ΤO 2015 ΠΑΙΧΤΗΚΕ στη νορβηγική τηλεόραση ο πρώτος κύκλος του «Occupied»¹. Η σειρά παρουσιάζει την κατάληψη της Νορβηγίας από τους Ρώσους, κάτι που σε γενικές γραμμές γίνεται σιωπηρά αποδεκτό από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μέσο επανεκκίνησης της λειτουργίας των πετρελαιοπαραγωγικών εγκαταστάσεων που έχει κλείσει η πράσινη νορβηγική κυβέρνηση. Όσο ανέπτυσσα την κεντρική ιδέα για τη σειρά, στόχος μου ήταν να εστιάσω στα ηθικά διλήμματα και τις επιλογές με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι απλοί άνθρωποι σε ακραίες καταστάσεις, να κάνω έναν συνειδητό παραλληλισμό με την κατάσταση στην οποία πιθανώς βρέθηκαν οι γονείς και οι παππούδες μας κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Νορβηγίας από το 1940 μέχρι το 1945. Οι ελιγμοί ανάμεσα σε μια μικρότερη χώρα, έναν ισχυρό γείτονα και τα υπόλοιπα κυρίαρχα έθνη του κόσμου, ισορροπώντας τις πολιτικές αρχές με τα οικονομικά οφέλη και την ίδια τους την ασφάλεια, ήταν απλώς ένα κομμάτι από τα παρασκήνια. Πίστευα πως θα ήταν προφανές ότι ο σκοπός του επινοημένου κόσμου στο «Occupied» δεν ήταν να μιλήσει για τη Ρωσία –όπως ακριβώς ο σκοπός του Σπίλμπεργκ στα Σαγόνια του καρχαρία δεν ήταν να προβεί σε δηλώσεις για τους μεγάλους λευκούς καρχαρίες–, παρ’ όλα αυτά οι ιθύνοντες της Ρωσίας δεν το εξέλαβαν πολύ θετικά. Ο Vyacheslav Pavlovsky, πρέσβης στη Νορβηγία, δήλωσε στο ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο TASS ότι «είναι πολύ λυπηρό που φέτος, τη χρονιά του εορτασμού της εβδομηκοστής επετείου της νίκης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δημιουργοί της σειράς φαίνεται να έχουν ξεχάσει την ηρωική συνεισφορά του σοβιετικού στρατού στην απελευθέρωση της βόρειας Νορβηγίας από τους ναζί και αποφάσισαν, ακολουθώντας τη χείριστη ψυχροπολεμική παράδοση, να τρομάξουν τους Νορβηγούς θεατές με μια ανύπαρκτη απειλή εξ ανατολών». Μπορεί ενδεχομένως ο πρέσβης να ήταν απλώς εύθικτος, επειδή την περασμένη χρονιά η Ρωσία είχε προσαρτήσει την Κριμαία –η συγγραφή και η παραγωγή του «Occupied» είχε ξεκινήσει πολύ καιρό πριν–, δίνοντας και με αυτόν τον τρόπο στον εαυτό του τον ρόλο του μεγάλου ανταγωνιστή στο παγκόσμιο πολιτικό προσκήνιο. Γιατί όμως ήταν τόσο οργισμένη η αντίδραση, από τη στιγμή που η σειρά ήταν σαφώς προϊόν μυθοπλασίας, και μάλιστα δεν απεικόνιζε τους Ρώσους ως ένα ομοιόμορφο σύνολο ρομπότ στον ρόλο του κακού;
Εάν η «Γκερνίκα» ήταν συγχρόνως προπαγάνδα και αριστούργημα, ακριβώς το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το Θωρηκτό Ποτέμκιν, το οποίο ανατέθηκε στον Σεργκέι Αϊζενστάιν από τις σοβιετικές αρχές για τον εορτασμό της εικοστής επετείου από την επανάσταση του 1905.
Ίσως η απάντηση να είναι η εξής: σε μια εποχή που η αξία της αλήθειας υποτιμάται από τα fake news και την προπαγάνδα, που ισχυροί ηγέτες εκλέγονται μάλλον λόγω μιας έξαρσης συναισθηματισμού και όχι χάρη στις αρετές και στις πολιτικές τους απόψεις, τα γεγονότα δεν έχουν το ίδιο βάρος που είχαν κάποτε. Τα γεγονότα πρέπει να παραχωρούν τη θέση τους στις ιστορίες που επικαλούνται το συναίσθημα, ιστορίες για εμάς και όσα μας ορίζουν ως σύνολο, έθνος, πολιτισμό, θρησκεία. Οι επεκτατικοί πόλεμοι στο Βιετνάμ και στο Αφγανιστάν δεν ήταν νικηφόροι και αυτό δεν οφειλόταν στην έλλειψη όπλων ή στρατιωτικής δύναμης αλλά στην έλλειψη ιστοριών που θα μπορούσαν να «κερδίσουν το μυαλό και την καρδιά των ανθρώπων». Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, ίσως να έφταιγε που η αντίπαλη πλευρά είχε καλύτερες ιστορίες.
Σε όσα γράφτηκαν για τον πιο πρόσφατο πόλεμο της Ρωσίας, μία από τις φράσεις που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο προέρχεται από τον Αμερικανό Γερουσιαστή Hiram Johnson, ο οποίος το 1917 έμεινε στην ιστορία λέγοντας ότι «στον πόλεμο το πρώτο θύμα είναι η αλήθεια». Χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, για να υπενθυμίσει στους δημοσιογράφους και στους συντάκτες πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι η αλήθεια που βασίζεται στα γεγονότα, όταν οι δύο πλευρές μάχονται για την κυριαρχία της δικής τους εκδοχής των συμβάντων. Είναι όμως και μια υπενθύμιση πως είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι ένας δημοσιογράφος –όσο έγκριτος και ανεξάρτητος κι αν είναι– μπορεί να διαχωρίσει το ρεπορτάζ από τον δικό του πολιτισμό, την εθνικότητα και την κληρονομημένη άποψή του για τον κόσμο, ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Όταν ο Richard Feynman, νομπελίστας και ένας εκ των επιστημόνων πίσω από την ατομική βόμβα, έγραφε για κάτι τόσο απόλυτο όσο η φυσική επιστήμη ότι «πιστεύω σε ενδεχόμενα, έχω κατά προσέγγιση απαντήσεις και διαφόρους βαθμούς σιγουριάς για διάφορα πράγματα, όμως δεν είμαι απολύτως βέβαιος για τίποτα» καταλαβαίνουμε γιατί η ιδέα της τέλειας «αντικειμενικής αλήθειας» δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Μπορούμε να πούμε με μεγάλη σιγουριά πως 1+1=2, όμως είναι άλλο να λέμε ότι κάτι είναι αληθές και άλλο ότι είναι αναληθές.
Το 1937, όταν ο φασίστας στρατηγός Φράνκο βομβάρδισε την πόλη της Γκερνίκα, κατακρεουργώντας αμάχους, υπήρχε ο πληθυσμός μιας ολόκληρης πόλης που θα μπορούσε να καταθέσει για όσα συνέβησαν. Καθώς άρχισαν να αναδύονται εικόνες της καταστροφής και των θυμάτων, ο Φράνκο και οι στρατηγοί του συνειδητοποίησαν ότι τα συναισθήματα που θα προκαλούσαν θα δημιουργούσαν σάλο τόσο στην Ισπανία όσο και στο εξωτερικό, γι’ αυτό ισχυρίστηκαν επιμόνως ότι οι ντόπιοι Δημοκρατικοί είχαν καταστρέψει την ίδια τους την πόλη. Για καιρό αυτή η εκδοχή των γεγονότων είχε γίνει πιστευτή – τουλάχιστον από εκείνους που ήθελαν να την πιστέψουν. Οι Δημοκρατικοί όμως είχαν έναν καλύτερο αφηγητή στο πλευρό τους. Ο Πάμπλο Πικάσο απάντησε με έναν από τους πιο διάσημους πίνακές του, την «Γκερνίκα», που απεικόνιζε την κόλαση της μικρής βασκικής πόλης. Αυτός ο πίνακας, ζωγραφισμένος από κάποιον που ζούσε στο Παρίσι, μια μη αντικειμενική αναπαράσταση και προϊόν της φαντασίας και της εμπειρίας ενός καλλιτέχνη, ήταν που επηρέασε πολύ την Ευρώπη και την έκανε να ανοίξει τα μάτια της. Εκτέθηκε στο Παρίσι την ίδια χρονιά και στη συνέχεια περιόδευσε σε ολόκληρη την ήπειρο, συμβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό στη στρατολόγηση εθελοντών στρατιωτών στο πλευρό των Δημοκρατικών.
Εάν η «Γκερνίκα» ήταν συγχρόνως προπαγάνδα και αριστούργημα, ακριβώς το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το Θωρηκτό Ποτέμκιν, το οποίο ανατέθηκε στον Σεργκέι Αϊζενστάιν από τις σοβιετικές αρχές για τον εορτασμό της εικοστής επετείου από την επανάσταση του 1905. Αν και τα δύο έργα ισχυρίζονται πως αναπαριστούν πραγματικά γεγονότα, κάνουν σε σημαντικό βαθμό χρήση «ποιητικής αδείας».·Για παράδειγμα, η περιβόητη σκηνή της σφαγής στη σκάλα της Οδησσού στην πραγματικότητα δεν συνέβη ποτέ. Στη μυθοπλασία, όμως, ο αφηγητής δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τέτοιες λεπτομέρειες· στόχος του είναι να πει κάτι αληθές, όχι κατ’ ανάγκη κάτι που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Σκοπός είναι να συγκινήσει την καρδιά και το μυαλό, όχι να αναφέρει τον αριθμό των θανάτων ή ποιος έκανε τι σε ποιον, πότε και πού. Αυτή η ελευθερία είναι που προσδίδει στη μυθοπλασία τη δύναμή της, ιδίως όταν εμείς, ως κοινό, αγνοούμε ότι γινόμαστε δέκτες προπαγάνδας. Ο Tanner Mirrlees από το Ontario Tech University, συγγραφέας του Hearts and Mines: The U.S. Empire’s Culture Industry, περιγράφει πως στο Γραφείο Πληροφοριών Πολέμου των Ηνωμένων Πολιτειών δημιουργήθηκε ένα τμήμα που συνεργαζόταν αποκλειστικά με το Χόλιγουντ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Υπηρεσία Κινηματογράφου. Από το 1942 μέχρι το 1945 πέρασαν από εκεί 1.652 χειρόγραφα τα οποία υπέστησαν τη διαδικασία της αναθεώρησης ή της αφαίρεσης οποιουδήποτε στοιχείου περιείχαν και παρουσίαζε με δυσμενή τρόπο τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένου υλικού που έκανε τους Αμερικανούς να φαίνονται πως «αγνοούν τον πόλεμο ή είναι ενάντιοι σε αυτόν». Σύμφωνα με τον Mirrlees, ο Elmer Davis, ο επικεφαλής του Γραφείου Πληροφοριών Πολέμου, είπε πως «ο ευκολότερος τρόπος να σπείρεις μια προπαγανδιστική ιδέα στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων είναι να την αφήσεις να περάσει μέσω κάποιας ψυχαγωγικής εικόνας, τη στιγμή δηλαδή που δεν συνειδητοποιούν ότι δέχονται προπαγάνδα». Οι ταινίες ήταν, και παραμένουν, το τέλειο μέσο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, όπως ανέφερε ο Mirrlees στην Canadian Broadcasting Corporation, επειδή η παρακολούθησή τους παρέχει στον κόσμο τη μέθεξη της συμμετοχής σε μια συλλογική εμπειρία. Το Χόλιγουντ, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, πούλησε αμερικανικά στρατιωτικά ιδεώδη και συνεχίζει να το κάνει ακόμη και τώρα.
Παρακολουθούμε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τις κυρώσεις και τη διπλωματία από μέρα σε μέρα, ο πόλεμος της αφήγησης όμως είναι διαρκής. Ένας πόλεμος που, στο τέλος ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα χάσει, όσους σωματοφύλακες ψεύδους κι αν έχει στο πλευρό του. Το πραγματικό ερώτημα είναι πότε θα φτάσει αυτό το «τέλος».
Σήμερα ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται ουσιαστικά στην ίδια κινηματογραφική αίθουσα και παρακολουθεί τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην Ουκρανία. Αυτό όμως που βλέπουμε είναι, μεταφορικά μιλώντας, μεταγλωττισμένες εκδοχές, υποτιτλισμένες στη δική μας γλώσσα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είμαστε όλοι δέκτες της ίδιας ιστορίας. Μια μάχη βρίσκεται σε εξέλιξη, μια μάχη μεταξύ των διαφορετικών εκδοχών της Ιστορίας, και η καλύτερη θα θριαμβεύσει. Ή, όπως έγραψε ο Νορβηγός σχολιαστής Mode Steinkjier στην «Dagsavisen»: «Ο πόλεμος δεν έχει να κάνει μόνο με την καταστροφή στόχων, στρατιωτικών ή μη, αλλά και με την κατάκτηση της καρδιάς και του μυαλού του παγκόσμιου πληθυσμού που δεν εμπλέκεται άμεσα στη σύρραξη».
Συνεπώς, το ερώτημα είναι τι μέτρα είμαστε διατεθειμένοι να πάρουμε για να κερδίσουμε τις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων αυτών, και μάλιστα στην περίπτωση που ένας δικτάτορας όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν παίζει με τους δικούς του κανόνες, χρησιμοποιώντας ένα είδος λογοκρισίας και προπαγάνδας που νομίζαμε πως ανήκε πια στο σκοτεινό παρελθόν. Είναι θεμιτό ή αρμόζον να παίζουμε με τους κανόνες του Πούτιν; Σε τελική ανάλυση, μοιάζει αντιφατικό μια δημοκρατική χώρα να εγκαταλείψει θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές, όπως η ελευθερία του λόγου και η διαφάνεια, έστω σε μια προσπάθεια να προστατεύσει προσωρινά τις ελευθερίες αυτές. Όπως έχει πει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Σε περιόδους πολέμου, η αλήθεια είναι τόσο πολύτιμη, που θα πρέπει πάντα να τη συνοδεύει ένας σωματοφύλακας ψεύδους». Κάποιος απαισιόδοξος ίσως να προσέθετε ότι σε περιόδους πολέμου τα ψέματα είναι τόσο πολύτιμα που χρειάζεται να προστατεύονται από καινούργια ψέματα, όμως το πρόβλημα με αυτό είναι ότι πάντοτε συμβαίνει κάπου ένας νέος πόλεμος ή κάποια σύρραξη που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για να ισχυριστεί κανείς πως μιλάμε για μια επείγουσα περίσταση.
Εάν κι εσείς, όπως εγώ, έχετε την τάση να είστε αισιόδοξοι, ίσως μπορούμε να ελπίζουμε ότι η αλήθεια –η ατελής, υποκειμενική αλήθεια ενός δημοσιογράφου, ενός καλλιτέχνη ή κάποιου άλλου αφηγητή που προσπαθεί να εκφράσει κάτι αληθές– θα νικήσει. Ότι ο Αβραάμ Λίνκολν είχε δίκιο όταν έλεγε «δεν μπορείς να ξεγελάς διαρκώς τους πάντες». Υπάρχουν άλλωστε τέτοια παραδείγματα, όπως η εκ των έσω κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ή ο εκδίωξη του Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο. Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το εξοντωτικό συνονθύλευμα των διαφορετικών εκδοχών της πραγματικότητας, δεν πρέπει να παραδινόμαστε και να αποδεχόμαστε την καθεμία ως εξίσου αληθή. Κάποιες είναι πραγματικά πιο αληθείς από άλλες.
Ο Ross Burley του ανεξάρτητου Centre for Information Resilience στο Λονδίνο, ενός οργανισμό που στοχεύει στην προώθηση του αντικειμενικού ρεπορτάζ και στην αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας σε κάθε πλευρά, υποστηρίζει ότι το αφήγημα του Πούτιν σχετικά με τον λόγο που η Ρωσία ξεκίνησε πόλεμο με την Ουκρανία κερδίζει έδαφος σε μια πλειονότητα Ρώσων που δεν έχουν πρόσβαση σε κοινωνικά δίκτυα ή ξένες ανταποκρίσεις. Ας μην είμαστε όμως τόσο αφελείς ώστε να σκεφτούμε ότι μια πιο ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο θα έστρεφε το ρεύμα εναντίον του Πούτιν, ο οποίος έχει τη συντριπτική υποστήριξη του πληθυσμού για πάνω από είκοσι χρόνια. Στο βιβλίο του Why do the Russians vote for Putin? ο Bernard L. Mohr κάνει λόγο για μια δημοσκόπηση στην οποία η πλειοψηφία των Ρώσων απάντησε ότι από το να ζει σε μια μικρή χώρα με υψηλότερο βιοτικό επίπεδο είναι προτιμότερο να ζει σε μια μεγάλη χώρα-φόβητρο για τους γείτονές της. Υπό το πρίσμα αυτό, ο Πούτιν δίνει στον λαό του αυτό που επιθυμεί. Ο Ross Burley επισημαίνει όμως επίσης ότι η νεότερη γενιά Ρώσων χρησιμοποιεί VPN και άλλα «παραθυράκια» της τεχνολογίας για να έχει πρόσβαση σε διαφορετικές οπτικές όσων συμβαίνουν. Δεν είναι βέβαια πολλοί, ωστόσο πρόκειται για μια εφευρετική ομάδα που κάποια στιγμή αργότερα θα γίνουν οι ίδιοι δημοσιογράφοι, συγγραφείς και καλλιτέχνες, χρησιμοποιώντας τις ιστορίες ως όπλα. Παρακολουθούμε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τις κυρώσεις και τη διπλωματία από μέρα σε μέρα, ο πόλεμος της αφήγησης όμως είναι διαρκής. Ένας πόλεμος που, στο τέλος ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα χάσει, όσους σωματοφύλακες ψεύδους κι αν έχει στο πλευρό του. Το πραγματικό ερώτημα είναι πότε θα φτάσει αυτό το «τέλος». Ο Φράνκο κυβέρνησε την Ισπανία για σχεδόν σαράντα χρόνια, με τη σκληρή λογοκρισία ως μία από τις σημαντικότερες άμυνές του. Στο τέλος όμως ηττήθηκε στα βιβλία της ιστορίας και ο ισπανικός λαός έχει αποκαθηλώσει την κληρονομιά και τις ιδέες του. Η «Γκερνίκα» εκτέθηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 1981, έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο. Τους πρώτους δώδεκα μήνες της εκεί την είδαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι και μέχρι και σήμερα αποτελεί ένα από τα εκθέματα που προσελκύουν τον περισσότερο κόσμο στο Μουσείο Reina Sofia της Μαδρίτης. Επειδή οι πιο αληθινές ιστορίες –αν όχι οι πιο τεκμηριωμένες– είναι και οι καλύτερες.
1. Νορβηγικό πολιτικό θρίλερ 24 επεισοδίων σε 3 κύκλους (2015, 2017 & 2019), βασισμένο σε ιδέα του Jo Nesbø με συνδημιουργούς την Karianne Lund and Erik Skjoldbjærg.
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 11 Μαρτίου στη δανέζικη εφημερίδα «Weekendavisen»
Μετάφραση για τη LiFΟ: Δέσποινα Δρακάκη
Το νέο βιβλίο του Jo Nesbo «Το νησί των αρουραίων» θα κυκλοφορήσει στις 24 Ιουνίου σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.