Ποιος (και πώς) μπορεί να κερδίσει τη μεσαία τάξη;

ΤΡΙΤΗ Ποιος (και πώς) μπορεί να κερδίσει τη μεσαία τάξη; Facebook Twitter
Όποιος κερδίζει τη μεσαία τάξη κερδίζει τις εκλογές.
0

ΣΤΙΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ συνιστά πλέον εκλογικό θέσφατο: όποιος κερδίζει τη μεσαία τάξη κερδίζει τις εκλογές. Τι είναι όμως η μεσαία τάξη; Πόση είναι; Πόσο ομοιογενής είναι; Ποια είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της;

Ας προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε (αναγκαστικά με μια δόση απλούστευσης) κάποιες κοινά αποδεκτές παραδοχές:

Η μεσαία τάξη στο οικονομικό πεδίο ορίζεται με εισοδηματικά κριτήρια. Με βάση τους διεθνείς ορισμούς, ως μεσαία εισοδηματική τάξη θεωρούνται τα νοικοκυριά με διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ του 75% και του 200% του διάμεσου εισοδήματος όλων των νοικοκυριών. Με τους ορισμούς αυτούς, στη μεσαία εισοδηματική τάξη ανήκει χονδρικά το 55%, στην ανώτερη εισοδηματική τάξη το 12% και στη χαμηλή εισοδηματική τάξη το 33%. Το ποσοστό, δε, όσων αυτοποθετούνται στη μεσαία τάξη είναι ακόμα υψηλότερο.

Η μεσαία τάξη ωστόσο δεν προσδιορίζεται μόνο οικονομικά. Ο Τζο Μπάιντεν είχε συνοψίσει σε ένα tweet του μια πολύ ακριβή περιγραφή: «Η μεσαία τάξη δεν είναι απλώς ένας αριθμός. Είναι ένα πλέγμα αξιών. Είναι τα ζητήματα που μετράνε για κάθε οικογένεια: η καλή εκπαίδευση, η οικονομική προοπτική, η πρόσβαση στην ποιότητα και σε ένα όχι δυσβάσταχτο σύστημα υγείας».

Η μεσαία τάξη δεν είναι ενιαία. Απαρτίζεται από τη μικροαστική τάξη (κυρίως ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενους), από καριερίστες μισθωτούς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και από τους ελεύθερους επαγγελματίες της γνώσης (κυρίως επιστήμονες κ.λπ.).

Οι κυβερνητικές εναλλαγές, καθώς και οι διαψεύσεις και οι ματαιώσεις που βιώθηκαν, έχουν διαφοροποιήσει τα ζητούμενα. Η μεσαία τάξη σήμερα δεν αναζητά εκείνον που θα την κατεβάσει στον δρόμο, όπως την περίοδο της κρίσης, αλλά εκείνον με τον οποίο θα ανακτήσει όσα είχε ή/και θα επιδιώξει ακόμα περισσότερα.

Στη χώρα μας η μεσαία τάξη έχει μεγάλη ρευστότητα και εσωτερική ποικιλία. Αναζητώντας ωστόσο κάποια κοινά στοιχεία, θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζεται από διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα. Πολλαπλούς κοινωνικούς και επαγγελματικούς ρόλους. Υψηλή ιδιοκατοίκηση. Επένδυση στην εκπαίδευση. Πολιτικοποίηση εντός του δημοκρατικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης και αποδοχή του πλαισίου εντός του οποίου κινείται η χώρα.

Η εσωτερική της συνοχή επίσης δεν είναι δεδομένη, ενώ και η εκλογική της συμπεριφορά δεν είναι συμπαγής. Ενδεικτικό το ότι σε περιόδους κρίσης επιμέρους ομάδες της μεσαίας τάξης αναδεικνύουν μεταξύ τους αντιπαλότητες (π.χ. οι ελεύθεροι επαγγελματίες επικρίνουν τους «κηφήνες» δημόσιους υπαλλήλους και αντίστροφα οι μισθωτοί τους «φοροφυγάδες» ελεύθερους επαγγελματίες).

Διαχρονικά οι μεσαίες τάξεις θεωρείται ότι ενισχύουν την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ το 2019, «οι κοινωνίες με ισχυρή μεσαία τάξη βιώνουν υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης αλλά και καλύτερα εκπαιδευτικά αποτελέσματα, χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας, καλύτερα αποτελέσματα στην υγεία και υψηλότερη ικανοποίηση από τη ζωή».

Η ίδια έκθεση ωστόσο προειδοποιεί ότι τα μέλη της μεσαίας τάξης βλέπουν στις μέρες μας τις ανισότητες να διευρύνονται και τη διατήρηση των δικών τους κεκτημένων να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη.

Αυτή η τελευταία διαπίστωση εξηγεί και πολλά από τα πολιτικά φαινόμενα που ζήσαμε συνολικά στην Ευρώπη και ακόμα εντονότερα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Τη μερική ριζοσπαστικοποίηση της μεσαίας τάξης, η οποία στράφηκε σε κόμματα της δεξιάς ή της αριστεράς, με έντονα αντισυστημικό χαρακτήρα. Μια τάση που έχει πλέον υποχωρήσει (αν και λιγότερο στις νέες ηλικίες), αλλά κατέδειξε ότι η συμπεριφορά της μεσαίας τάξης δεν είναι δεδομένη.

Τούτων δοθέντων, πάμε στα καθ’ ημάς.

Αν και λόγω της ετερογένειάς της θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε για μεσαία στρώματα, παρά για μεσαία τάξη, είναι σαφές ότι ο όρος περικλείει την απεύθυνση σε ένα ευρύτερο, πλειοψηφικό ακροατήριο, τα μέλη του οποίου αισθάνονται βολικά να συμπεριλαμβάνονται σε αυτό.

Τις περασμένες δύο εβδομάδες Κυριάκος Μητσοτάκης και Αλέξης Τσίπρας, κατά την παρουσία τους στη ΔΕΘ, εστίασαν στη μεσαία τάξη. Ο μεν Μητσοτάκης προσπάθησε να κατοχυρώσει και να ενισχύσει την επιρροή του στον χώρο αυτό, ο δε Τσίπρας να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του μαζί της και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της.

698
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Αιχμή της πολιτικής Μητσοτάκη ήταν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, οι μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών και η συνολική αίσθηση εκσυγχρονισμού και «νοικοκυρέματος» του κράτους. Με έναν πιο συμπεριληπτικό λόγο, που στόχευε σε ευρύτερα ακροατήρια. Αιχμή της πολιτικής Τσίπρα ήταν το πεδίο των ψυχικών ταυτίσεων. Το «εγώ είμαι ένας από εσάς, ο Μητσοτάκης είναι ελίτ», είτε ως ευθεία ρητορική είτε ως υπονοούμενο. Με παράλληλη συνεχή αναζήτηση διαιρετικών τομών, αλλά και αναφορές στο κοινωνικό κράτος, ως το δίχτυ ασφαλείας που σταθερά επιθυμεί το μεγαλύτερο μέρος της μεσαίας τάξης.

Ποιος θα κατακτήσει την πολύφερνη «νύφη»; Όποιος εκφράσει πιο πειστικά τα βασικά αιτήματά της: οικονομική ανάπτυξη. Πολιτική μετριοπάθεια. Κοινωνική σταθερότητα.

Η ένταση της περασμένης δεκαετίας είναι παρελθόν. Οι κυβερνητικές εναλλαγές, καθώς και οι διαψεύσεις και οι ματαιώσεις που βιώθηκαν, έχουν διαφοροποιήσει τα ζητούμενα. Η μεσαία τάξη σήμερα δεν αναζητά εκείνον που θα την κατεβάσει στον δρόμο, όπως την περίοδο της κρίσης, αλλά εκείνον με τον οποίο θα ανακτήσει όσα είχε ή/και θα επιδιώξει ακόμα περισσότερα.

Ο μεν κ. Μητσοτάκης θα πρέπει αυτό να το υποστηρίξει εμπράκτως με το έργο του. Η αίσθηση για την πορεία της χώρας να δημιουργεί θετικές και κυρίως εξατομικευμένες προσδοκίες στα μέλη των μεσαίων στρωμάτων. Ο δε κ. Τσίπρας θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική του και εν μέρει να επαναπροσδιορίσει την ίδια την πολιτική του ταυτότητα. Να απαλύνει τις όποιες εντυπώσεις από την (ακόμα πρόσφατη) κυβερνητική του εμπειρία και κυρίως –σε πολιτικό και υφολογικό επίπεδο– να αποφεύγει την οξύτητα, τις αντιπολιτευτικές υπερβολές και τις ανακολουθίες που ακόμα και σήμερα πλήττουν την αξιοπιστία του.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι λύκοι της Γκράβας, το Χάρβαρντ και το λαγούμι

Οπτική Γωνία / Οι λύκοι της Γκράβας, το Χάρβαρντ και το λαγούμι

Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και βλέπει την πλάτη της Ζωής Κωνσταντοπούλου, επαναφέρει τα σενάρια συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα. Πόσο ρεαλιστικά όμως είναι όλα αυτά; 
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
ΕΠΕΞ Πορνό

Οπτική Γωνία / «Δεν μου αρέσει να νιώθω ότι παίζω τον ρόλο που είδαν σε μια ταινία πορνό»

Τρεις γυναίκες μιλούν για το πώς αντιμετώπισαν το θέμα της συστηματικής παρακολούθησης πορνογραφίας από τον ή την σύντροφό τους και για τις επιπτώσεις που είχε στη σχέση τους.
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
Αντιμόνιο στη Χίο: Τοξική πληγή ή πηγή πλούτου;

Ρεπορτάζ / Αντιμόνιο στη Χίο: Τοξική πληγή ή πηγή πλούτου;

Η προκήρυξη διαγωνισμού για την εξόρυξη αντιμονίου στη Βόρεια Χίο έχει φέρει σε αντιπαράθεση την τοπική κοινωνία με την κυβέρνηση. Τι υποστηρίζει κάθε πλευρά και πόσο πιθανός είναι ο περιβαλλοντικός κίνδυνος;
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
«Τις επόμενες μέρες Θα δούμε περισσότερη βία, συλλήψεις και οργή»

Ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη / «Τις επόμενες μέρες θα δούμε περισσότερη βία, συλλήψεις και οργή»

Ερντογάν εναντίον Ιμάμογλου: Η αρχή ή το τέλος μιας σκληρής σύγκρουσης; O διευθυντής της Milliyet, ο ανταποκριτής της «Süddeutsche Zeitung» και πολίτες περιγράφουν την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη και το χάος που απειλεί τη χώρα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Eνηλικίωση, αυτή η αναπόφευκτη

Οπτική Γωνία / «Όταν, μεγάλος πια, χάνεις έναν γονιό, είσαι πολύ μεγάλος για να μεγαλώσεις»

Βγάζεις ταυτότητα στα 12, παίρνεις δίπλωμα οδήγησης μετά το λύκειο, έχεις δικαίωμα ψήφου στα 17. Όμως η αληθινή ενηλικίωση έρχεται όταν δεν είσαι πια το παιδί κάποιου.
ΛΙΝΑ ΙΝΤΖΕΓΙΑΝΝΗ
Μιχάλης Τσιντσίνης: «Σοβαρή ενημέρωση δεν σημαίνει και ξενέρωτη» Ή «Δεν λείπει η άποψη αλλά η έρευνα και η νηφάλια σκέψη»

Συνέντευξη / Μιχάλης Τσιντσίνης: «Σοβαρή ενημέρωση δεν σημαίνει και ξενέρωτη»

Ο διευθυντής σύνταξης της κυριακάτικης έκδοσης της «Καθημερινής» δίνει την πρώτη του συνέντευξη και μιλά για το μέλλον των εντύπων, την ποιοτική δημοσιογραφία, τα social media αλλά και την κριτική που έχει δεχθεί κατά καιρούς το μέσο στο οποίο εργάζεται. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ