ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020. Μεγάλη πυρκαγιά που εκδηλώνεται στις 8 του μήνα καταστρέφει σχεδόν ολοκληρωτικά το ΚΥΤ της Μόριας στη Λέσβο, ένα καμπ που, όταν στήθηκε (2010), διέθετε υποδομές για 2.300 άτομα, για να φτάσει, μία δεκαετία μετά, να «φιλοξενεί» μέσα και γύρω από αυτό πάνω από 20.000 ψυχές σε ασφυκτικές συνθήκες – η φήμη που απέκτησε ως το χειρότερο στρατόπεδο προσφύγων στην Ευρώπη και όχι μόνο είχε γίνει παγκόσμια.
Η πυρκαγιά αποδόθηκε σε εμπρησμό στο πλαίσιο των αντιδράσεων των «ενοίκων» του ΚΥΤ για τα μέτρα που είχαν επιβληθεί εν όψει της πανδημίας και που έρχονταν να προστεθούν σε ένα ήδη εξαιρετικά περιοριστικό πλαίσιο.
Θύματα ευτυχώς δεν υπήρξαν, όμως το συμβάν έγινε πρώτη είδηση διεθνώς και η ανάγκη να βρεθούν και να καταδικαστούν κάποιοι ως ένοχοι –το αν θα ήταν οι πραγματικοί ήταν μάλλον δευτερεύον, καθώς φάνηκε–, κυβερνητικό «στοίχημα». Κορυφαίοι υπουργοί όπως ο Νότης Μηταράκης και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης προειδοποιούσαν εξάλλου για «άτεγκτη αντιμετώπιση» και βαρύτατες ποινές, αν δεν τις είχαν κιόλας προεξοφλήσει.
Δεν είχαν απασχολήσει ποτέ πριν τις Αρχές, στον έναν εξ αυτών μάλιστα η ίδια η πολιτεία είχε δώσει άσυλο, επομένως δεν είχε λόγο να εμπλακεί σε οτιδήποτε παράνομο. Εξάλλου, όλοι οι κατηγορούμενοι αφενός είχαν λευκό ποινικό μητρώο, αφετέρου συμμετείχαν σε διάφορες εθελοντικές δραστηριότητες μέσα στο ΚΥΤ. Τουλάχιστον, κρίθηκαν αθώοι για την κατηγορία της σύστασης συμμορίας και συμμετοχής σε αυτήν, και δικαίως, καθώς ούτε μαζί είχαν έρθει στην Ελλάδα ούτε γνωρίζονταν.
Οι Αρχές συνέλαβαν τις επόμενες μέρες έξι νεαρούς Αφγανούς, ανήλικοι οι περισσότεροι, στη βάση μίας και μόνο μαρτυρίας, η οποία αφενός αμφισβητήθηκε έντονα, αφετέρου ο εν λόγω μάρτυρας δεν παρουσιάστηκε ποτέ στο δικαστήριο.
Οι ίδιες οι δίκες, τόσο αυτή των δύο πρώτων κατηγορούμενων, που έγινε τον Μάρτιο, όσο και η δεύτερη, που πραγματοποιήθηκε αρχές του μήνα στη Χίο, ελέγχονται ότι εξάντλησαν κάθε αυστηρότητα και ότι αν δεν ήταν μεροληπτικές, σίγουρα παρέβλεψαν βασικούς κανόνες απονομής δικαίου, «κάτι ανησυχητικό και όχι μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση, που θα έπρεπε να μας απασχολήσει τόσο ως κράτος δικαίου όσο και ως κοινωνία».
Αυτό υπογραμμίζουν οι Βίκυ Αγγελίδου, Έφη Δούση, Νατάσα Νταϊλάνη και Βασίλης Ψώμος, συνήγοροι των τεσσάρων νεαρών που καταδικάστηκαν στις 11/6 σε δέκα χρόνια κάθειρξη έκαστος, δίχως να τους αναγνωριστεί κανένα απολύτως ελαφρυντικό. Μετά το πέρας της διαδικασίας επέστρεψαν στις φυλακές Αυλώνα, όπου ήταν ήδη προφυλακισμένοι, αναμένοντας την εκδίκαση της έφεσης.
Οι εθελοντές συνήγοροι αλλά και συγγενείς των παιδιών αυτών, οι οποίοι ζουν εδώ ως αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, είναι διατεθειμένοι να φτάσουν ως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αν χρειαστεί, προκειμένου να δικαιωθούν. Ιδού ένα συνοπτικό χρονικό της υπόθεσης, μαζί με τις θέσεις της υπεράσπισης:
• Οι συλλήψεις των «τεσσάρων» έγιναν στις 15/9/20 βάσει μιας μαρτυρίας, της οποίας την εγκυρότητα αμφισβήτησαν ευθέως και απολύτως στο δικαστήριο τόσο οι κατηγορούμενοι όσο και οι συνήγοροί τους. Εντύπωση, εξάλλου, προκάλεσε το γεγονός ότι οι συλλήψεις αυτές έγιναν μέσα στη νύχτα, ενώ οι ίδιοι φέρονται να απολογούνται ενώπιον της αστυνομίας το μεσημέρι της ίδιας μέρας, δηλαδή προτού γίνει καν η επιχείρηση.
• Μετά την απολογία τους οι «τέσσερις» προφυλακίστηκαν στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα, κάτι που σχετίζεται με τη μη αναγνώριση του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας, όπως λεγόταν παλιότερα (άρθρο 133 του ΠΚ), η οποία ορίζεται μεταξύ 18-25 ετών, δίνοντας τη δυνατότητα στον δικαστή να μειώσει την αρχική ποινή. Και αυτό ήταν μόνο ένα από τα πέντε ελαφρυντικά που πρότεινε η υπεράσπιση, τα άλλα τέσσερα ήταν ο σύννομος βίος πριν από την τέλεση της πράξης, κάτι που είχε αναγνωριστεί μέχρι και στον Επαμεινώνδα Κορκονέα και υποστηρίχτηκε και δι’ εγγράφων, το γεγονός ότι οδηγήθηκαν σε αυτήν από μη ταπεινά αίτια, κάτι που συνδέεται με τις κακές συνθήκες διαμονής στο ΚΥΤ και τον τρόπο που διαχειρίστηκε το κράτος την πανδημική κρίση εντός αυτού –ένα ελαφρυντικό που είχε αναγνωριστεί πάλι από Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Χίου σε αντίστοιχη περίπτωση εμπρησμού στην υπόθεση των 35 της Μόριας (2017)–, η καλή συμπεριφορά που επέδειξαν πριν από τη δίκη όσο κρατούνταν στον Αυλώνα και οι φιλότιμες προσπάθειες ένταξης που κατέβαλαν στο μεταξύ.
• Τα εν λόγω ελαφρυντικά προβλέπονται στο άρθρο 84 του Π.Κ., κανένα όμως δεν ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο που τους καταδίκασε σε κάθειρξη δέκα ετών. Η έφεση που άσκησαν δεν είχε ανασταλτική δύναμη, με συνέπεια να επιστρέψουν στις Φυλακές Αυλώνα, ώσπου να εκδικαστεί. Η υπόθεση θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το ΕΔΔΑ, με κύριο επιχείρημα αυτό της μη δίκαιης δίκης, όχι όμως προτού να εξαντληθούν όλα τα εγχώρια ένδικα μέσα.
• Δεν είχαν απασχολήσει ποτέ πριν τις Αρχές, μάλιστα στον έναν εξ αυτών η ίδια η πολιτεία είχε δώσει άσυλο, επομένως δεν είχε λόγο να εμπλακεί σε οτιδήποτε παράνομο. Εξάλλου, όλοι οι κατηγορούμενοι αφενός είχαν λευκό ποινικό μητρώο, αφετέρου συμμετείχαν σε διάφορες εθελοντικές δραστηριότητες μέσα στο ΚΥΤ. Τουλάχιστον κρίθηκαν αθώοι για την κατηγορία της σύστασης συμμορίας και συμμετοχής σε αυτήν, και δικαίως, καθώς ούτε μαζί είχαν έρθει στην Ελλάδα ούτε και γνωρίζονταν.
• Υπήρξαν κι άλλες δικαιωματικές παραβιάσεις, που αφορούσαν καταρχάς τη δημοσιότητα της δίκης. Μολονότι η ΚΥΑ για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι σαφής και ο αριθμός των παρευρισκομένων σε μια δικαστική αίθουσα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε άτομα, το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει κατά την κρίση του την παρουσία επιπλέον ατόμων, όπως ήταν, στην περίπτωση, αυτή οι διεθνείς παρατηρητές, εκπρόσωποι δύο ενώσεων δικηγόρων από Ελβετία και Ισπανία και ένας από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ στην Ελλάδα. Η παρουσία τους ήταν δικαιολογημένη, δεδομένου ότι ο ένας κατηγορούμενος διέθετε ήδη άσυλο και οι υπόλοιποι είχαν υποβάλει αίτηση, όμως σε κανέναν δεν επετράπη τελικά η είσοδος, παρότι ο εισαγγελέας είχε προτείνει την παρουσία τουλάχιστον ενός παρατηρητή και ενός δημοσιογράφου – διότι υπήρχαν και αιτήματα δημοσιογράφων, τα οποία επίσης απορρίφθηκαν. Υπόψη ότι οι μισοί και πλέον παριστάμενοι στην αίθουσα από τους δεκαπέντε προβλεπόμενους ήταν αστυνομικοί, οκτώ συνολικά.
• Οι ενστάσεις της υπεράσπισης αφορούσαν επίσης την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του εν λόγω δικαστηρίου – οι κατηγορούμενοι θα έπρεπε να δικαστούν από δικαστήριο ανηλίκων, όπου η δικονομική και νομική αντιμετώπισή τους θα ήταν εξαρχής πολύ διαφορετική, όπως συμβαίνει σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Συγκεκριμένα, οι τρεις είναι κάτω των δεκαοκτώ και ο τέταρτος μόλις τα συμπλήρωσε. Μάλιστα, επειδή λέγεται συχνά ότι οι ηλικίες που δηλώνουν οι πρόσφυγες δεν είναι πάντα οι πραγματικές, είχαν επί τούτω προσκομιστεί επίσημα έγγραφα από τη χώρα καταγωγής τους που επιβεβαίωναν τις ηλικίες τους ήδη από το στάδιο της προανάκρισης.
Αν, παρά ταύτα, διατηρούνται αμφιβολίες, ο νόμος ορίζει εξέταση από ειδικούς επιστήμονες. Στην προκειμένη περίπτωση είχαμε μια πραγματογνωμοσύνη, της οποίας το κύρος και την αποδεικτική δύναμη η υπεράσπιση αμφισβήτησε ευθέως, εφόσον είχε υπογραφεί από ακατάλληλη ειδικότητα και δεν παρουσίαζε αναλυτικά τα δεδομένα βάσει των οποίων κατέληγε στο συμπέρασμα περί ενηλικότητας. Ενώ στην προανάκριση είχε διαταχθεί να γίνουν ειδικές εξετάσεις σε αυτά τα παιδιά, ήτοι ακτινογραφία άκρας χειρός και πανοραμική οδόντων, πραγματοποιήθηκε μόνο η πρώτη, κι αυτή σε κέντρο υγείας και όχι σε δημόσιο νοσοκομείο, όπως ορίζεται, και τη γνωμάτευση υπέγραψε εγκληματολόγος-ανθρωπολόγος, αντί για κάποιον γενικό γιατρό, παιδίατρο ή ακτινολόγο, όπως προβλέπεται.
• Το κυριότερο: Πουθενά στην ακροαματική διαδικασία και την εξέταση των μαρτύρων που κλήθηκαν –αστυνομικών, υπαλλήλων του ΚΥΤ κ.λπ.–, δεν προέκυψε ότι τη φωτιά την έβαλαν οι κατηγορούμενοι. Ουδείς τούς αναγνώρισε ως ενόχους, ουδείς δήλωσε ότι είδε συγκεκριμένους ανθρώπους να προβαίνουν στον εμπρησμό. Η καταδίκη τους βασίστηκε σε μία και μόνη μαρτυρική κατάθεση ανθρώπου που την έδωσε στους αστυνομικούς έξι ολόκληρες μέρες μετά τη φωτιά, αναφέροντας μόνο τα μικρά τους ονόματα, χωρίς να δώσει κανένα ατομικό χαρακτηριστικό, με αποτέλεσμα η ταυτοποίηση στην οποία προέβη, βάσει αυτής, η αστυνομία να αμφισβητηθεί έντονα στο δικαστήριο.
Ο εν λόγω μάρτυρας, ενήλικας συμπατριώτης τους, αλλά από άλλη φυλή, ο οποίος λίγες μέρες μετά, στις 28/9, αναχώρησε για την ενδοχώρα και ακολούθως για το εξωτερικό, παρά το καθεστώς καραντίνας και έχοντας αναγνωριστεί ως πρόσφυγας εκείνες ακριβώς τις μέρες, σύμφωνα με πληροφορίες, κατέθεσε ότι τους είδε να καίνε τη ζώνη 12 του ΚΥΤ, ενώ η ίδια η έκθεση αυτοψίας της Πυροσβεστικής ανέφερε ότι στη συγκεκριμένη ζώνη εκείνη την ημέρα δεν υπήρχε φωτιά, επεκτάθηκε την επομένη και δεν ήταν αποτέλεσμα ανθρώπινης ενέργειας αλλά της πορείας του βορειοανατολικού ανέμου.
Δηλώσεις των συνηγόρων για την καταδίκη των «τεσσάρων» της Μόριας.
• Υπάρχει, λοιπόν, τεράστιο ζήτημα με αυτή την κατάθεση, όπως τονίζει η υπεράσπιση. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ο μάρτυρας αυτός ήταν παρών στο συμβάν και απλώς μπερδεύτηκε σε όλα, δεν κινήθηκε καμία απολύτως διαδικασία, ούτε στο προανακριτικό στάδιο ούτε αργότερα, προκειμένου να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, ώστε να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του και υποστεί τη βάσανο της ακροαματικής διαδικασίας, αναφέρουν.
Αυτό, παρά τις προσπάθειες που έκανε η υπεράσπιση για την ανεύρεσή του, μολονότι δεν ανήκει στα δικά της καθήκοντα. Η Υπηρεσία Ασύλου, όπου απευθύνθηκε εγγράφως, απέφυγε να απαντήσει ποια ήταν η τελευταία του διεύθυνση διαμονής, επικαλούμενη ότι η υπεράσπιση δεν είχε ειδικό έννομο συμφέρον. Όμως το δικαστήριο δεν αναζήτησε τον μάρτυρα, παρότι είχε κάθε δυνατότητα να το πράξει, ούτε και κατέδειξε, προτού προχωρήσει στην ανάγνωση της κατάθεσής του, ότι αδυνατούσε να εξασφαλίσει την παρουσία του ίδιου στη διαδικασία.
Στο μεταξύ, και ώσπου να εκδικαστεί η έφεση, τα παιδιά αυτά, που εξακολουθούν να δηλώνουν αθώα, παραμένουν έγκλειστα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ως άλλοι αποδιοπομπαίοι τράγοι που κάποιοι αποφάσισαν ότι πρέπει να πληρώσουν, φταίνε-δεν φταίνε, τόσο για τον εμπρησμό του «κολαστηρίου» της Μόριας όσο και για όλες τις αμαρτίες της ελληνικής και ευρωπαϊκής (αντι)μεταναστευτικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων.