ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ μια συνάδελφός μου με τον άντρα της και την εντεκάχρονη κόρη της βρέθηκαν με άλλη μία οικογένεια σε σουβλατζίδικο στην Αίγινα. Τέσσερις ενήλικες και τρία παιδιά παρήγγειλαν καλαμάκια, μία σαλάτα, τζατζίκι, τυροκαυτερή, πατάτες και αναψυκτικά. Πλήρωσαν εκατό ευρώ. «Δηλαδή δύο οικογένειες δώσαμε εκατό ευρώ για να φάμε σουβλάκια», μου είπε με την έκπληξη ακόμα έκδηλη στη φωνή της.
Πριν από αρκετά χρόνια, συνεργαζόμουν για κάτι λιγότερο από μία δεκαετία με διάφορους ξενόγλωσσους οδηγούς για την Αθήνα, γράφοντας κυρίως για γαστρονομία και εστιατόρια στα αγγλικά και σχεδιάζοντας γαστρονομικούς περιπάτους. Όλο αυτό διακόπηκε απότομα το 2020, όταν έμεινα έγκυος. Μετά ήρθε η πανδημία και ο συνδυασμός μωρό-δουλειά-ξαγρύπνια, και μέχρι να το καταλάβω πέρασαν τρεισήμισι χρόνια.
Κοιτώντας κάτι μενού online πρόσφατα για ένα ρεπορτάζ, κατέληξα να επαναλαμβάνω δυνατά τις τιμές στους γύρω μου σαν κουφός ηλικιωμένος. Όσο πιο πολύ διάβαζα, τόσο πιο πολύ ανέβαινε η ένταση της φωνής μου.
Πρόσφατα, στο πλαίσιο ανανέωσης ενός οδηγού, βρέθηκα να τρώω ξανά έξω τακτικά και συχνά για δουλειά. Οι αλλαγές είναι αισθητές: νέες πιάτσες, περισσότερα εστιατόρια με αστέρι Michelin, πολλά με δημιουργική ελληνική κουζίνα και αρκετά που δουλεύουν πλέον σχεδόν αποκλειστικά με τουρίστες (και δεν αναφέρομαι σε ταβέρνες με κράχτες στην Πλάκα). Η σαρωτική αλλαγή, όμως, είναι στις τιμές.
Το γεύμα σε εστιατόριο με 20-25 ευρώ το άτομο έχει σχεδόν εξαφανιστεί και έχει δώσει τη θέση του στα 35-40 ευρώ χωρίς αλκοόλ. Κοιτώντας κάτι μενού online πρόσφατα για ένα ρεπορτάζ, κατέληξα να επαναλαμβάνω δυνατά τις τιμές στους γύρω μου σαν κουφός ηλικιωμένος. Όσο πιο πολύ διάβαζα, τόσο πιο πολύ ανέβαινε η ένταση της φωνής μου: μπιφτέκια στη σχάρα 19 ευρώ, σαλάτα με παξιμάδι και μυζήθρα 13 ευρώ, χταπόδι με ρεβίθια 24 ευρώ (ταβέρνα με δημιουργική κουζίνα στο κέντρο), μπακαλιάρος με κουσκούς 23 ευρώ (χαλαρό στέκι στα Εξάρχεια), μπριζολάκια με μέλι 10 ευρώ, σπασμένο μιλφέιγ 9,5 ευρώ (μεζεδοπωλείο στο Μεταξουργείο).
Καταλαβαίνω γιατί συμβαίνει αυτό. Τα τρόφιμα έχουν ακριβύνει κατά 25% τουλάχιστον, ενώ ανοδική τάση έχουν τα ενοίκια και τα καύσιμα. Προφανώς και θα ανέβουν οι τιμές των πιάτων στα εστιατόρια, για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν.
Από την άλλη, εάν ένα ζευγάρι θέλει 70-80 ευρώ για μια έξοδο, πόσο συχνά θα καταφέρει να βγει; Δεν συζητάμε καν για οικογένειες, φορτωμένες ήδη με άπειρα βάρη –σχολεία, βιβλία, φροντιστήρια–, ούτε φυσικά για κάποιου είδους υψηλή γαστρονομία αλλά για μια απλή έξοδο. Πόσα θα πρέπει να ξοδέψει μια οικογένεια με δύο παιδιά πλέον σε μια ταβέρνα μια Κυριακή μεσημέρι;
Την ίδια στιγμή, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το φαγητό της καθημερινότητας έχει αλλάξει δραστικά: το σούπερ μάρκετ είναι πανάκριβο, ο κόσμος ψωνίζει πλέον φτηνά τυριά εισαγωγής, παριζάκι και ψωμί του τοστ, στοκάρει καφέδες ή μακαρόνια σε προσφορά. Η έξοδος για φαγητό σε αυτό το περιβάλλον γίνεται έτσι κι αλλιώς κάτι σπάνιο και ακριβό, μια πολυτέλεια.
Παρ' όλα αυτά, ξαφνικά βρισκόμαστε μπροστά σε μια παράξενη ηδονοβλεπτική διαδικασία: ένα ευρύ κοινό που πιθανώς δεν έχει αρκετά χρήματα για να εκτελέσει τις συνταγές που διαβάζει (ρωτήστε οποιονδήποτε σκέφτηκε πρόσφατα να φτιάξει γλυκό και πήγε να αγοράσει βούτυρο και αυγά σε ένα σούπερ μάρκετ) ή δεν μπορεί να πάει ούτε σε «μεσαία» εστιατόρια ή ταβέρνες, διαβάζει με μανία κείμενα για τα εστιατόρια και τους σεφ και βλέπει ριάλιτι και σειρές μαγειρικής.