ΚΑΘΩΣ ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ 2023 σε λίγες μέρες, τη χρονιά δηλαδή που η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα ολοκληρώσει την τετραετή της θητεία και θα είναι η χρονιά των εθνικών εκλογών, είτε τον Ιούλιο είτε λίγο νωρίτερα, κοιτάζοντας πίσω μπορεί κανείς να διαπιστώσει πόσα σενάρια πρόωρων εκλογών διαψεύστηκαν και πόσες ημερομηνίες δίνονταν από διάφορους για το 2020, το 2021 και το 2022.
Τώρα οι σεναριολόγοι παίζουν με τις Κυριακές του ημερολογίου του 2023 επιχειρώντας να μαντέψουν ποια Κυριακή θα επιλέξει ο πρωθυπουργός. Ορισμένοι άρχισαν να αναζητούν και την Κυριακή των δεύτερων εκλογών, προεξοφλώντας ότι οι πρώτες, λόγω απλής αναλογικής, δεν θα αναδείξουν κυβέρνηση.
Είναι όμως έτσι; Μπορεί και όχι, αλλά αυτό μοιάζει να είναι το κρίσιμο σημείο. Η ανάδειξη δηλαδή ή όχι κυβέρνησης από την πρώτη Κυριακή. Με βάση αυτό σχεδιάζουν τη στρατηγική τους τα επιτελεία όλων των κομμάτων.
Η Νέα Δημοκρατία έχει ξεκάθαρα στρατηγική δεύτερων εκλογών με στόχο την αυτοδυναμία και το δηλώνει, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στρατηγική πρώτων εκλογών με στόχο τον σχηματισμό κυβέρνησης από την πρώτη Κυριακή. Τα στρατόπεδα και οι στρατηγικές έχουν ήδη οριστεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει πάση θυσία να σχηματίσει κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή με βασική επιδίωξη «να φύγει ο Μητσοτάκης». Σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να συμφωνήσει σε μία κυβέρνηση ακόμα και χωρίς τον Τσίπρα πρωθυπουργό. Να δεχθεί δηλαδή τον όρο του Ανδρουλάκη, ακόμα και αν τώρα τον αρνείται.
Οι υποκλοπές άλλαξαν το παιχνίδι
Λίγο μετά την εκλογή του ως προέδρου του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνεργαστεί για τον σχηματισμό κυβέρνησης τόσο με τη Ν.Δ. όσο και με τον ΣΥΡΙΖΑ, με τον όρο να μην είναι πρωθυπουργός ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Τσίπρας. Και οι δύο αρχηγοί είχαν ενοχληθεί. Από τότε μεσολάβησαν πολλά, με βασικότερο την αποκάλυψη της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, που άλλαξε την πορεία των πραγμάτων.
Ο Ανδρουλάκης ήταν από τα στελέχη του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ που δεν είχε αναπτύξει σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με άλλους που διατηρούσαν διαύλους. Για αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε την επικράτησή του. Ήταν όμως ένας άγνωστος Χ και για τη Ν.Δ. και για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς δεν έδειχνε προς τα πού θέλει να πάει.
Στη Χαριλάου Τρικούπη υπάρχει εδώ και μερικά χρόνια μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε αυτούς που τραβάνε το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ προς τη Ν.Δ. και αυτούς που το τραβάνε προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι ενώ μέχρι πρότινος οι δεύτεροι ήταν μειοψηφία και έμοιαζε να έχουν ελάχιστες πιθανότητες, αυτό τώρα φαίνεται να έχει αλλάξει, καθώς οι εξελίξεις δούλεψαν υπέρ τους, αφού οι παρακολουθήσεις ήταν ο παράγοντας που άλλαξε το παιχνίδι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούσε να ρυμουλκήσει τον Νίκο Ανδρουλάκη για καιρό χωρίς να τα καταφέρνει, αλλά τώρα η προσέγγιση δείχνει σαν φυσική εξέλιξη των πραγμάτων και αυτό μπορεί να το παρατηρήσει κανείς και στη συνθηματολογία της ηγεσίας και των στελεχών του κόμματος που τον τελευταίο καιρό έχει αλλάξει.
Η Ν.Δ. χωρίς συμμάχους
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ξεκάθαρη στρατηγική δεύτερων εκλογών, καθώς δεν διαθέτει κανέναν δυνητικό σύμμαχο, ούτε δεξιά ούτε αριστερά του. Η όποια –θεωρητικά έστω– πιθανότητα συνεργασίας της Ν.Δ. με το κόμμα του Βελόπουλου είναι αδύνατη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι από τους ηγέτες που ταυτίστηκαν απόλυτα με την γραμμή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο θέμα αυτό, ενώ ο Κυριάκος Βελόπουλος εκφράζει φιλορωσικές θέσεις.
Από την άλλη, η αποκάλυψη της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, της οποίας προΐσταται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, απομάκρυνε κάθε πιθανότητα συνεργασίας ανάμεσα στους δύο.
Η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη τώρα δεν έχει καμία άλλη επιλογή πέρα από τη στρατηγική της δεύτερης Κυριακής, στην οποία ποντάρει για να διεκδικήσει αυτοδυναμία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιθέτως επιδιώκει πάση θυσία να σχηματίσει κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή με βασική επιδίωξη «να φύγει ο Μητσοτάκης». Σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να συμφωνήσει σε μία κυβέρνηση ακόμα και χωρίς τον Τσίπρα πρωθυπουργό. Να δεχθεί δηλαδή τον όρο του Ανδρουλάκη, ακόμα και αν τώρα τον αρνείται.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ξεκάθαρη στρατηγική δεύτερων εκλογών, καθώς δεν διαθέτει κανέναν δυνητικό σύμμαχο, ούτε δεξιά ούτε αριστερά του. Η όποια –θεωρητικά έστω– πιθανότητα συνεργασίας της Ν.Δ. με το κόμμα του Βελόπουλου είναι αδύνατη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
«Προοδευτική κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης»
Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με όσα συζητούνται στην Κουμουνδούρου και έχουν σχεδόν αποφασιστεί ως σχεδιασμός, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, θα είναι η επιδίωξη σχηματισμού κυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ, η οποία θα μπορούσε να ψηφίσει μερικά εμβληματικά φιλολαϊκά μέτρα και να αποφασίσει Εξεταστική Επιτροπή για τις υποκλοπές κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη (υπάρχουν εισηγήσεις για να οδηγηθεί σε Ειδικό Δικαστήριο).
Σε αυτό το κλίμα και από καλύτερη θέση πια θα μπορούν να πάνε μετά από μερικούς μήνες ξανά σε εκλογές με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής. Η επόμενη (συγ)κυβέρνηση δηλαδή να είναι προσωρινή, με σκοπό να βελτιώσει τις συνθήκες και να αποκτήσουν τα μέσα που θα συμβάλουν ώστε να πάνε με καλύτερους όρους μετά από λίγο καιρό ξανά σε εκλογές, που θα τους δώσουν αυτήν τη φορά ακόμα και τη δυνατότητα αυτοδυναμίας.
Αυτό είναι το κυρίαρχο σενάριο που επεξεργάζεται ο Αλέξης Τσίπρας, με διάφορες παραλλαγές. Οι υποκλοπές, όπως μας διαβεβαιώνουν στελέχη που γνωρίζουν, «δεν υπάρχει περίπτωση να μην αξιοποιηθούν».
Όσο για τα φιλολαϊκά μέτρα που πιστεύουν ότι αν ψήφιζαν με μια τέτοια κυβέρνηση, θα άλλαζαν τους συσχετισμούς, είναι, μεταξύ άλλων, και οι αυξήσεις των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η επαναφορά των δώρων και της 13ης σύνταξης. Μπορούν; Θέλουν; Κάποιοι πάντως το έχουν προτείνει.
Παρατηρώντας ότι δυναμική σαν εκείνη του 2012 και του 2015 δεν υπάρχει σήμερα, αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να δημιουργήσουν οι ίδιοι τις συνθήκες για την ενίσχυση της εκλογικής τους επιρροής, αφού, όπως φάνηκε, η φθορά της κυβέρνησης δεν αρκεί, παρότι η πολιτική τους σε αυτόν τον τομέα αποδίδει και θεωρείται επιτυχής.
Το σενάριο συγκυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη Κυριακή δεν μπορεί να θεωρείται καθόλου απίθανο. Ο νόμος λέει ότι αν έχουν περισσότερους από 120 βουλευτές και με πλειοψηφία επί των παρόντων, μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Αν κάποια κόμματα θα απουσίαζαν, η πλειοψηφία που θα απαιτούνταν θα ήταν επί λιγότερων και όχι επί των 300. Άρα το σενάριο αυτό είναι δυνατό και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε λόγο να ελπίζει.
Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ανέφερε πρόσφατα, και το επισημαίνουν διαρκώς και πολλοί άλλοι, ότι «με την απλή αναλογική, αν τα κόμματα του προοδευτικού χώρου συγκεντρώσουν αθροιστικά ποσοστό 45-46%, θα διαθέτουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να σχηματίσουν προοδευτική κυβέρνηση». Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε επίσης ότι «η κυβέρνηση αυτή πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά κυβέρνησης έκτακτης ανάγκης».
Στρατηγική πρώτης Κυριακής έχει και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν συμφέρει καθόλου η δεύτερη αναμέτρηση, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι σε αυτή την περίπτωση θα μειωθεί το ποσοστό του, αφού θα συμπιεστεί και από τις δύο πλευρές.
Όπως είναι προφανές, το κυβερνών κόμμα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν εντελώς αντίθετες στρατηγικές, αν και όλοι στηρίζονται στο εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνουν οι εκλογές και πώς θα το χρησιμοποιήσουν. Για την ώρα και με βάση τα σημερινά δεδομένα, αυτό είναι το κρίσιμο σημείο.