ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ του 2010 αλλά και νωρίτερα σε όλη την Ευρώπη τα άλλοτε ισχυρά και ιδιαίτερα παρεμβατικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που κυριάρχησαν σε κυβερνητικό επίπεδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να γνωρίζουν μικρές ή πολύ μεγάλες ήττες. Η επιρροή τους μειωνόταν σταθερά σε υπερθετικό βαθμό, οι εκλογικές τους επιδόσεις θύμιζαν κόμματα που οδηγούνται σε κατάρρευση, οι παρεμβάσεις τους στην κοινωνία είχαν περιοριστεί δραματικά. Κάποιοι άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί, αριστεροί ή λαϊκιστικοί, σταδιακά έπαιρναν τη θέση τους, κερδίζοντας τις προτιμήσεις εκατομμυρίων ψηφοφόρων που για αρκετές δεκαετίες τροφοδοτούσαν την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ήταν η αρχή της παρακμής του μοντέλου διακυβέρνησης που αποτελούσε την εναλλακτική πρόταση στα συντηρητικά κόμματα.
Το ΠΑΣΟΚ, αναμφισβήτητα βοηθούσης σε μεγάλο βαθμό της τεράστιας οικονομικής κρίσης που έφεραν τα μνημόνια, αποτέλεσε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της παρακμής της σοσιαλδημοκρατίας ή του «τρίτου δρόμου», όπως είχε χαρακτηριστεί ως πολιτικό ρεύμα μεταξύ του καπιταλισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο όρος «Pasokification» (πασοκοποίηση), με την έννοια της εξαιρετικά αρνητικής επίδοσης των σοσιαλιστών, καθιερώθηκε στα λεξικά και σε όλη την Ευρώπη, στις δημόσιες συζητήσεις με τις οποίες πολιτικοί επιστήμονες προσπαθούσαν να καταγράψουν την παρακμή και συχνά, σε πολλές χώρες, τη συντριβή της σοσιαλδημοκρατίας. Το κόμμα που κυριάρχησε στη χώρα μας μετά τη Μεταπολίτευση γνώρισε την απόλυτη κατάρρευση. Από το 43,9%, με το οποίο κέρδισε τις εκλογές το 2009, έπεσε στο 13,2% τον Μάιο του 2012, στο 12,3% τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου και ακολούθησε ο πολιτικός εξευτελισμός με το 4,7% του 2015.
Φαντάζομαι πως όσοι ρίξουν την ψήφο τους στις κάλπες που θα ανοίξουν στις 6 Οκτωβρίου για την ανάδειξη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ προσβλέπουν σε έναν πρόεδρο που θα τους φέρει σχετικά σύντομα στην εξουσία. Που, με άλλα λόγια, θα δώσει τέλος στον εφιάλτη του Pasokification.
Από τότε η ελληνική σοσιαλδημοκρατία, με όποιες ιδιαιτερότητες και στρεβλώσεις είχε, πέρασε απο αρκετές δύσκολες περιπέτειες οι οποίες συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας· έχανε επιρροή και ενίσχυε άλλους σχηματισμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ, καταρχάς, εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία (μνημόνια) και υποδέχτηκε με μεγάλη ικανοποίηση μεγάλες ομάδες ψηφοφόρων που έφευγαν από το ΠΑΣΟΚ – πολλά στελέχη που είχαν θέσεις ευθύνης σε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ έβλεπαν πια το προσωπικό τους μέλλον και την πολιτική τους καριέρα στην Κουμουνδούρου.
Από το 2019 ένα αριθμητικά μικρότερο, αλλά δυναμικό κομμάτι ψηφοφόρων, άλλοτε του ΠΑΣΟΚ, «ερωτεύτηκε» πολιτικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη και με το επιχείρημα(;) ότι έπρεπε να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία ψήφιζε με θέρμη τη Νέα Δημοκρατία (συμβαίνει ακόμα), ενώ ο σημερινός πρωθυπουργός, στην προσπάθεια διεύρυνσης της εκλογικής του βάσης, προτίμησε σε αρκετές περιπτώσεις την αξιοποίηση σε θέσεις εξουσίας στελεχών του παλαιού (Χρυσοχοΐδης) αλλά και του νεότερου (Πιερρακάκης) ΠΑΣΟΚ, προκαλώντας ακόμα και δυσαρέσκεια σε δεξιά στελέχη.
Ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης συχνά καυχιέται ότι πήρε ένα ΠΑΣΟΚ σχεδόν ημιθανές και σταδιακά κατάφερε να ανεβάσει τα ποσοστά του. Είναι αλήθεια αυτό, αλλά υπάρχει και μια παράλληλη αλήθεια που λέει πως ενώ το αντίπαλο κόμμα του ίδιου ή σχετικά ίδιου –πάντως συγγενικού– χώρου (ΣΥΡΙΖΑ) βίωνε και εξακολουθεί να βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του, τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ απέχουν πολύ από τις προσδοκίες που δημιουργούν οι συνθήκες. Σίγουρα δεν είναι ποσοστά κόμματος εξουσίας.
Φαντάζομαι πως όσοι ρίξουν την ψήφο τους στις κάλπες που θα ανοίξουν στις 6 Οκτωβρίου για την ανάδειξη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ προσβλέπουν σε έναν πρόεδρο που θα τους φέρει σχετικά σύντομα στην εξουσία. Που, με άλλα λόγια, θα δώσει τέλος στον εφιάλτη του Pasokification.
Θα είναι ο σημερινός ηγέτης του ή κάποιος/-α από τους/τις υπόλοιπους/-ες επτά υποψηφίους/υποψήφιες που διεκδικούν τη θέση του; Σε αυτό το ερώτημα θα κληθούν να απαντήσουν οι χιλιάδες ψηφοφόροι. Δεδομένης της συνέχειας της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη (τα αντίστοιχα κόμματα, με μικρές εξαιρέσεις, διανύουν περίοδο παρατεταμένης παρακμής), το στοίχημα για τον όποιο πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο – και είναι.
Ωστόσο, είναι γνωστό πως η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας συνδέεται με τη σχεδόν απόλυτη υποταγή αυτής στην οικονομική φιλελευθεροποίηση που ακολουθήθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη (και όχι μόνο σε αυτή) μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Τότε έπεσαν οι πρώτοι σπόροι: οι κυβερνήσεις ακολουθούσαν ένα μοντέλο διακυβέρνησης που τις αποξένωνε από τις μεγάλες μάζες, οι οποίες έβλεπαν πως οι πολιτικές τους δεν διέφεραν από αυτές των συντηρητικών κυβερνήσεων.
Ανάμεσα στους/στις οκτώ υποψηφίους/υποψήφιες για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ οι ψηφοφόροι θα έχουν εύκολα τη δυνατότητα να διακρίνουν ποιοι/-ες υιοθέτησαν το ακραία φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο τα προηγούμενα χρόνια ή έγειραν τόσο δεξιά που δύσκολα διακρίνονταν οι θέσεις τους από αυτές της δεξιάς. Είναι φανερό αυτό.