Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΟΤΙ ΒΟΡΕΙΟΚΟΡΕΑΤΙΚΑ στρατεύματα έχουν συγκεντρωθεί στη Ρωσία προκειμένου να ενισχύσουν τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στην εκστρατεία του εναντίον της Ουκρανίας έχει υποδαυλίσει τους δυτικούς φόβους για τη σύμπραξη αυταρχικών κρατών που υπονομεύουν τα συμφέροντα των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Φαίνεται πράγματι να υπάρχει ένας συνασπισμός ολοκληρωτικών καθεστώτων, αλλά είναι μάλλον ασταθής – και εξαρτάται από την ανοχή που μπορεί να έχει η Κίνα στο γεωπολιτικό χάος.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αποτελέσει μια πρόβα συνεργασίας μεταξύ τεσσάρων κρατών –της Ρωσίας, της Κίνας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας– που μοιράζονται μια αντιπάθεια προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη διεθνή τάξη που εκείνες εκπροσωπούν.
Από το 2022 που εισέβαλε στη γείτονα χώρα της, η Ρωσία προμηθεύτηκε μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους από το Ιράν. Τον Οκτώβριο, η Ουάσινγκτον επέβαλε κυρώσεις σε κινεζικές εταιρείες επειδή συνεργάζονταν με ρωσικές εταιρείες για την παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους, η Κίνα προμηθεύει επίσης τη Ρωσία με ζωτικής σημασίας εξαρτήματα που βοηθούν στη διατήρηση της πολεμικής της μηχανής. Και τώρα βορειοκορεατικά στρατεύματα έχουν έρθει στη Ρωσία, όπου, όπως πιστεύουν Ουκρανοί αξιωματούχοι, ετοιμάζονται να ενταχθούν στις δυνάμεις εισβολής. Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν δήλωσε ότι αν τα στρατεύματα συμμετάσχουν στον πόλεμο, θα είναι ένα «πολύ, πολύ σοβαρό ζήτημα» με πιθανές επιπτώσεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία.
Ωστόσο, αυτός ο συνασπισμός κρύβει έριδες και διαιρέσεις μεταξύ των μελών του. Η Ρωσία, η Κίνα, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν δεν συμφωνούν απαραίτητα για το πώς θα επιτύχουν τον κοινό τους στόχο, δηλαδή την αντιμετώπιση της αμερικανικής κυριαρχίας. Ο Πούτιν έχει επιλέξει έναν επεκτατικό πόλεμο. Η Βόρεια Κορέα και το Ιράν –κράτη εξουθενωμένα, απομονωμένα από τη Δύση, που μοιράζονται έναν αντιαμερικανικό ζήλο– έχουν λίγα να χάσουν και κάτι ουσιαστικό να κερδίσουν από τη βοήθεια προς τη Ρωσία. Η θέση της Κίνας όμως είναι πιο περίπλοκη, επειδή η επιθυμία της να αλλάξει την τρέχουσα παγκόσμια τάξη μετριάζεται από την εξάρτησή της από την ίδια αυτή τάξη. Η κινεζική οικονομία παραμένει υπερβολικά εξαρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους εταίρους της για να διακινδυνεύσει να της επιβληθούν βαριές κυρώσεις για την αποστολή όπλων στον Πούτιν.
Οι αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες άλλων απολυταρχικών χωρών μπορεί να μοιάζουν με νίκη για την Κίνα, επειδή αποστραγγίζουν τους πόρους της Δύσης και υποβαθμίζουν τη θέση της στον κόσμο. Αλλά είναι επίσης ριψοκίνδυνες, επειδή η αναταραχή που δημιουργούν μπορεί να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ για την Κίνα.
Περιοριζόμενος από αυτά τα ανταγωνιστικά συμφέροντα, ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ στοχεύει προφανώς στη διατήρηση ενός μέτρου παγκόσμιας σταθερότητας για την προστασία της κινεζικής οικονομίας, ενώ επεκτείνει σταθερά την γεωπολιτική ισχύ της Κίνας.
Ταυτόχρονα όμως, έχει εμβαθύνει τις σχέσεις του με τη Ρωσία και το Ιράν. Η Ουάσινγκτον πιέζει το Πεκίνο να παρέμβει και να περιορίσει τη συνεργασία της Βόρειας Κορέας με τη Ρωσία, αλλά ο Σι δεν έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αξιοποιήσει την επιρροή του για να χαλιναγωγήσει τους αυταρχικούς φίλους του. Ο Κινέζος Πρόεδρος συναντήθηκε με τον Πούτιν μόλις μία ημέρα πριν η κυβέρνηση Μπάιντεν αποκαλύψει την παρουσία βορειοκορεατικών στρατευμάτων στη Ρωσία. Το τι ακριβώς συζητήθηκε μεταξύ των δύο ανδρών δεν έχει γίνει γνωστό, αλλά τα στρατεύματα παρέμειναν.
Μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η Κίνα όχι μόνο επιτρέπει, αλλά και χρηματοδοτεί έμμεσα όλη αυτή την αναστάτωση. Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, οδηγώντας και τις τρεις χώρες να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα. Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας έφθασαν πέρσι το ποσό ρεκόρ των 240 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι ρωσικές επιχειρήσεις στρέφονται ακόμη και στο κινεζικό νόμισμα, το γουάν, για να αντικαταστήσουν το δολάριο. Η Κίνα αγοράζει το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών πετρελαίου του Ιράν και αντιπροσωπεύει το 90% του εξωτερικού εμπορίου της Βόρειας Κορέας.
Αυτές οι τρεις χώρες θα μπορούσαν να είχαν συνεχίσει τους πολέμους, τα πυρηνικά προγράμματα και τις εκστρατείες τους χωρίς οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα. Αλλά η υποστήριξη του Πεκίνου αναμφίβολα βοηθάει, και ο Σι είναι προφανώς πρόθυμος να αποδεχτεί το αποτέλεσμα.
Οι αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες άλλων απολυταρχικών χωρών μπορεί να μοιάζουν με νίκη για την Κίνα, επειδή αποστραγγίζουν τους πόρους της Δύσης και υποβαθμίζουν τη θέση της στον κόσμο. Αλλά είναι επίσης ριψοκίνδυνες, επειδή η αναταραχή που δημιουργούν μπορεί να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ για την Κίνα.
Για παράδειγμα, ένας ευρύτερος πόλεμος στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να τρυπήσει τις αγορές της ενέργειας και να πλήξει την οικονομία της Κίνας. Ο Σι δεν βρίσκεται σε ευνοϊκή διπλωματική ή στρατιωτική θέση στη Μέση Ανατολή έτσι ώστε να περιορίσει τη ζημιά.
Εν τω μεταξύ, η ανάπτυξη της Βόρειας Κορέας στη Ρωσία απειλεί να κλιμακώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η ηγεσία της Κίνας έχει ελάχιστα να κερδίσει από τη συγκέντρωση των προσπαθειών των Ευρωπαίων και Ασιατών συμμάχων της Αμερικής εναντίον της Ρωσίας. Σε περίπτωση που ο πόλεμος διευρυνθεί, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα μπορούσαν να εντείνουν τις κυρώσεις σε βάρος της Κίνας για να την αναγκάσουν να περιορίσει την υποστήριξή της στη Μόσχα.
Ο γρίφος της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας συνίσταται στο ότι επιδιώκει ταυτόχρονα να ανατρέψει μακροπρόθεσμα την τρέχουσα διεθνή τάξη και να τη διατηρήσει βραχυπρόθεσμα. Η λύση του Σι σε αυτό το πρόβλημα είναι να μειώσει μεσοπρόθεσμα την εξάρτηση της Κίνας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το παγκόσμιο σύστημα στο οποίο κυριαρχούν. Επιδιώκει την «αυτάρκεια» και ενθαρρύνει στενότερους δεσμούς εμπορίου και επενδύσεων με τον παγκόσμιο Νότο για να απεξαρτηθεί η κινεζική οικονομία από τη δυτική τεχνολογία και τις καταναλωτικές αγορές. Αλλά αυτό είναι το μέλλον. Προς το παρόν, ο Σι είναι πρόθυμος να ανεχθεί έναν κόσμο που φλέγεται, με την ελπίδα ότι η Κίνα δεν θα καεί.
Με στοιχεία από The Atlantic