Oταν το μυαλό σταματά να στρέφεται προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και γυρίζει προς τα μέσα –στο λεγόμενο «σημείο ωμέγα»–, τότε δεν υπάρχει κάτι άλλο εκτός από τον παροξυσμό. Το μυαλό και η ψυχή, αντιδρώντας στην πολλαπλή πραγματικότητα, ξεσπούν σε έναν παρανοϊκό σπασμό, κι είναι εδώ όπου όλα τα λογικά εργαλεία εξαντλούνται. Τουλάχιστον έτσι κατέγραψε την αντίδραση στην πολιτική πραγματικότητα, στο άκρως συμβολικό και επίσης άκρως αριστουργηματικό εγχείρημά του, ο σπουδαίος Ντον ΝτεΛίλλο. Κάπως έτσι, σαν το «σημείο ωμέγα» της σύγχρονης μεταπολιτευτικής ιστορίας, περιγράφεται και το τοπίο των σημερινών εκλογών. Παρανοϊκό, αδυσώπητο, αδιευκρίνιστο, αδύνατο να καταγραφεί ακόμη και με νεολογικούς όρους, έρχεται προφανώς να σημάνει το τέλος της μεταπολιτευτικής ευμάρειας. Σε σχέση με προηγούμενες εποχές, που η αλλαγή της κυβερνητικής σκυτάλης –αν εξαιρέσεις ίσως το 1981– σήμαινε απλώς την αλλαγή του ονόματος στην κυβερνητική ατζέντα και όχι ουσιαστική διαφορά στη χάραξη πολιτικής, αυτήν τη φορά τα σημαίνοντα είναι πολλαπλά: σε ποιον βαθμό όμως η ιδεολογία, που δεν φάνηκε να χαράζει σαφείς διαχωριστικές γραμμές στη μεταπολιτευτική ιστορία, ευνοεί ακόμη περισσότερο τη σύγχυση; Προς τι ο ξαφνικός διχασμός και η πόλωση; Πώς ξαναμπήκε στην προεκλογική ατζέντα το δίλημμα Αριστερά-Δεξιά, με κοινό ωστόσο αποδέκτη την «αγία ελληνική οικογένεια»;
Στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν είναι η καθαυτό αποϊδεολογικοποίηση, αλλά το γεγονός ότι λειτούργησε ως περίτεχνο ένδυμα σε έναν βασιλιά που στην πραγματικότητα ήταν ανέκαθεν γυμνός
Όλα αυτά τα ερωτήματα τίθενται ταυτόχρονα στη σημερινή εκλογική πραγματικότητα στην Ελλάδα, που προς το παρόν επιδεικνύει σύγκρουση, σύγχυση, μπέρδεμα ρόλων. Σύγκρουση ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα κόμματα, σύγχυση ως προς την πολιτική που υιοθετείται και μπέρδεμα ρόλων, ειδικά από τους πολιτικούς που δείχνουν να αλλάζουν κομματικούς σχηματισμούς με πρωτοφανή άνεση. Αν κάποτε στην πολιτική επικρατούσε η παραδοχή συγκεκριμένων ιδεολογιών και πολιτικών στρατοπέδων, σήμερα οι όροι έχουν πρακτικά εκπέσει. Η ιδεολογική σύγχυση που επικράτησε από τα δύο κυρίαρχα κόμματα όλη την εποχή της Μεταπολίτευσης, σε συνδυασμό με τη φαινομενική ευμάρεια, λειτούργησε μάλλον επικαλυπτικά για κάθε λογής παθογένεια: τον υφέρποντα συντηρητισμό έως και φασισμό, τον λαϊκισμό, την εμμονική προσκόλληση στην πλέον αδιανόητη συντηρητική μέγγενη. Διαπιστώσεις που χαρακτηρίζουν τη σημερινή εποχή, η οποία φαίνεται να επιστρέφει κυκλικά στο πιο αναχρονιστικό ηθικοπολιτικό μοντέλο που γνώρισε η ιστορία της χώρας (πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, αγιοποίηση Παΐσιου κ.λπ.). Επιπλέον, εκλείπουν πια και τα κυρίαρχα σύμβολα που υποκατέστησαν την κυρίαρχη ιδεολογία. Η εικοσαετία που κατέγραψε την εναλλαγή του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στην εξουσία δεν προκάλεσε σαφή ρήγματα στο εποικοδόμημα, ούτε άνοιξε μεγάλες συζητήσεις, παρά εισήγαγε καινοφανή και πιασάρικα επιχειρήματα, που ωστόσο σήμερα δεν τίθενται στην πολιτική κονίστρα ούτε καν με τη μορφή των ευχάριστων διαλειμμάτων. Κανένας ιδεολογικός μανδύας δεν είναι πλέον ικανός να χρωματίσει ικανοποιητικά το εγχώριο πολιτικό σύστημα και, κυρίως, να διαπεράσει τον εκλογικό ιστό, με αποτέλεσμα να είναι ακόμα εντονότερη η σύγχυση. Τα πολιτικά μορφώματα δεν είναι ικανά να περιγράψουν αυτό που συμβαίνει ούτε καν σε επίπεδο παραδείγματος –όπως θα ήθελε ο Τόμας Κουν–, ενώ οι πολιτικές θέσεις φαίνονται σταδιακά να εκπίπτουν εξαιτίας του επείγοντος της οικονομίας. Τι σημασία, λένε πλέον, έχει η πολιτική, πόσο μάλλον η ιδεολογία, όταν η κατάσταση στην οικονομία πιέζει; Η παλιά πεποίθηση των μαρξιστών περί οικονομικού ντετερμινισμού επανέρχεται με τον πλέον απαρχαιωμένο τρόπο στο προσκήνιο, όπως ακριβώς επιστρέφουν νεοφιλελεύθερα σύμβολα παλιάς κοπής, ακριβώς επειδή και για τις δύο αυτές θέσεις προτεραιότητα είναι η οικονομία. Προφανώς, λοιπόν, ο νεοσυντηρητισμός που χαρακτηρίζει όλο το φάσμα της νεοελληνικής κοινωνίας απ' άκρη σ' άκρη είναι απόρροια της απουσίας ιδεολογικού προτάγματος, μια απουσία που υπερκαλύφθηκε από τη φενάκη της μεταπολιτευτικής ευωχίας. Οπότε, στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν είναι η καθαυτό αποϊδεολογικοποίηση, αλλά το γεγονός ότι λειτούργησε ως περίτεχνο ένδυμα σε έναν βασιλιά που στην πραγματικότητα ήταν ανέκαθεν γυμνός: εξού και το ότι το εκλογικό σώμα αποδείχτηκε ο πιο απογυμνωμένος και δη απισχνασμένος δέκτης της πιο νεοσυντηρητικής ρητορικής, τέτοιας που αδυνατείς να πιστέψεις ότι απευθύνεται σε έλλογο ον. Γιατί ποιος, πραγματικά, μπορεί να δέχεται ασμένως την ακροδεξιά ρητορική της Δεξιάς και πώς ένας σώφρων Αριστερός να συμφωνήσει με τον παραληρηματικό ανορθολογισμό της Ραχήλ Μακρή; Καμία ιδεολογική ατζέντα δεν είναι ικανή να καταγράψει την ευτέλεια και την αποπνευματικοποίηση των σημερινών εκλογών, την ευκολία των συνθημάτων, ακόμα και το ατελείωτο τρολάρισμα που λειτουργεί ως υποκατάστατο οποιουδήποτε ανοιχτού διαλόγου.
Αλλά τι φταίει που φτάσαμε σε τέτοιο σημείο ώστε οι προεκλογικές καμπάνιες να θεωρούνται κατώτερες και από αυτές των διαφημιστικών απορριμμάτων; Και, τέλος πάντων, όλα αυτά θα δημιουργούσαν θυμηδία, αν πραγματικά δεν μιλούσαμε για τις πιο κρίσιμες εκλογές της μεταπολιτευτικής περιόδου – που προφανώς σημαίνουν το τέλος της. «Είναι αυτές οι πιο δύσκολες εκλογές της Μεταπολίτευσης; Αυτές που θα σφραγίσουν το μόνιμα φημολογούμενο τέλος της;» αναρωτιέται σχετικά, μιλώντας στη LifΟ, ο Κωστής Κορνέτης, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Brown των ΗΠΑ, του οποίου το ερευνητικό έργο εστιάζει στα ιστορικοπολιτικά δεδομένα της Μεταπολίτευσης και το πρόσφατο βιβλίο του Children of the Dictatorship αντιπαραβάλλει το φοιτητικό κίνημα με άλλα κυρίαρχα κινήματα της εποχής. Όπως επισημαίνει, σχολιάζοντας τις επικείμενες εκλογές, ο ιστορικός Κορνέτης: «Για πρώτη φορά από το 1981, οπότε το ΠΑΣΟΚ πλασαριζόταν ως ριζοσπαστικό, σοσιαλιστικό κόμμα, και εν μέρει ήταν, πάμε για μια ανατροπή του πολιτικού παραδείγματος και όχι για απλή αλλαγή φρουράς. Όπως και τώρα, έτσι και τότε υπήρχε μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στη σκλήρυνση του ευρωπαϊκού Βορρά –με ηγέτιδα τη θατσερική Βρετανία– και τον Νότο σχετικά με τα οικονομικά. Και ο πολύς Ανδρέας μπορεί να είχε ξεχάσει το "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο", αλλά λοξοκοιτούσε προς τα τριτοκοσμικά καθεστώτα και κινήματα και απαιτούσε εκβιαστικά μερίδιο στα μεσογειακά προγράμματα στήριξης. Με τσαμπουκά και δίκτυα. Γιατί η μεγάλη διαφορά ήταν πως τότε η αλλαγή παρατηρούνταν σε ολόκληρο τον Νότο, με τα σοσιαλιστικά κόμματα να παίρνουν το ένα μετά το άλλο την εξουσία: Μιτεράν, Παπανδρέου, Γκονθάλεθ, Κράξι. Σήμερα μόνο οι Ποδέμος θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως σύμμαχοι μιας αριστερής ελληνικής κυβέρνησης – και αυτοί με ένα πολύ μετριοπαθές οικονομικό πρόγραμμα. Θα μπορούσε, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει την ορμή του '81; Πάμε για μια νέα αλλαγή; Και ένα βήμα παραπέρα: μπορεί η Ελλάδα να γίνει η ατμομηχανή για μια αλλαγή σε ολόκληρη την (μουδιασμένη) Ευρώπη; Θα το μάθουμε πολύ σύντομα».
Πάμε για μια νέα αλλαγή; Και ένα βήμα παραπέρα: μπορεί η Ελλάδα να γίνει η ατμομηχανή για μια αλλαγή σε ολόκληρη την (μουδιασμένη) Ευρώπη; Θα το μάθουμε πολύ σύντομα.
Σίγουρα, πάντως, η ψαλίδα Βορρά-Νότου είναι αντίστοιχη με το σημείο καμπής που χαρακτηρίζει συλλήβδην την Ευρώπη – όταν φάνηκε ο «οικονομισμός» να παίρνει το πάνω χέρι και τη θέση των πολιτικών να καταλαμβάνουν οι τεχνοκράτες και οι τραπεζίτες. Μοιάζει σχεδόν να ξεχνάμε ότι το ευρωπαϊκό όραμα στηρίχτηκε σε ένα πολιτικό πρόταγμα που καταρχάς είχε σκοπό να φέρει κοντά τους λαούς, κατά τα αμερικανικά πρότυπα, και κατόπιν να καταγράψει οικονομικά μεγέθη και να εισαγάγει κοινά νομίσματα. Γράφει ο Gerard Delanty στο ρηξικέλευθο βιβλίο του Επινοώντας την Ευρώπη: «Η ιδέα της Ευρώπης ως φιλελεύθερης δημοκρατικής κοινότητας λειτούργησε ουσιαστικά ως εφαλτήριο για την εκπόνηση ενός νέου προγράμματος πολιτικού και οικονομικού σχεδιασμού, αφού η οικονομία δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως ηθική και πολιτική βάση. Η αξιωματική θέση την οποία κατέλαβε η κοινότητα στο τέλος της ιστορίας έχει βαθιές ρίζες στην παράδοση της ευρωπαϊκής διανόησης». Χωρίς πολιτική σκέψη ή, για την ακρίβεια, χωρίς δημοκρατικά προτάγματα, κοινά οράματα και αγώνες, τα έθνη-κράτη δεν μπορούν να κρατηθούν σε ένα συνολικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κι αυτό είναι κάτι που, προφανώς, η σημερινή Ευρώπη το ξεχνά. Όπως επισημαίνει σχετικά και η Γουέντι Μπράουν, καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, στο συλλογικό έργο Πού πηγαίνει η δημοκρατία: «Όσα και να ειπωθούν, ποτέ δεν θα είναι αρκετά: η φιλελεύθερη δημοκρατία, κυρίαρχη μορφή της ευρωατλαντικής νεωτερικότητας, δεν είναι παρά μια παραλλαγή των τρόπων νομής της πολιτικής εξουσίας που συμπεριλαμβάνονται στον αξιοσέβαστο ελληνικό όρο "δημοκρατία". Δήμος + Κράτος = εξουσία του λαού, σε αντίθεση με την αριστοκρατία, την ολιγαρχία, την τυραννία, και επίσης με την κατάσταση εκείνων που έχουν αποικισθεί και κατακτηθεί». Αλλά πού είναι σήμερα τα δημοκρατικά αιτήματα που αναπόφευκτα επιβάλλει ο όρος, όταν όλες σχεδόν οι συζητήσεις στην Ευρώπη, και αναπόφευκτα και ο πρόσφατος διάλογος που βλέπουμε να εκτυλίσσεται σε κομματικό επίπεδο και στην Ελλάδα, προτάσσουν τα οικονομικά μεγέθη; Πού είναι οι κατακτήσεις, η συμμετοχικότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία του λόγου; Πόσο ακριβώς όλα αυτά συνάδουν με την ακροδεξιά ρητορική περί «λαθρομετανάστευσης» εκ μέρους της Δεξιάς αλλά και με την παραδοχή του Αλέξη Τσίπρα σε πρόσφατη συνέντευξη ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι ώριμη όσον αφορά την υιοθέτηση τέκνων από ομόφυλα ζευγάρια; Μιλώντας στη LifΟ, o Γιώργος Πολίτης, επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου Να σηκωθούμε όρθιοι - Η επανάσταση της κοινής λογικής, παραδέχεται πως «οι δύο κληρονόμοι του μεταπολιτευτικού διπολισμού μιλάνε μονότονα για την οικονομία. Θα τη χειριστούμε με δεξιό τρόπο, λέει ο ένας, θα τη χειριστούμε με αριστερό τρόπο, λέει ο άλλος. Και ως διά μαγείας, όλα τα άλλα θα λυθούν από μόνα τους. Μα, ό,τι και να λένε, τίποτα δεν θα πετύχουμε στην οικονομία ή οπουδήποτε αλλού, εάν πρώτα δεν αντιμετωπίσουμε τα δύο μεγάλα ηθικά και πολιτικά μας προβλήματα: την αναξιοκρατία και την ατιμωρησία. Αυτά είναι οι ρίζες του κακού. Αυτά τάισαν τα ελλείμματα και τα χρέη. Αυτά γέννησαν τη σπατάλη και την κακοδιαχείριση κι έσπρωξαν τη χώρα στα δεσμά των μνημονίων. Η Ελλάδα ναυάγησε οικονομικά επειδή κατέρρευσαν οι θεσμοί και οι κανόνες της μεταπολιτευτικής κοινωνίας. Ωστόσο, οι θεσμοί δεν συνιστούν μια στατική κατάσταση. Δεν διαθέτουν μια προκαθορισμένη μορφή. Αντίθετα, είναι δυναμικά σχήματα, αλλάζουν, μεταβάλλονται και αναπτύσσονται. Οι κοινωνίες μπορούν να αλλάξουν τους θεσμούς τους. Μέσα από αυτή την αλλαγή αλλάζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι, αλλάζει ο κόσμος και η εικόνα των ανθρώπων για τον κόσμο. Κι όμως, για τις τολμηρές ηθικές και πολιτικές τομές που απαιτούνται για να βγει η χώρα μας απ' τον βούρκο, οι δύο κληρονόμοι δεν είπαν λέξη. Ο προεκλογικός αγώνας συρρικνώθηκε σε υστερικές κραυγές για το χρέος και για τα δάνεια. Αυτό που αδυνατούν να κατανοήσουν είναι ότι η κοινωνία δεν χρειάζεται μόνο ψωμί. Πάνω απ' όλα, χρειάζεται όνειρο. Πάνω απ' όλα, χρειάζεται ελπίδα. Όποιος πολιτικός σχηματισμός το καταλάβει και θέσει ξανά την πολιτική μπροστά από την οικονομία και δώσει αυτή την ελπίδα, θα είναι ο πραγματικός νικητής των εκλογών. Αν όχι αυτών, των επόμενων».
Ωστόσο τα πράγματα φαίνεται να είναι μη αναστρέψιμα, στον βαθμό που το εκλογικό σώμα πρέπει να γοητευθεί και όχι να καθοδηγηθεί. Προέχει το αποτέλεσμα και όχι η διαδικασία. Και ποιο ακριβώς είναι το εκλογικό σώμα; Αυτό που θέλγεται από τα πατροπαράδοτα σύμβολα, που εμμένει στην ασφάλεια, που επιζητά τη θαλπωρή της προστασίας, με άλλα λόγια η «Αγία Οικογένεια». Ο επιφανής ιστορικός και ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Δερτιλής, ο οποίος έχει γράψει τη μνημειώδη Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920 (κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), επιμένει ότι η οικογένεια καθορίζει την ελληνική κοινωνία: «Αυτή η οικογένεια, όπως την περιγράψαμε, είναι ένα από τα σταθερότερα και μονιμότερα πολιτισμικά στοιχεία στα οποία στήριξαν την επιβίωσή τους οι ελληνικές κοινωνίες, όχι μόνο τον 20ό αιώνα, αλλά και γενικότερα στη νεότερη ιστορία τους. Και δεν εννοώ, φυσικά, την οικογένεια με τα γενικότερα χαρακτηριστικά της, όσα ισχύουν σε όλες τις κοινωνίες, αλλά και με τα ειδικότερα, όσα φαίνεται να προσιδιάζουν στην ελληνική κοινωνία, όντας σε αυτήν εντονότερα από αλλού: όσα επίσης προσιδιάζουν, ενδεχομένως, και σε άλλες μεσογειακές κοινωνίες. Χαρακτηριστικά όπως είναι, ακριβώς, η συμπαγής αλληλεγγύη μέσα στον οίκο, η καχυποψία, η απόρριψη και η ακραία ανταγωνιστικότητα προς τα έξω. Όπως, επίσης, οι ιδιάζουσες οικονομικές λειτουργίες τις οποίες επιτελεί η ευρύτερη οικογένεια». Με άλλα λόγια, χωρίς την οικογένεια, αυτήν που καθαγιάζουν επικοινωνιολόγοι και πολιτικάντηδες χρόνια τώρα, προφανώς δεν υφίσταται όχι μόνο κυβέρνηση, ούτε καν στοιχειώδης πολιτικοκοινωνικός μηχανισμός. Είναι πλέον ευνόητο ότι οι νεοσυντηρητικές αξίες που προασπίζεται η οικογένεια δεν επιτρέπουν διαχωρισμό κράτους και κοινωνίας – πόσο μάλλον σεβασμό των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων κ.λπ. Ο προφητικός Παναγιώτης Κονδύλης, στην πληρέστατη ανάλυση του Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, είχε τονίσει πως "οι ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις που συνόδευσαν τα χρόνια της Κατοχής, του εμφύλιου πολέμου και του εξαμβλωματικού εκσυγχρονισμού των επόμενων δεκαετιών σήμαναν τη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το καθεστώς του πατριαρχισμού και του νόθου ή επίπλαστου αστισμού στο καθεστώς μιας εξίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας, δηλαδή μιας δημοκρατίας με πολύ μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα από πριν, αλλά ταυτόχρονα ανίκανης να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις που της κληροδότησε η προηγούμενη κατάσταση. Απεναντίας, μάλιστα, η αναμφισβήτητη διεύρυνση της δημοκρατίας και του πλουραλισμού, ιδίως στη μεταδικτατορική περίοδο, οδήγησε τελικά στην επίταση των διαρθρωτικών αδυναμιών του συστήματος, εφόσον οι αμέσως ενδιαφερόμενοι "κλάδοι" τη χρησιμοποίησαν για να εμπεδώσουν και να επαυξήσουν όσα τους είχε ήδη αποφέρει η πελατειακή συναλλαγή κομμάτων και ψηφοφόρων». Κοντολογίς, ύστερα από τις επιφάσεις περί λειτουργικής δημοκρατίας, ο μεταπολιτευτικός φαύλος κύκλος εξακολουθεί να επιστρέφει στο «σημείο ωμέγα», γεμάτος συνθήματα, λαϊκίστικα τερτίπια, απουσία πραγματικού διαλόγου και, το σημαντικότερο, πολιτικό όραμα. Μένει απλώς να δούμε αν αυτό θα ευοδωθεί ανάμεσα σε οικονομικά αδιέξοδα, ψευδοδιλήμματα και τηλεοπτικές ατάκες. Όπως είχε τραγουδήσει εμφατικά ο Σαββόπουλος: «Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος / που εντός του επωάστηκαν όλοι αυτοί / εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας / με το κενό και με το "αμφισβητώ" / σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό».
σχόλια