ-μπιπ-μπουπ· ίσως επειδή μας μαγεύει το φαινόμενο της κίνησης και οι τσόντες· ίσως επειδή είμαστε μόνες σε έναν τρελό τρελό κόσμο».¹
Οι αλγόριθμοι των εφαρμογών έχουν σχεδόν τελειοποιηθεί. Ξέρουν ακριβώς πώς να μας κάνουν να επιστρέφουμε, ν’ ανοίγουμε τα βίντεο, να βλέπουμε διαφημίσεις. Κάθε στιγμή απόσπασής μας ισοδυναμεί με κέρδος. Διαρκώς, οι εταιρείες παλεύουν για τον χρόνο μας – το TikTok ανταγωνίζεται το Instagram που ανταγωνίζεται το YouTube και όλα μαζί ανταγωνίζονται τον πραγματικό κόσμο, μαλώνουν για τα μάτια μας σαν άπληστοι μνηστήρες.
Εξυπακούεται ότι αυτή η συνθήκη επηρεάζει την ψυχική μας υγεία. Ο μαρξιστής θεωρητικός Franco «Bifο» Berardi υποστηρίζει ότι η συσσώρευση πληροφοριών της σύγχρονης εποχής οδηγεί στον κορεσμό της προσοχής, προκαλώντας πανικό. Ο πανικός (ως αντίδραση στο «Παν», στην περίσσεια σημείων που δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε) μάς εξαντλεί, οδηγώντας σε μια δεύτερη, καταθλιπτική φάση, κατά την οποία προσπαθούμε να αποκοπούμε απ’ τη ροή των εικόνων και αντιμετωπίζουμε τον έξω κόσμο σαν εχθρό.²
Παρά τη διεισδυτικότητα αυτής της ανάλυσης του 2009, μου φαίνεται ότι σήμερα πρέπει να αντιστρέψουμε τη λογική του Bifo. Όσον αφορά το σκρολάρισμα, ο πανικός είναι λιγότερο αποτέλεσμα και περισσότερο αιτία.
Μπορεί να αγχωνόμαστε επειδή μπαίνουμε στο TikTok, όμως, πολύ περισσότερο, μπαίνουμε στο TikTok επειδή νιώθουμε αγχωμένοι. Σύμφωνα με πολλές έρευνες, το στρες, το social anxiety και το burnout είναι οι βασικοί παράγοντες του εθισμού στο short-form content.³
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε αυτήν τη δυναμική. Το σκρολάρισμα σταματά τον στοχασμό, αποσιωπά το παρελθόν και απωθεί το μέλλον. Όταν φοβόμαστε και κάνουμε άσχημες σκέψεις, αρκεί ν’ ανοίξουμε το TikTok για να βρεθούμε σ’ έναν κόσμο όπου η φασαρία γίνεται σιωπή, έναν κόσμο χωρίς χρόνο.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα του Φοίβου Οικονομίδη, Γιακαράντες, αποτυπώνει πιστά αυτήν τη συνθήκη. Ο αφηγητής, Δημήτρης, δουλεύει στο Span, μια εταιρεία/εφαρμογή σαν το TikTok. Κατά τη διάρκεια ενός meeting, σκέφτεται: «Το είχα παρατηρήσει, γενικότερα το Span δεν το αφορούσε η μνήμη, το ένοιαζε μόνο το τώρα. Κι όποτε το χρησιμοποιούσες, η λειτουργία της μνήμης ναρκωνόταν, έμπαινες σε μια διάσταση χωρίς χρόνο, χωρίς πριν. Ίσως αυτός να ήταν άλλος ένας λόγος που ήταν τόσο δύσκολο να το κλείσεις, γιατί μετά θα επέστρεφες».[4]
Σε όλο το βιβλίο, βλέπουμε χαρακτήρες που χρησιμοποιούν το Span ως coping mechanism όταν η σκέψη τους ή η πραγματικότητα τους δυσκολεύει. Η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή αυτής της δυναμικής έρχεται κατά τη διάρκεια ενός καβγά ανάμεσα στον Θωμά και στην Ηρώ: «Και μετά από ώρες που προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε να χωρίσουν, εκείνη έπεσε πάνω του, έκλαψε κι εκείνος, για να την ηρεμήσει, της είπε: “Έλα, μπες στο Span σου να δούμε καμιά βλακεία”. Και κάθισαν μαζί, για ώρες, κι έβλεπαν σκυλιά και γατιά να παίζουν, ιταλικές συνταγές και ομιλίες επιστημόνων του CERN που εξηγούσαν εκλαϊκευμένα τη διαστολή του σύμπαντος και τη σκοτεινή ύλη. Κι όταν σταμάτησαν, η Ηρώ άρχισε πάλι να κλαίει…».[5]
Φυσικά, το σκρολάρισμα είναι ένα κακό coping mechanism, ένα παυσίπονο που εντείνει την ασθένεια, ένα δηλητηριασμένο δώρο. Μπορεί να ανακουφιζόμαστε βλέποντας βιντεάκια, αλλά, όταν τα κλείνουμε, νιώθουμε πάλι χάλια: τα προβλήματά μας βρίσκονται ακόμα εκεί, έχουμε χάσει χρόνο και την αίσθηση του ελέγχου. Το άγχος που μας ώθησε στο σκρολάρισμα επιστρέφει ενισχυμένο, κάνοντας μας να σκρολάρουμε κι άλλο, παράγοντας κέρδος για τις εταιρείες και δυσφορία για εμάς.
Σα να μην έφτανε αυτό, ο εθισμός μας στο σκρολάρισμα εντείνει την εξάρτησή μας απ’ τις υποδομές του Κεφαλαίου. Όταν δεν μπορούμε να περάσουμε λίγες ώρες χωρίς να μπούμε στα social∙ όταν δεν μπορούμε να πλοηγηθούμε στις πόλεις μας χωρίς το Google Maps∙ όταν έχουμε στα χέρια μας μια αρρωστημένη εκδοχή του μάννα εξ ουρανού με το efood, πώς μπορούμε να φανταστούμε κάτι διαφορετικό; Πόσα νέα παιδιά μπορούν να διανοηθούν –πόσο μάλλον να επιθυμήσουν– έναν κόσμο χωρίς TikTok; Ο τελευταίος μας εθισμός μάς κάνει ακόμα λιγότερο αυτόνομους, ακόμα λιγότερο ικανούς να φροντίσουμε τους εαυτούς μας, ακόμα πιο προσκολλημένους στον κόσμο όπως έχει.
[1] Στέφανος Ρέγκας. (2023). Το ίντερνετ είναι τελείως μαλακία. Kaboom 9, σ. 215.
[2] Franco «Bifo» Berardi. (2009). The Soul at Work. Semiotext(e), σ. 98-102.
[3] Βλέπε ενδεικτικά: Kardefelt-Winther, D. (2014)· Mu et al. (2022).
[4] Φοίβος Οικονομίδης. (2024). Γιακαράντες. εκδόσεις Εστία, σ. 40-41.
[5] Ό.π., σ. 170.