ΤΗ ΒΛΕΠΕΙΣ; Αυτή που βγήκε τρεχάλα από το ταξί. Με τα γυαλιά ηλίου και το μαντίλι στο κεφάλι μην τυχόν και την αναγνωρίσουν στη γειτονιά. Κοίτα πώς το κρατάει το τάπερ στα χέρια, λες και είναι το Όσκαρ Α’ Διεμφυλικού Ρόλου. Κάθε απόγευμα επισκέπτεται το υπόγειο απέναντι, με σκυμμένο κεφάλι, λες και μπαίνει στη Μητρόπολη.
Τα βράδια θα την πετύχεις στην πάνω τη Συγγρού, παλιά έβγαινε προς παραλιακή, τώρα με τα φώτα, τις κάμερες και το φιλοθεάμον αθηναϊκό κοινό να φωτογραφίζει τα αξιοθέατα άλλαξε η πιάτσα. Τότε έκανε σουξέ και στις Κούκλες, τη Μαρία Κάλλας. Φαντάζεσαι τι έχει μέσα στο τάπερ; Ένα φλιτζάνι ελληνικού καφέ γυρισμένο σε ένα πιατάκι! Τρελός παπάς τη βάφτισε, ο ίδιος που έκανε τον αγιασμό στο Kazarma. Όλη την Κωνσταντινουπόλεως αυτός την άγιασε, από το σταθμό του Κεραμεικού μέχρι τα μπουρδέλα.
Τώρα θα μείνει καμιά ώρα στο υπόγειο με την καφετζού και θα προσπαθούν να λύσουν το μεγάλο μυστήριο. Πού είναι ο πατέρας της. Ζει ή πέθανε; Χρόνια περιμένει να μάθει ένα νέο του, ντετέκτιβ, μέντιουμ, παντού έχει τρέξει. Όλα της τα λεφτά εκεί! Επανασυνδέσεις, φυλαχτά, αναδρομές, λύσιμο μαγείας του Αγίου Κυπριανού. Όλα για τον πατέρα της.
Πόσο να κοστολογήσει τον πατέρα της; Τι τιμή έχει η αγκαλιά του; Τι μυρωδιά έχει η ανάσα του; Πόσο σταφίδιασε το κορμί του; Τι ποτό πίνει; Τι χάπια τού έγραψε ο γιατρός;
Δύο ολόκληρα χρόνια έχει να πατήσει το πόδι της στο σπίτι μου, επειδή μια φορά, μεταξύ αστείου και σοβαρού, της είπα ότι ήταν τυχερή που μεγάλωσε χωρίς πατέρα, γιατί εμένα ο δικός μου με σάπιζε στο ξύλο. Βλέπει, λέει, χρόνια το ίδιο όνειρο και πληρώνει όσο όσο να της το ερμηνεύσουν. Ονειρεύεται πως είναι μαθητριούλα σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, κι ενώ ο πατέρας της την περιμένει απ’ έξω στο σχόλασμα. Εκείνη τρέχει ενθουσιασμένη στην αγκαλιά του κι εκείνος τη σπρώχνει, αγκαλιάζει την καθηγήτρια Αγγλικών και την εγκαταλείπουν σύξυλη. Λες και γνώρισε ποτέ καθηγήτρια Αγγλικών, ούτε καν Ελληνικών δεν γνώρισε. Βέβαια, το πτυχίο της στα καλιαρντά το πήρε με άριστα.
Σε λίγο θα τη δεις να ανεβαίνει τα σκαλιά του υπογείου, παραπατώντας. Κλαμένη με το τάπερ στα χέρια, να βρίζει την καφετζού. «Απατεώνισσα, ψεύτρα, κλέφτρα θα σε χώσω μέσα κι εσένα και τον άντρα σου που πουλάτε τα χασίσια». Θα πάει σπίτι της, θα πλαντάξει στο κλάμα, θα ακούσει τα άπαντα της Άντζελας και το βράδυ θα βγει πάλι στη γύρα για να βρει τον πατέρα της.
Πληρώνει τα πατατάκια στον περιπτερά και τον ρωτάει: «Μήπως τον είδες;». Όταν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας τής θυμίζει ότι χρωστάει κοινόχρηστα, «άμα δείτε τον πατέρα μου να του τα ζητήσετε» απαντάει και ούτε που γυρίζει να τον κοιτάξει. «Εγώ δεν έχω». Στο τεκνό τον μπουφετζή της καφετέριας, όταν τη ρωτάει «να σας βάλω κανέλα ή σοκολάτα;», απαντά «και τα δύο». Δεν μπορεί να διαλέξει αν θέλει σοκολάτα ή κανέλα, όπως δεν μπορεί να αποφασίσει αν ο πατέρας της είναι ζωντανός ή πεθαμένος.
Κι όσο η νύχτα προχωρά στην πάνω τη Συγγρού, τον συλλογίζεται και εκεί, σε κάθε οδηγό που σταματάει μπροστά της και τη ρωτάει «πόσο πάει;» και «πόσο τον έχεις;». Τους περνάει από κάστινγκ. Πρώτα τους κοιτάζει στα μάτια, στις ρυτίδες του μετώπου, στις φλέβες των χεριών, στις παλάμες, στα γαριασμένα πουκάμισα με το μολύβι στο τσεπάκι, στα γκρίζα μαλλιά. Και μετά αποφασίζει αν θα απαντήσει στα κρίσιμα ερωτήματα του υποψηφίου.
Πόσο να κοστολογήσει τον πατέρα της; Τι τιμή έχει η αγκαλιά του; Τι μυρωδιά έχει η ανάσα του; Πόσο σταφίδιασε το κορμί του; Τι ποτό πίνει; Τι χάπια τού έγραψε ο γιατρός; Πληρώνει αδρά και μετρητά για να γυρίσει τον χρόνο πίσω, για να τον ξανασυναντήσει με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Στο ιατρείο του πλαστικού χειρουργού, στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, στο υπόγειο της καφετζούς, στο αμάξι ενός άγνωστου. Μέχρι να περάσει η βραδιά και αύριο το απόγευμα πάλι στο υπόγειο, πάλι από την αρχή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.